Ο Ευγένιος Σπαθάρης (Κηφισιά Αττικής, 2 Ιανουαρίου 1924 – Αθήνα, 9 Μαΐου 2009) υπήρξε εξέχουσα μορφή της ελληνικής λαϊκής τέχνης, πρωτοπόρος και κορυφαίος εκπρόσωπος του ελληνικού θεάτρου σκιών, αλλά και σημαντικός ζωγράφος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καραγκιοζοπαίχτες του 20ού αιώνα, με καλλιτεχνική δραστηριότητα που ξεπέρασε τα στενά εθνικά όρια.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης γεννήθηκε στην Κηφισιά στις 2 Ιανουαρίου 1924 και υπήρξε γιος του Σωτήρη Σπαθάρη, ενός εκ των πρώτων δασκάλων του θεάτρου σκιών στην Ελλάδα. Ως συνεχιστής της οικογενειακής παράδοσης, μυήθηκε από πολύ νωρίς στην τέχνη του Καραγκιόζη, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του και αναδεικνυόμενος ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 ως ο πλέον χαρισματικός εκπρόσωπος του θεάτρου σκιών στην Ελλάδα.
Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του, στράφηκε παράλληλα προς τη ζωγραφική, εστιάζοντας θεματικά κυρίως στους ήρωες και τις σκηνές του θεάτρου σκιών. Το ενδιαφέρον του αυτό ενισχύθηκε περαιτέρω από την καλλιτεχνική κληρονομιά του πατέρα του, ο οποίος απεβίωσε το 1974. Η εξοικείωσή του με τη συγκεκριμένη τέχνη τον ώθησε να αναπτύξει προσωπικό ύφος και να δώσει τις πρώτες του παραστάσεις κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, σε ποικίλους χώρους όπως θέατρα της Αθήνας, πρεσβείες και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Στα επόμενα χρόνια, ο Ευγένιος Σπαθάρης παρουσίασε πλήθος παραστάσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, συμμετέχοντας σε διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια αφιερωμένα στο θέατρο σκιών. Εκτός από τις κλασικές παραστάσεις με φιγούρες, πειραματίστηκε και με ζωντανές θεατρικές μεταφορές έργων του, όπου ο Καραγκιόζης ενσαρκωνόταν από ηθοποιούς. Τέτοιες παραστάσεις ανέβηκαν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο «Ελληνικό Χορόδραμα», στο Θέατρο Χατζώκου στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Συντεχνίας και αλλού, με τίτλους όπως Το ταξίδι, Το καταραμένο φίδι, Ο δικτάτορας, Ο Αλέκος με τα κυδώνια και άλλα.
Το 1970 κυκλοφόρησε μια σειρά από δεκατρία εικονογραφημένα τεύχη, ασπρόμαυρα με έγχρωμο εξώφυλλο, με ήρωες του θεάτρου σκιών, διατιθέμενα σε προσιτή τιμή. Το 1979 εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Νεφέλη το πολυσυζητημένο βιβλίο του Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων, το οποίο περιελάμβανε επτά έργα – τέσσερα δικά του και τρία του πατέρα του – συνοδευόμενα από σχετικές περιλήψεις.
Ηχογραφημένες παραστάσεις του κυκλοφόρησαν από το 1962 και εξής, αρχικά σε δίσκους 45 στροφών από την His Master’s Voice (δέκα έργα), και στη συνέχεια σε δίσκους 33 στροφών από τη Minos-EMI στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το 2002 ακολούθησε η ψηφιακή αναπαραγωγή έξι παραστάσεων σε ισάριθμα CD από την εταιρεία Legend.
Η κινηματογραφική του παρουσία εγκαινιάστηκε το 1950 με τη συμμετοχή του στην ταινία Πικρό Ψωμί του Γρηγόρη Γρηγορίου. Από το 1966 έως και το 1992 παρουσίαζε έργα του στην κρατική τηλεόραση, τα οποία επανεκδόθηκαν αργότερα σε μορφή βιντεοκασέτας και, συμπτωματικά, άρχισαν να κυκλοφορούν σε DVD τις ημέρες του θανάτου του.
Στην προσωπική του ζωή, το 1952 νυμφεύθηκε τη Φανή, με κουμπάρο τον κορυφαίο Έλληνα ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, γεγονός που υποδηλώνει τις ισχυρές του διασυνδέσεις με τον ευρύτερο καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης πέθανε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2009, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη για την τέχνη του θεάτρου σκιών, την οποία ανέδειξε και διέδωσε με μοναδικό τρόπο επί περισσότερες από έξι δεκαετίες.
Ζωγραφική
Από το 1949, ο Ευγένιος Σπαθάρης στράφηκε συστηματικά και προς τη ζωγραφική, επιδεικνύοντας πλούσια δραστηριότητα που αποτυπώθηκε σε τριάντα πέντε (35) εκθέσεις, τόσο ατομικές όσο και ομαδικές. Το ζωγραφικό του έργο φέρει ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά του λαϊκού δημιουργού του θεάτρου σκιών, με έντονη επιρροή από την αισθητική του «ναΐφ» ύφους, όπου κυριαρχεί η αμεσότητα της έκφρασης, η ειλικρίνεια της αφήγησης και η απλότητα της μορφής.
Ο ποιητής και αισθητικός της τέχνης Ευάγγελος Ανδρέου, προλογίζοντας ατομική έκθεση του Σπαθάρη στην Αθήνα το 1983, αποτύπωσε με ακρίβεια τη φυσιογνωμία και την ουσία της εικαστικής του γλώσσας: «Με χέρι ανάλαφρο, με εύφορη φαντασία και με γνήσια λαϊκή επιτηδειότητα, πετυχαίνει να προσδώσει στο έργο του την αίσθηση του ‘παραμυθιού’». Αυτή η παραμυθητική αίσθηση, που διαπνέει το εικαστικό του σύμπαν, δεν είναι απλώς αισθητικό στίγμα· είναι λειτουργικό στοιχείο που «γονιμοποιεί τη σχέση μας με τις ρίζες», όπως σημειώνει ο Ανδρέου. Μέσα από τις εικόνες του, ο Σπαθάρης αναβιώνει ιστορικούς θρύλους και συλλογικές μνήμες με τρόπο «χαρμόσυνο, νεανικό, φρέσκο, σχεδόν παιδικό», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο προλογιστής, προσδίδοντας στα έργα του έναν λυρικό παλμό. Πρόκειται, εν τέλει, για μια ζωγραφική που λειτουργεί ως αισθητικό κάλεσμα προς τον «πατροπαράδοτο, γενναίο και συχνά λυρικό ‘εθνικό βίο’», έναν βίο βαθιά ριζωμένο στο λαϊκό φαντασιακό και την πολιτισμική μας ταυτότητα.
Διακρίσεις
Ο Ευγένιος Σπαθάρης, εμβληματική μορφή του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού και πρωτοπόρος του θεάτρου σκιών, έτυχε αναγνώρισης τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς για την πολυδιάστατη καλλιτεχνική του προσφορά. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος καθώς και του Ινστιτούτου Παγκοσμίου Θεάτρου της UNESCO, αναγνωρισμένος όχι μόνο ως κορυφαίος εκπρόσωπος του θεάτρου σκιών αλλά και ως ευρύτερος πρεσβευτής της ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Στο πλαίσιο της διεθνούς του δραστηριότητας, πραγματοποίησε περιοδείες σε πλήθος χωρών, εκπροσωπώντας την ελληνική καλλιτεχνική παράδοση σε φεστιβάλ και συνέδρια παγκόσμιας εμβέλειας. Μεταξύ άλλων, έλαβε μέρος σε εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα στο Παρίσι, στη Λιέγη, στη Ρώμη, στο Κάιρο, στο Λονδίνο και στην Κοπεγχάγη, φέρνοντας τον ελληνικό Καραγκιόζη σε επαφή με διεθνή κοινά, και συμβάλλοντας αποφασιστικά στη διάδοση και την καθιέρωση του θεάτρου σκιών ως μορφή γνήσιας πολιτισμικής δημιουργίας.
Παράλληλα, και ως ζωγράφος έλαβε μέρος σε πολυάριθμες εκθέσεις – ατομικές και ομαδικές – εντός και εκτός Ελλάδος, με σημαντικούς σταθμούς την Αθήνα, τη Ζυρίχη, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη.
Η καλλιτεχνική του πορεία συνοδεύτηκε από σειρά διακρίσεων, οι οποίες επισφράγισαν την εκτίμηση που έτρεφαν προς το πρόσωπό του διεθνείς και εθνικοί φορείς. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται το Βραβείο Ρώμης το 1962, το Α' Μετάλλιο του Πρίγκιπα του Μοντ, το Α' Βραβείο Πολωνίας το 1978, καθώς και το Α' Μετάλλιο Τοσκανίνι της Ιταλίας, επίσης το 1978. Ιδιαίτερη αναγνώριση του αποδόθηκε το 2007 από το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο τον τίμησε για τη μακρόχρονη και πολυσχιδή συμβολή του στον καλλιτεχνικό χώρο, απονέμοντάς του τον τιμητικό τίτλο του «μεγάλου δασκάλου» του θεάτρου σκιών.
Αποκορύφωμα της αναγνώρισης του έργου του υπήρξε η ίδρυση, το 1991, του Σπαθάρειου Μουσείου Θεάτρου Σκιών στον Δήμο Αμαρουσίου, που από το 1996 λειτουργεί συστηματικά ως θεσμικός φορέας ανάδειξης και προβολής της ιστορίας, της τεχνικής και της πολιτισμικής σημασίας του ελληνικού θεάτρου σκιών. Τη διεύθυνση του Μουσείου ανέλαβε η κόρη του καλλιτέχνη, Μένια Σπαθάρη, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα της με πίστη και συνέπεια στην καλλιτεχνική του παρακαταθήκη.
Θάνατος
Η αυλαία της ζωής του Ευγένιου Σπαθάρη έπεσε με τραγικό τρόπο τον Μάιο του 2009, σφραγίζοντας την πορεία ενός ακάματου εργάτη της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Στις 6 Μαΐου του ιδίου έτους, ενώ βρισκόταν στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών, προσκεκλημένος σε εκδήλωση προς τιμήν του, ο καλλιτέχνης υπέστη ατύχημα· έχασε την ισορροπία του και κατρακύλησε από σκάλα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί πολλαπλά κατάγματα και να προκληθεί σοβαρό αιμάτωμα στον εγκέφαλο. Η κατάστασή του χαρακτηρίστηκε αμέσως ως κρίσιμη, προκαλώντας συγκίνηση και ανησυχία στο πανελλήνιο.
Παρά τις ιατρικές προσπάθειες, ο Σπαθάρης υπέκυψε στα τραύματά του τρεις ημέρες αργότερα, στις 9 Μαΐου 2009, σε ηλικία 85 ετών, αφήνοντας πίσω του μια βαθιά παρακαταθήκη για το ελληνικό θέατρο σκιών και την καλλιτεχνική μας κληρονομιά.
Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον φυσικό του χώρο, το Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών στον Δήμο Αμαρουσίου, τόπο που υπήρξε έκφραση της βαθιάς του σχέσης με τον Καραγκιόζη και τον λαϊκό πολιτισμό. Η κηδεία του τελέστηκε στις 13 Μαΐου 2009 στο Μαρούσι, με δημόσια δαπάνη, ως ελάχιστος φόρος τιμής από την ελληνική Πολιτεία σε έναν άνθρωπο που υπηρέτησε με αυθεντικότητα και αφοσίωση την τέχνη και τον λαό.
Σχόλια