Μαρία-Βασιλική (Μαρίκα) Κοτοπούλη
Η καταγωγή της οικογένειας Κοτοπούλη ανάγεται στην ιστορική και πολιτισμικά πλούσια περιοχή της Νοτίου Ηπείρου, και συγκεκριμένα στο γραφικό χωριό Τσεπέλοβο του Ζαγορίου. Η ίδια η Μαρίκα Κοτοπούλη, κατά την επίσκεψή της στα Γιάννενα στις 23 Δεκεμβρίου 1936, δεν παρέλειψε να αναφερθεί με συγκίνηση στον τόπο εκείνο ως πατρίδα της, επιβεβαιώνοντας τον ισχυρό δεσμό της με την ηπειρωτική της ρίζα.
Κατά τις οικογενειακές παραδόσεις, μέλη της οικογένειας – πιθανώς ο παππούς της Μαρίκας, Ιωάννης Κοτοπούλης, επίσης ηθοποιός – εγκατέλειψαν την Ήπειρο και μετοίκησαν στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας το ρεύμα της αστικής μετανάστευσης προς το κέντρο του τότε ελληνισμού της Ανατολής.
Ο πατέρας της, Δημήτριος Ιωάννου Κοτοπούλης, γεννημένος το 1848 στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία του θεάτρου. Καλλιεργημένος, με φιλολογικές ανησυχίες και οργανωτικές ικανότητες, διακρίθηκε ως θιασάρχης και επικεφαλής του Δραματικού Θιάσου "Πρόοδος", καθιερώθηκε δε με το προσωνύμιο «ο μορφωμένος άσσος του θεάτρου». Απεβίωσε στην Αθήνα το 1919.
Η μητέρα της, Ελένη Σιλιβάκου, γεννημένη στη Σύρο το 1851, υπήρξε δασκάλα, απόφοιτος του Αρσακείου, αλλά και καρατερίστα ηθοποιός – μια γυναίκα που κινήθηκε με ευκολία ανάμεσα στην παιδεία και την τέχνη. Καταγόταν κατά το ήμισυ από την περιοχή του Ρεθύμνου, όπως η ίδια η Μαρίκα ανέφερε σε σχετική της μαρτυρία. Η γνωριμία και ο γάμος της Ελένης με τον Δημήτριο Κοτοπούλη έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Ελένη περιόδευε ως ηθοποιός, πιθανότατα με τον θίασο του Διονυσίου Ταβουλάρη, του ανθρώπου που της άνοιξε τις πόρτες της θεατρικής σκηνής.
Η γέννηση της Μαρίκας Κοτοπούλη ήταν κυριολεκτικά συνυφασμένη με τη σκηνή. Όπως διηγήθηκε εφημερίδα της εποχής, η μητέρα της ενώ έπαιζε στην ιταλική κωμωδία «Οι Μυλωνάδες», καταλήφθηκε «επί σκηνής από τας ωδίνας του τοκετού» και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην οικία τους, στην οδό Λεωνιδίου, στη συνοικία του Μεταξουργείου, όπου στις 3 Μαΐου 1887 έφερε στον κόσμο «τον τελευταίον γόνον των Κοτοπούληδων». Ο πατέρας της, συνεπαρμένος από τη συγκίνηση, σημείωσε με τρυφερότητα πίσω από το εικόνισμα της Παναγίας:
«Σήμερα, 3 Μαΐου 1887, γεννήθηκε η Μαρίκα μας.»
Η οικογένεια Κοτοπούλη δεν έμεινε περιορισμένη σε έναν μόνο κλάδο της τέχνης. Η Πόπη (Αντιόπη), η μεγαλύτερη των αδελφών, υιοθετήθηκε από τους γονείς και ακολούθησε επίσης το θεατρικό επάγγελμα. Οι δίδυμες Χρυσούλα και Φωτεινή Κοτοπούλη αποτέλεσαν ζωντανούς δεσμούς της οικογένειας με την επόμενη γενιά: η πρώτη ήταν μητέρα επτά παιδιών, ανάμεσα στα οποία και ο μετέπειτα γνωστός ηθοποιός Δημήτρης Μυράτ, ενώ η δεύτερη υπήρξε σύζυγος του ηθοποιού Λουδοβίκου Λούη.
Σημαντική ήταν και η παρουσία της ευρύτερης οικογένειας Σιλιβάκου στον καλλιτεχνικό χώρο: η αδελφή της Ελένης, Στέλλα Συλιβάκου, επίσης ηθοποιός, παντρεύτηκε τον Νίκο Νικολάου και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Πέτρο Νικολάου και την Ελένη Νικολάου-Λεπενιώτου, οι οποίοι συνεργάστηκαν θεατρικά με την ξαδέρφη τους Μαρίκα, διαιωνίζοντας έτσι μια σπάνια παράδοση οικογενειακής αφοσίωσης στο θέατρο.
Παιδική ηλικία και σπουδές της Μαρίκας Κοτοπούλη
Η παιδική ηλικία της Μαρίκας Κοτοπούλη δεν υπήρξε ευτυχισμένη ούτε ήρεμη, όπως θα επιθυμούσε κανείς για ένα παιδί. Οι συνεχείς μετακινήσεις του θιάσου των γονέων της, αφοσιωμένων ψυχή τε και σώματι στην τέχνη του θεάτρου, επέβαλλαν έναν περιπλανώμενο βίο, ο οποίος καθιστούσε αδύνατη τη συστηματική φοίτησή της σε σχολείο. Παρ’ όλα αυτά, η μικρή Μαρίκα επέδειξε από νωρίς πνευματική εγρήγορση και επιμονή στην κατάκτηση της γνώσης, ακόμη και χωρίς τη στήριξη της οικογένειάς της.
Κατά έναν τρόπο σχεδόν μυθιστορηματικό, φέρεται να έλαβε μέρος, εν αγνοία της οικογενείας της, στις εισαγωγικές εξετάσεις του Αρσακείου, συνοδεύοντας απλώς τις αδελφές της. Εκεί, και ενώ δεν είχε προσέλθει ως εξεταζόμενη, κλήθηκε εκ παραδρομής να εξεταστεί και, προς έκπληξη όλων, απάντησε επιτυχώς στα ερωτήματα που της ετέθησαν, εξασφαλίζοντας τη φοίτησή της στο φημισμένο αυτό παρθεναγωγείο. Διήλθε δύο μήνες στην Α΄ Ελληνικού και τρεις μήνες στη Β΄, πριν η περιοδεία του θιάσου των γονέων της στη Σμύρνη διακόψει εκ νέου τις σπουδές της, καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα να παραμείνει πίσω μόνη της.
Ωστόσο, η επιθυμία της για μάθηση δεν ατόνησε. Σε επόμενο στάδιο της ζωής της, και ενώ διευθύντρια του Αρσακείου ήταν η επιφανής παιδαγωγός Αικατερίνη Βαρουξάκη, η Μαρίκα επανήλθε στη φοίτηση στο ίδρυμα αυτό, όπου και διακρίθηκε για τη φιλομάθειά της. Κατά την περίοδο αυτή, διδάχθηκε τη γαλλική και αγγλική γλώσσα και, παρά τις αναπόφευκτες απουσίες λόγω των περιοδειών του οικογενειακού θιάσου, κατέστη αριστούχος. Η προσωπικότητά της κέρδισε την εκτίμηση τόσο των διδασκόντων όσο και των συμμαθητριών της, ενώ μεταξύ των δασκάλων της συγκαταλέγεται και ο Στέφανος Γρανίτσας, ο οποίος της δίδαξε δημοτικούς χορούς, συμβάλλοντας στην ευρύτερη καλλιτεχνική της καλλιέργεια.
«...Δεν θυμούμαι πώς έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Στο δημοτικό δεν φοίτησα διόλου. Είχα μάθει το αλφάβητο σχεδόν μόνη μου, και ύστερα έμαθα να διαβάζω. Ο πατέρας μου με έκπληξη παρακολούθησε αυτή μου την πρόοδο. Στο Αρσάκειο έδωσα εξετάσεις κρυφά από τους γονείς μου. Ήταν παράξενο γιατί πήγα ως συνοδός των αδελφών μου που ήταν να εξεταστούν και εξετάστηκα κι εγώ. Απάντησα ό,τι με ρώτησαν και με πέρασαν και με πήραν χωρίς να πληρώσουμε. Πήγαινα σχολείο και έπαιζα στο θέατρο. Μετά από λίγους μήνες πήγαμε στη Σμύρνη, εκεί δεν πήγα σχολείο, είχα μια δασκάλα» .
«...Πολύ μικρή οι βίαιες σκηνές που είχε ο πατέρας μου και η μητέρα μου, το ξύλο που έπεφτε αλύπητα σε μικρούς και μεγάλους με είχαν τρομοκρατήσει. Μικρή δε θυμάμαι ποτέ να μου έδειξε ξεχωριστεί συμπάθεια ή καν κάποια φροντίδα ξέχωρη για την ανάπτυξή μου. Με είχαν αφήσει κάπως παραπεταμένη. Η Φωτεινή και η Χρυσούλα (σ.σ. η μετέπειτα 2η σύζυγος του Μήτσου Μυράτ) είχαν παντού τα πρωτεία. Όχι μόνο στη σπουδή, μα και στα ρούχα ακόμη ως μια ηλικία δε μου είχαν αγοράσει δικό μου πράμα. Απόκτησα δικό μου καπέλο αφού είχα φάει ξύλο αλησμόνητο...».
Καλλιτεχνική σταδιοδρομία της Μαρίκας Κοτοπούλη
Η ενασχόληση της Μαρίκας Κοτοπούλη με τη θεατρική σκηνή υπήρξε, κυριολεκτικά, υπόθεση ζωής ήδη από τη βρεφική της ηλικία. Η ίδια, με μια διάθεση χιουμοριστικής αναπόλησης, αφηγείται χαρακτηριστικά:
«Γνώρισα τη σκηνή της Ομονοίας όταν ήμουν... σαράντα ημερών! (...) Σ’ ένα έργο, Ο Αμαξηλάτης των Άλπεων, έπρεπε να εμφανιστεί στη πρώτη πράξη ένα μωρό. Συνήθως χρησιμοποιούσαν ένα ψεύτικο. Η μητέρα όμως, όταν με απέκτησε, εκαινοτόμησε. Έτσι, με έβγαλε στη σκηνή σαράντα μόλις ημερών.»
Η πρώτη της επίσημη εμφάνιση ως παιδικής ηθοποιού έγινε στην ηλικία των πέντε ετών, όταν ενσάρκωσε τον ρόλο του Έρωτα στο έργο Προμηθεύς εν Ολύμπω του Καλοστύπη. Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε στην πρώτη ελληνική επιθεώρηση με τίτλο Λίγο απ’ όλα, έργο των Μίκιου Λάμπρου και Λάμπου Αστέρη, η οποία ανέβηκε στις 30 Αυγούστου· εκεί υποδύθηκε μια μικρή μαθήτρια, ρόλος που προμήνυε τη μετέπειτα σκηνική της ευχέρεια και την ευφυή της υποκριτική φυσικότητα. Στις 4 Οκτωβρίου του ιδίου έτους συμμετείχε στο Παρθεναγωγείον του Δεληκατερίνη, όπου ερμήνευσε τον ρόλο της μαθήτριας Αδιαφορίδου.
Πριν ακόμη συμπληρώσει τη δέκατη χρονιά της ζωής της, η νεαρή Μαρίκα είχε ήδη ενσαρκώσει σημαντικούς παιδικούς ρόλους του κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου. Ανάμεσα σε αυτούς, ξεχωρίζει το τέκνο του λοχία Γουλιέλμου στην πασίγνωστη γαλλική κωμωδία Οι Δύο Λοχίες των Ντομπινί, Μποντουέν και Μαγιάρ, αλλά και το φάντασμα στην τραγωδία του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Μάκβεθ — ρόλος απαιτητικός και σημαίνων, ακόμη και για ενήλικες ερμηνευτές.
Σε ηλικία δεκατριών ετών, η Μαρίκα λαμβάνει μια κρίσιμη απόφαση για τη ζωή και την αυτοδιάθεσή της. Μετά από ένα επεισόδιο βίας από τον ίδιο της τον πατέρα, τον οποίον ακολουθούσε έως τότε στον οικογενειακό θίασο, αποφασίζει να τον εγκαταλείψει, σηματοδοτώντας την πρώτη της συνειδητή πράξη χειραφέτησης, αλλά και την απαρχή μιας πορείας που θα την οδηγήσει στην κορυφή της ελληνικής θεατρικής σκηνής.
Το Βασιλικό Θέατρο και τα πρώτα μεγάλα βήματα της Μαρίκας Κοτοπούλη
Τον Μάιο του 1902, η νεαρή Μαρίκα Κοτοπούλη, ήδη φορτισμένη με σκηνική εμπειρία από την παιδική της ηλικία, προσλαμβάνεται στο «Βασιλικόν Θέατρον» — έναν από τους πλέον επίσημους και σημαίνοντες θεατρικούς θεσμούς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η πρόσληψή της, ωστόσο, δεν πέρασε απαρατήρητη: προκάλεσε έντονες αντιδράσεις λόγω της νεότητας και της –κατά κοινή αντίληψη τότε– περιορισμένης καλλιτεχνικής της ωριμότητας. Συγκρινόμενη με την Άννα Φραγκοπούλου, επίσης νέα προσθήκη στο δυναμικό του Θεάτρου και φερόμενη ως ευνοούμενη της διοίκησης, η Κοτοπούλη βρέθηκε από νωρίς στη δίνη ενός έντονου ανταγωνισμού. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις, σύντομα αναδείχθηκε η καλλιτεχνική της υπεροχή, την οποία αναγνώρισαν όχι μόνον οι κριτικοί της εποχής αλλά και εξέχοντες θεατρικοί παράγοντες, όπως ο σκηνοθέτης Θωμάς Οικονόμου.
Η πρώτη ουσιαστική καταξίωση ήλθε στις 28 Απριλίου 1903, όταν η Κοτοπούλη ανέβηκε στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου ενσαρκώνοντας τον ρόλο του Πουκ στο Όνειρο Θερινής Νυκτός του Σαίξπηρ. Ήταν μια είσοδος με φαντασία και εσωτερική δύναμη, που άνοιξε τον δρόμο για σπουδαίους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου. Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, η «Ιφιγένεια» στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκαίτε και η «Μαργαρίτα» στον Φάουστ του ίδιου, ερμηνείες που αποκάλυπταν μια ηθοποιό ώριμη πέρα από τα χρόνια της.
Καθοριστική στιγμή στη σταδιοδρομία της υπήρξε η συμμετοχή της στην Ορέστεια του Αισχύλου, η οποία παρουσιάστηκε την 1η Νοεμβρίου 1903 σε μορφή τριλογίας. Η παράσταση αυτή, πέρα από την καλλιτεχνική της σημασία, έμελλε να αποβεί πολιτισμικό και κοινωνικό γεγονός, καθώς για πρώτη φορά αποδόθηκε αρχαίο δράμα, μαζί με το ποίημα Χαίρε της τραγωδίας του Κωστή Παλαμά, στη δημοτική γλώσσα. Το εγχείρημα αυτό, ενταγμένο στον ευρύτερο γλωσσικό αγώνα της εποχής, πυροδότησε την οργή των θιασωτών της καθαρεύουσας. Υπό την καθοδήγηση του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιου Μιστριώτη, οργανώθηκαν αντιδράσεις οι οποίες κορυφώθηκαν στις 16 Νοεμβρίου με αιματηρά επεισόδια και την τραγική απώλεια ενός εφημεριδοπώλη – τα περίφημα «Ορεστειακά». Το Βασιλικό Θέατρο διέκοψε τις παραστάσεις, αλλά το στίγμα είχε ήδη τεθεί: η Μαρίκα Κοτοπούλη, μέσω της Τραγωδίας, είχε εισέλθει με δριμύτητα και πάθος στον πυρήνα των μεγάλων ιδεολογικών διακυβευμάτων του νεοελληνικού πολιτισμού.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της στον θίασο του Βασιλικού Θεάτρου, η Κοτοπούλη ήλθε αντιμέτωπη με διοικητικά εμπόδια, προσωπικές προστριβές και εσωτερικές έριδες, ενώ και ο Θωμάς Οικονόμου, στενός της συνεργάτης και υποστηρικτής, αντιμετώπισε παρόμοιες δυσχέρειες. Οι εντάσεις αυτές οδήγησαν αρχικά στην αποχώρηση του Οικονόμου και, την άνοιξη του 1906, και στην ίδια την αποχώρηση της Κοτοπούλη από τον κρατικό θίασο.
Έναν χρόνο νωρίτερα, την άνοιξη του 1905, η θεατρική τέχνη της Κοτοπούλη είχε διασχίσει σύνορα: στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στο φημισμένο θέατρο «Ζιζίνια», η παράσταση της Ορέστειας συγκεντρώνει τις εξέχουσες μορφές του ελληνισμού της διασποράς. Στην πλατεία του θεάτρου κάθονται ο Ίων Δραγούμης, η Πηνελόπη Δέλτα και, δίπλα τους, ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Όταν η Ηλέκτρα εμφανίζεται επί σκηνής μαυροφορεμένη, φλεγόμενη από το πάθος της εκδίκησης, η φωνή της –κραυγή του δίκαιου και της τραγικής μοίρας– διαπερνά το ακροατήριο. Ο Δραγούμης, καθηλωμένος, δεν μπορεί να αποστρέψει το βλέμμα του από την ηθοποιό που ενσαρκώνει τη φλογερή μορφή: τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Θιασάρχης – Η απαρχή της καλλιτεχνικής αυτονόμησης
Τον Οκτώβριο του 1906, η Μαρίκα Κοτοπούλη, σε μια κρίσιμη καμπή της καλλιτεχνικής της διαδρομής, αναχωρεί για το Παρίσι, συνοδευόμενη από τον εξάδελφό της, ηθοποιό Πέτρο Νικολάου. Η επιλογή της γαλλικής πρωτεύουσας δεν ήταν τυχαία: επρόκειτο για το σημαντικότερο θεατρικό και πνευματικό κέντρο της εποχής, όπου οι νεωτερικές τάσεις και τα αισθητικά ρεύματα του ευρωπαϊκού θεάτρου συνυπήρχαν με τον σεβασμό προς την παράδοση. Η Κοτοπούλη διέμεινε επί τέσσερις μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων παρακολούθησε πλειάδα παραστάσεων, εμπλουτίζοντας την καλλιτεχνική της αντίληψη και εμβαθύνοντας τη γνώση της στα νεωτερικά ρεύματα της δραματουργίας και της υποκριτικής τέχνης.
Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, η νεαρή ηθοποιός ανέλαβε σειρά εμφανίσεων στη Σύρο, επί είκοσι ημέρες, ενταγμένη στον θίασο της μητέρας της, ηθοποιού και θιασάρχου Αικατερίνης Κοτοπούλη. Εκεί ερμήνευσε ρόλους απαιτητικούς και ψυχολογικά σύνθετους, όπως τη «Μάγδα» στο ομώνυμο έργο του Χέρμαν Ζούντερμαν, την «Κυρά της Θάλασσας» του Χένρικ Ίψεν και τη δραματική ηρωίδα στον «Αρχισιδηρουργό» του Οζέν Ονέ. Ακολούθησε περιοδεία στην Εύβοια, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Θωμά Οικονόμου, ο οποίος ήδη από την περίοδο του Βασιλικού Θεάτρου είχε διαγνώσει και αναδείξει το υποκριτικό της δυναμικό.
Η συνεργασία τους επισφραγίστηκε αμέσως μετά την επιστροφή τους στην Αθήνα, με τη σύσταση ενός θεατρικού σχήματος, το οποίο στεγάστηκε στον χώρο του Παλαιού Βαριετέ, υπό την επωνυμία «Θίασος Θωμά Οικονόμου». Στο πλαίσιο αυτού του σχήματος, η Κοτοπούλη σημείωσε τις πρώτες σημαντικές επιτυχίες της ως πρωταγωνίστρια, ερμηνεύοντας με επιτυχία τον ρόλο της «Φλοριζέρ» στο Χειμωνιάτικο Παραμύθι του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και της «Βιόλα» στη Δωδέκατη Νύχτα, επιβεβαιώνοντας την ικανότητά της να ανταποκρίνεται επάξια τόσο στο ποιητικό όσο και στο κωμικό ιδίωμα του σαιξπηρικού λόγου.
Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί την αρχή της καλλιτεχνικής της αυτονόμησης και της σταδιακής μετατροπής της σε ισχυρή παρουσία στον ελληνικό θεατρικό χώρο, με προσωπική καλλιτεχνική ταυτότητα και σαφή προσανατολισμό προς το δραματικό θέατρο υψηλών απαιτήσεων.
Η δεκαετία του 1910 – Καλλιτεχνική εξάπλωση και θεσμική καταξίωση
Ήδη από το 1907, η Μαρίκα Κοτοπούλη συγκαταλέγεται στα ενεργά μέλη του νεοσύστατου τότε Συλλόγου Ελλήνων Ηθοποιών, αριθμώντας ανάμεσα στους πρώτους πενήντα γυναικείους θιάσους σε ένα επάγγελμα που εξακολουθούσε να φέρει ισχυρό το στίγμα της ανδροκρατούμενης σκηνής. Το ίδιο καλοκαίρι, συνεργάστηκε με τον καταξιωμένο θιασάρχη Ευτύχιο Βονασέρα, εμφανιζόμενη στο θέατρο της Πλατείας Συντάγματος, έναν από τους καλλιτεχνικούς κόμβους της θεατρικής ζωής της πρωτεύουσας.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ακολούθησε περιοδεία στη Γαλλία, παρουσιάζοντας παραστάσεις στο Παρίσι. Το ταξίδι αυτό, πέραν της σκηνικής παρουσίας, λειτούργησε ως πολύτιμη μαθητεία: η Κοτοπούλη είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει εκ του σύνεγγυς τις τεχνικές της γαλλικής σκηνοθεσίας και υποκριτικής, να έρθει σε επαφή με τα δραματουργικά ρεύματα της εποχής και να συλλέξει κείμενα κατάλληλα για το ιδιόμορφο δραματικό της ύφος. Στο πλαίσιο των εκτός συνόρων εμφανίσεών της, περιόδευσε ευρέως σε ελληνικές παροικίες και μητροπόλεις του εξωτερικού: Κάιρο, Βράιλα, Αλεξανδρούπολη, Βουκουρέστι, Κωνσταντινούπολη, αλλά και σε πόλεις της Ιταλίας και της Γερμανίας, διευρύνοντας το ακροατήριό της και επιβεβαιώνοντας τον ρόλο της ως θεατρικής πρέσβειρας του ελληνικού πολιτισμού.
Η αποχώρηση του Θωμά Οικονόμου, με τον οποίο η Κοτοπούλη είχε αναπτύξει γόνιμη καλλιτεχνική σχέση, λόγω διαφωνιών με τον πατέρα της, Δημήτριο Κοτοπούλη, σήμανε τη μετάβαση σε μία νέα περίοδο. Κατά τον χειμώνα του 1907–1908, αποδεχόμενη πρόσκληση του λόγιου και θεατρικού οργανωτή Αγγέλου Βλάχου, επέστρεψε στο Βασιλικό Θέατρο, συμμετέχοντας στην τελευταία περίοδο λειτουργίας του θεσμού, γεγονός που προσέδωσε κύρος στην επαγγελματική της πορεία.
Το 1908, η Κοτοπούλη προκάλεσε αίσθηση με τη συμμετοχή της στην επιθεώρηση-οπερέτα Παναθήναια του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, ερμηνεύοντας το τραγούδι «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζω και θα ψηφίζω», σε στίχους των Γιώργου Τσοκόπουλου και Μπάμπη Άννινου. Η εμφάνιση αυτή, έντονα φορτισμένη με το πνεύμα του φεμινιστικού εκσυγχρονισμού, την καθιέρωσε ως σύμβολο της νεωτερικότητας και της θεατρικής τόλμης.
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, εγκαταστάθηκε στο θέατρο της Νέας Σκηνής στην Ομόνοια, συνθιασάρχης αυτή τη φορά με τον γνωστό κωμικό ηθοποιό Κωνσταντίνο Σώγιερ. Μαζί παρουσίασαν το έργο Μητέρα του Μπράκο. Κατά τον χειμώνα του 1908, συνεργάστηκε επίσης με τους Εδμόνδο Φύρστ και Τηλέμαχο Λεπενιώτη, ενώ ακολούθησε νέα περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη.
Κατά την παραμονή της εκεί, στις αρχές του 1909, δέχθηκε πρόταση γάμου από τον γνωστό χειρουργό καθηγητή Γεράσιμο Φωκά, η οποία συνοδεύθηκε από την πρόθεση εκείνου να της εξασφαλίσει μαθητεία κοντά στη σπουδαία τραγωδό Σάρα Μπερνάρ στο Παρίσι. Η ίδια η Μπερνάρ, ευρισκόμενη τότε στην Κωνσταντινούπολη, είχε εκδηλώσει πρόθεση να διδάξει την Κοτοπούλη στην τέχνη του γαλλικού θεάτρου. Ωστόσο, η νεαρή ηθοποιός απέρριψε την πρόταση, επιλέγοντας να συνεχίσει την πορεία της ανεξάρτητη και αφοσιωμένη στο ελληνικό θεατρικό κοινό.
Τον Ιούνιο του 1909, ανέβασε τη Στέλλα Βιολάντη του Γρηγόρη Ξενόπουλου, μία από τις πρώτες δραματικές ηρωίδες που έμελλαν να συνδεθούν αδιάρρηκτα με το όνομά της. Τον Αύγουστο του ιδίου έτους παρουσίασε το μονόπρακτο Όταν σπάσει τα δεσμά του του Παύλου Νιρβάνα, και τον Σεπτέμβριο το έργο Τα χαμίνια του Δεληκατερίνη. Ο θίασός της συνέχισε τη δραστηριότητά του με περιοδείες στην Κωνσταντινούπολη, τη Σύρο και τον Βόλο κατά τη χειμερινή περίοδο του 1909.
Η δεκαετία αυτή αναδεικνύεται ως καθοριστική στη σταδιακή συγκρότηση της Μαρίκας Κοτοπούλη σε προσωπικότητα-τοπόσημο του ελληνικού θεάτρου: ως γυναίκα πρωτοπόρος, καλλιτεχνικά ανήσυχη και εθνικά προσανατολισμένη, διαμόρφωσε μέσα από τις πρώτες αυτές διαδρομές το υπόβαθρο μιας ολόκληρης θεατρικής εποποιίας.
Δεκαετία του 1920
Το 1911 η Κυβέλη προσκαλεί σε συνεργασία την Κοτοπούλη όμως η πρόταση μένει δίχως αποτέλεσμα. Γράφει σχετικά ο Δραγούμης:
«Η Κυβέλη πάντα τής κάνει αντιπολίτευση. Παίζει τους ρόλους πού παίζει καί εκείνη. Ενώ αύτη ποτέ δέ θέλει νά παίζει τους ρόλους πού παίζει ή Κυβέλη· δέ θέλει να τήν αντιπολιτευτεί· το θεωρεί άσκηµο (...) Καί µαζύ της θα έπαιζε, στον ίδιο θίασο, αν δεν τύχαινε από οικογενειακούς λόγους να µήν µπορεί. [Ή αδελφή της] έχει πάρει άντρα τον πρώτο άντρα τής Κυβέλης (...)» εξηγώντας πρωθύστερα το λόγο που εμπόδισε τη συνεργασία του 1911.
Στην αυγή της δεκαετίας του 1920, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ήδη καταξιωμένη μορφή του ελληνικού θεάτρου, εγκαινιάζει μια νέα φάση της καλλιτεχνικής της διαδρομής. Στις 14 Μαΐου του έτους εκείνου, κάνει πρεμιέρα στο νεοσύστατο θέατρο Αττικόν της οδού Σταδίου, όπου συμπράττει με τον δημοφιλή κωμικό του μουσικού θεάτρου Ιωάννη Παπαϊωάννου στην παρουσίαση της Ηλέκτρας του Χόφμανσταλ, έργο που σηματοδοτεί την πρόθεσή της να κινηθεί προς έναν θεατρικό λόγο υψηλών απαιτήσεων.
Το 1912, εν μέσω έντονης θεατρικής δραστηριότητας, προχωρά στην υπογραφή συμβολαίου με τους ιδιοκτήτες του Θεάτρου Ομονοίας, αποκτώντας δικαίωμα υπενοικίασης της Νέας Σκηνής. Από την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, εγκαθιστά εκεί τον θίασό της και μετονομάζει το θέατρο σε «Μαρίκα Κοτοπούλη», επισφραγίζοντας έτσι την προσωπική της σφραγίδα στον θεατρικό χώρο της πρωτεύουσας. Στη σκηνή του νέου της θεάτρου παρουσιάζει εμβληματικά έργα του παγκόσμιου και του ελληνικού δραματολογίου: την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, τον Οθέλλο του Σαίξπηρ και τη Φαύστα του Βερναρδάκη — ερμηνείες που θα την καθιερώσουν ακόμη περισσότερο ως τραγωδό με αξεπέραστη σκηνική δύναμη.
Ωστόσο, η δεκαετία αυτή φέρει και ενδείξεις ρήξεων και συγκρούσεων. Το 1913, η Κοτοπούλη διαγράφεται από τον Σύλλογο Ελλήνων Ηθοποιών, μαζί με την Κυβέλη Αδριανού, εξαιτίας της άρνησής τους να καταβάλουν την απαιτούμενη συνδρομή. Στην πραγματικότητα, η διαγραφή τους είχε βαθύτερη αιτία: την έντονη διαφωνία τους με την άρνηση του Συλλόγου να αναγνωρίσει το δικαίωμα των γυναικών ηθοποιών να μετέχουν ισότιμα στις εκλογικές διαδικασίες, δηλαδή το δικαίωμα στο «εκλέγειν και εκλέγεσθαι». Η στάση της Κοτοπούλη σε αυτή την περίσταση αποκαλύπτει όχι μόνο τη φιλελεύθερη σκέψη της αλλά και την έντονη προσωπική της πεποίθηση υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης.
Το 1918, αποστασιοποιούμενη από τις ρίζες της στο λαϊκό θέατρο και επιθυμώντας πλέον να ταυτιστεί αποκλειστικά με το λεγόμενο «σοβαρό» ρεπερτόριο, προβαίνει σε επίσημη δήλωση αποκήρυξης της επιθεώρησης, ενός θεατρικού είδους στο οποίο είχε πρωτοστατήσει στα νεανικά της χρόνια. Η δήλωση αυτή δηλώνει τη μεταστροφή της καλλιτεχνικής της ταυτότητας και τη σταθερή προσήλωσή της στον δραματικό λόγο.
Η κορύφωση των πολιτικών παθών της εποχής δεν άργησε να αγγίξει και τον κόσμο του θεάτρου. Στις 30 Ιουλίου 1920, μετά την απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι, το κλίμα στην Αθήνα ηλεκτρίζεται. Βενιζελικοί οπαδοί επιδίδονται σε βιαιότητες, καταστρέφοντας και λεηλατώντας τα γραφεία εφημερίδων του αντιπολιτευόμενου Τύπου και θεατρικές εγκαταστάσεις, μεταξύ των οποίων και το θέατρο της Κοτοπούλη. Τα γεγονότα αυτά, γνωστά ως «Ιουλιανά», κορυφώνονται με την εν ψυχρώ δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, προσδίδοντας στην εποχή έναν τραγικό τόνο πολιτικής και πολιτισμικής θύελλας που επηρέασε καθοριστικά τη δημόσια και καλλιτεχνική ζωή της χώρας.
Η δεκαετία του ’20, έτσι, υπήρξε για τη Μαρίκα Κοτοπούλη όχι μόνο περίοδος δημιουργικής ωριμότητας, αλλά και σταυροδρόμι ιδεολογικών και καλλιτεχνικών επιλογών, σε μια Ελλάδα που μετασχηματιζόταν πολιτικά, κοινωνικά και αισθητικά.
Η Δεκαετία του 1930 – Μια περίοδος θεατρικής αναζήτησης και καινοτομίας
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, η Μαρίκα Κοτοπούλη συνέχισε ακάματα τη θεατρική της πορεία, συμπράττοντας με τον κορυφαίο ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη σε μια σειρά σαιξπηρικών παραστάσεων υψηλών απαιτήσεων. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι ερμηνείες της ως Λαίδη Μακμπέθ, Μαργαρίτα στον Ριχάρδο Γ’ και Αντιγόνη στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, παραστάσεις που ανέδειξαν την εκφραστική της δύναμη και το ερμηνευτικό της εύρος.
Τον Απρίλιο του 1921, η Κοτοπούλη ταξίδεψε στην Ιταλία, ανταποκρινόμενη κατόπιν σε πρόσκληση των ελληνικών συλλόγων της Κάτω Ιταλίας. Κατά την παραμονή της στις Συρακούσες, όπου φιλοξενήθηκε στο ξενοδοχείο Cavour Grand Palace, συμμετείχε στις εορταστικές τους εκδηλώσεις πραγματοποιώντας ποιητικές απαγγελίες, συμβάλλοντας με τον δικό της τρόπο στην πνευματική αφύπνιση του ελληνισμού της διασποράς.
Το καλοκαίρι του 1924, με την ευκαιρία της επίσκεψης του Χαϊλέ Σελασιέ, τότε αντιβασιλέα της Αιθιοπίας, στην Ελλάδα, η Κοτοπούλη και ο θίασός της επιλέχθηκαν να παρουσιάσουν τον Αγαμέμνονα στο Ηρώδειο, σε μια παράσταση τιμητική, η οποία ανέδειξε το κύρος και τη διεθνή απήχηση του ελληνικού θεάτρου. Δύο έτη αργότερα, το 1926, η ίδια και ο σύντροφός της, ο ηθοποιός Γεώργιος Χέλμης, ανήγειραν το εξοχικό τους στην περιοχή του Ζωγράφου – στον ίδιο χώρο όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη, διατηρώντας ζωντανή τη μνήμη της μεγάλης ηθοποιού.
Το ίδιο έτος, η Κοτοπούλη συγκαταλεγόταν στους ιδρυτές του Εθνικού Ωδείου, το οποίο στεγάστηκε στην οδό Ηρακλείτου. Ήταν συνεταίρος του πρωτοπόρου συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη, μαζί με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, όπως η Σοφία Σπανούδη, ο Διονύσιος Λαυράγκας, ο Φρειδερίκος Βολωνίνης και άλλοι. Η ίδρυση του Ωδείου υπήρξε σταθμός στην πολιτιστική ζωή της χώρας, ενισχύοντας την παιδεία και τη μουσική καλλιέργεια της νέας γενιάς.
Τον Μάρτιο του 1927, η Μαρίκα Κοτοπούλη ταξίδεψε στην Κύπρο συνοδευόμενη από τον θίασό της, παρουσιάζοντας σειρά παραστάσεων. Στις 18 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, δόθηκε η παράσταση της Εκάβης του Ευριπίδη σε μετάφραση του ποιητή Αποστόλη Μελαχρινού και σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, βαθύτατα συγκινημένος, σημείωσε:
«Η παράσταση της Εκάβης οφείλεται αποκλειστικά στον μεγάλο ενθουσιασμό της Μαρίκας Κοτοπούλη και στη θερμή αγάπη της για την αρχαία τραγωδία. Μία τόσο εξαιρετική καλλιτέχνις δεν είναι δυνατό παρά να νοιώθη βαθειά, πως τελικός προορισμός της είναι να ζωντανεύη τις αρχαίες ηρωίδες».
Στις 31 Μαρτίου 1929, η Κοτοπούλη, σε συνεργασία με τον εθνικιστή θεατρικό συγγραφέα, δημοσιογράφο και σκηνοθέτη Σπύρο Μελά, καθώς και με τον ηθοποιό Μήτσο Μυράτ, ίδρυσε τον θίασο «Ελευθέρα Σκηνή», επιδιώκοντας να δημιουργήσει έναν νέο, ριζοσπαστικό πυρήνα θεατρικής δημιουργίας. Το εγχείρημα αυτό αποτέλεσε ένα εναλλακτικό όραμα απέναντι στην επικείμενη σύσταση του Εθνικού Θεάτρου και συνοδεύτηκε από την υπογραφή μονοετούς συμβολαίου και κοινού μανιφέστου, στο οποίο διατυπώνονταν οι αρχές και οι προθέσεις του νέου θιάσου.
Μέσα από την Ελευθέρα Σκηνή, η Κοτοπούλη εισήγαγε σημαντικές καινοτομίες, όπως τη θεσμοθέτηση του σκηνοθέτη και του ενδυματολόγου στο ελληνικό θέατρο, θεσμοί έως τότε ανύπαρκτοι ή περιθωριοποιημένοι. Η παρουσία του Σπύρου Μελά εξασφάλιζε πολιτικές και δημοσιογραφικές συμμαχίες, καθώς ο θίασος διατηρούσε στενή σχέση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος μάλιστα παρέστη στην εναρκτήρια παράσταση του νέου σχήματος.
Το καλλιτεχνικό πρόγραμμα ξεκίνησε με δύο τολμηρές για την εποχή επιλογές: την εβραϊκή θρησκευτική τραγωδία Ντιμπούκ του Αν-Σκι και το νεοσυμβολιστικό, ψυχολογικό δράμα Σιμούν του Ανρύ Λενορμάν, αποδεικνύοντας την πρόθεση των ιδρυτών να ανανεώσουν το θεατρικό ρεπερτόριο και να προσεγγίσουν τα ρεύματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας.
Ωστόσο, η συνεργασία αυτή δεν έμελλε να διαρκέσει. Στις 22 Ιανουαρίου 1930, κατά τη διάρκεια περιοδείας στην Πάτρα, υπεγράφη η πράξη της διάλυσης του θιάσου, καθώς ο Σπύρος Μελάς αποχώρησε οριστικά από τη σύμπραξη. Παρά τη σύντομη διάρκεια της, η Ελευθέρα Σκηνή άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, λειτουργώντας ως προάγγελος ανανέωσης και θεσμικού εκσυγχρονισμού.
Η Καλλιτεχνική Δράση της Μαρίκας Κοτοπούλη τη Δεκαετία του 1940
Η δεκαετία του 1940 υπήρξε μία εποχή γεμάτη σημαντικές καμπές στην καλλιτεχνική διαδρομή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Η σημαντική παρουσία της στο θέατρο, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, χαρακτηρίστηκε από εξαιρετικές συνεργασίες και παραστάσεις που άφησαν το στίγμα τους στον καλλιτεχνικό χώρο.
Στις 31 Οκτωβρίου 1930, η Μαρίκα Κοτοπούλη ξεκίνησε μία σειρά παραστάσεων στη Νέα Υόρκη και, εν συνεχεία, περιοδεύοντας σε άλλες αμερικανικές πόλεις, όπως η Βοστόνη και το Σικάγο. Στην Αμερική, παρουσίασε το έργο Μαυριτανία του Κιούναρ Λάιν, καθώς και ελληνικά και διεθνή έργα, όπως τον Ερωτόκριτο, τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας, την Ηλέκτρα, την Ιφιγένεια εν Ταύροις και την Στέλλα Βιολάντη. Ειδικότερα, η παράσταση της Ηλέκτρας απέσπασε κολακευτικά σχόλια από την New York Times, η οποία επισήμανε την επιβλητική και συνάμα συγκινησιακή ερμηνεία της Κοτοπούλη: «Η κ. Κοτοπούλη, αδράχνει τον ρόλο της με σφοδρότητα, είναι πάντοτε κυρίαρχος όλων των θυελλωδών συγκινήσεών της».
Με την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1932, η Κοτοπούλη συνέβαλε στην ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, και αποφάσισε να συνεργαστεί με την Κυβέλη για την αντιμετώπιση των καλλιτεχνικών προκλήσεων που προέκυψαν με τη δημιουργία του θεάτρου. Η συνεργασία τους αποδείχθηκε εξαιρετικά παραγωγική, με πρώτη μεγάλη επιτυχία την παρουσίαση του έργου Μαρία Στιούαρτ του Σίλλερ, με την Κοτοπούλη να ενσαρκώνει την Ελισάβετ και την Κυβέλη τη Μαρία Στιούαρτ. Αυτή η συνεργασία διήρκεσε μέχρι το 1934, και περιλάμβανε έργα όπως το Επάγγελμα της κυρίας Ουόρεν του Μπέρναρ Σο, στο οποίο η Κοτοπούλη για πρώτη φορά δοκίμασε κωμικό ρόλο, καθώς και το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα.
Κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων του 1936, η Κοτοπούλη ταξίδεψε στο Τσεπέλοβο, το χωριό των προγόνων της, για να επισκεφτεί το πατρογονικό της σπίτι. Ωστόσο, λόγω σφοδρής χιονόπτωσης, δεν κατάφερε να φτάσει στο Τσεπέλοβο και έμεινε στο Σωποτσέλι, όπου φιλοξενήθηκε από τον γιατρό Μιχαηλίδη. Στο Τσεπέλοβο, το σπίτι της οικογένειας Κοτοπούλη, παρά την ερειπωμένη κατάσταση, υπήρξε για εκείνη σημείο συναισθηματικής φόρτισης.
Το 1937, ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη εγκαινίασε το θέατρο που φέρει το όνομά της, στην Αθήνα, και το 1939, ο θίασος γιόρτασε τη συμπλήρωση τριάντα ετών από την ίδρυσή του. Τότε, ο θίασος αναγορεύθηκε ημικρατικός, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση κρατικής επιχορήγησης και την ενίσχυση του κύρους της ηθοποιού και του θιάσου της.
Η Συμβολή της Μαρίκας Κοτοπούλη κατά τη Διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Μαρίκα Κοτοπούλη, διατηρώντας την παρουσία της στο ελληνικό θέατρο, υπήρξε ενεργός υποστηρίκτρια του πολεμικού ηθικού και της εθνικής προσπάθειας, συμμετέχοντας σε πολιτιστικές εκδηλώσεις που προσέφεραν ελπίδα και στήριξη στο λαό. Στην κορυφή αυτής της ενέργειας ήταν η επιθεώρηση Πολεμικά Παναθήναια, η οποία ανέβηκε στο θέατρο «Rex», με σκοπό να αναδείξει την ηρωική αντίσταση του ελληνικού στρατού κατά την επίθεση της Ιταλίας στην Αλβανία.
Η Κοτοπούλη, στο φινάλε της παράστασης, εμφανιζόταν επικεφαλής του θιάσου, κατεβαίνοντας μια μεγάλη σκάλα, ντυμένη με τη στολή της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (Ε.Ο.Ν.). Επικεφαλής, όπως η ηρωίδα της παράστασης, και συμβολίζοντας την ενότητα του λαού, φορούσε την παραδοσιακή μπλε ποδιά με άσπρο γιακά και μανσέτες, άσπρα σοσόνια και μαύρη γόβα, ενώ το κεφάλι της κοσμούσε το δίκοχο με το χαρακτηριστικό σήμα της Ε.Ο.Ν. Χτυπώντας ρυθμικά ένα μικρό τύμπανο, σύμβολο της αδιάκοπης ενεργητικότητας και των αγώνων του ελληνικού στρατού, η Κοτοπούλη περπατούσε με αποφασιστικότητα και φανερές δόσεις ηρωισμού.
Η σκηνή αυτή, συνοδευόμενη από δύο φωτογραφίες του βασιλιά Γεωργίου Β' και του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, αποτυπώθηκε ως ένα έντονο και επιβλητικό σύμβολο της πολιτικής και στρατιωτικής ενότητας. Με τη φωνή της, η Κοτοπούλη τραγούδησε το θούριο, το οποίο εξύμνησε τους δύο ηγέτες της χώρας, ενώ οι τελευταίοι στίχοι του αναφέρονταν στην αδιαμφισβήτητη πίστη του λαού στην τελική νίκη:
θα 'μαστε μια μέρα νικηταί,
όποιος έχει τέτοιους οδηγούς
δεν θα νικηθεί ποτέ.»
Το φεβρουάριο του 1941, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά, η Κοτοπούλη, σε ένδειξη σεβασμού και υποστήριξης για το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, συμμετείχε στην υπογραφή του αφιερώματος προς τον ίδιο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Εστία. Στο αφιέρωμα, με το εξώφυλλο του Ιωάννη Μεταξά να φέρει τη ρήση του «Δεν δύναται να υπάρξη μία φυλή αν δεν δημιουργήση πολιτισμόν ιδικόν της», η Κοτοπούλη, μαζί με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής, υπέγραψε μια ενέργεια που ενίσχυε την παρουσία του πολιτισμού ως στοιχείο εθνικής ταυτότητας και αυτονομίας.
Η Δεκαετία του 1950 και η Συνειδητή Αποχή της Μαρίκας Κοτοπούλη
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Μαρίκα Κοτοπούλη επέλεξε να απέχει συνειδητά από τις θεατρικές παραστάσεις, υποδηλώνοντας έτσι τη βαθιά της αντίθεση στις δύσκολες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί από τη γερμανική και ιταλική κατοχή. Ωστόσο, οι οικονομικές δυσχέρειες που προκάλεσε η κατοχή την ανάγκασαν να προβεί σε δυσάρεστες ενέργειες, όπως η εκποίηση των κοσμημάτων της. Τα πολύτιμα αυτά αντικείμενα, τα οποία αποτελούσαν μέρος της προσωπικής της συλλογής, κατέληξαν σε έναν από τους γνωστούς μαυραγορίτες της εποχής, ο οποίος τα πούλησε σε υψηλές τιμές για να εκμεταλλευτεί την καταστροφή της οικονομίας. Όταν η Κοτοπούλη παρακολούθησε τη μουσική κωμωδία που ανέβηκε το 1942 στο θέατρο «Rex», σοκαρίστηκε όταν είδε τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια της να φοριούνται από μια νεαρή ντιζέζ, τη Ζαννίνα, δώρο του πλούσιου μαυραγορίτη.
Την ίδια περίοδο, η Κοτοπούλη έζησε προσωπικό δράμα, όταν η Ελένη Παπαδάκη, αγαπημένη φίλη και συνεργάτιδα, εξαφανίστηκε χωρίς ίχνη. Για δύο μήνες, η οικογένεια και οι φίλοι της Παπαδάκη αγωνίστηκαν να ανακαλύψουν οποιαδήποτε πληροφορία για την τύχη της, χωρίς να καταφέρουν να βρουν τίποτα. Η Αιμιλία Καραβία, μετέπειτα, ζήτησε τη μεσολάβηση της Κοτοπούλη στον Ελβετό Λαμπέρ του Ερυθρού Σταυρού, προκειμένου να ανακαλυφθεί η αλήθεια. Δυστυχώς, λίγες εβδομάδες αργότερα, ανακαλύφθηκε το φρικτά παραμορφωμένο σώμα της Παπαδάκη, η οποία είχε πέσει θύμα των συμμοριών του ΚΚΕ.
Μετά την απελευθέρωση της χώρας και την αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας, η Μαρίκα Κοτοπούλη ανέλαβε σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική ανασυγκρότηση. Διορίστηκε πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο, μετά την επιστροφή της βασιλείας το 1946, μετονομάστηκε σε Βασιλικό Θέατρο. Το 1949, συμμετείχε στην παράσταση της «Ορέστειας» του Αισχύλου, που δόθηκε στο Ηρώδειο, ερμηνεύοντας τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Αυτή η εμφάνιση υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας της, αναδεικνύοντας το μέγεθος της υποκριτικής της ικανότητας και την αφοσίωσή της στο ελληνικό θέατρο.
Στην ίδια χρονιά, η Κοτοπούλη παρέδωσε τη σκυτάλη του θιάσου της στον ανιψιό της, Δημήτρη, και από εκείνη τη στιγμή περιορίστηκε σε έκτακτες εμφανίσεις, κάνοντας έτσι ένα βήμα πίσω από την καθημερινή θεατρική δραστηριότητα, διατηρώντας όμως πάντα τον τίτλο της ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου.
Ύστερα Χρόνια
Στις 20 Ιανουαρίου του 1952, η Μαρίκα Κοτοπούλη επισκέφθηκε για δεύτερη φορά τα Ιωάννινα, στο πλαίσιο καλλιτεχνικής περιοδείας, συνεχίζοντας τη συμβολή της στην πολιτιστική αναβίωση της μεταπολεμικής Ελλάδας. Στο αεροδρόμιο της πόλης την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό μια αντιπροσωπεία Ζαγορίων συγχωριανών της, οι οποίοι την τίμησαν θερμά. Ιδιαίτερα η προσφώνηση του Τσεπελοβίτη Α. Βάντζιου, ενός διακεκριμένου συμπατριώτη της, εξέφρασε την υψηλή εκτίμηση προς το πρόσωπό της, αποδίδοντας στην Κοτοπούλη τη θέση που κατείχε στην καρδιά των συμπατριωτών της: «Σας παρακολουθεί περισσότερον το περικαλλές Ζαγόριον και το μαγευτικόν Τσεπέλοβον, το οποίον από συναισθήσεως βαθείας εκτιμήσεως ενετοίχησεν εις την πατρώαν σας οικίαν την πρέπουσαν αναθηματικήν πλάκαν».
Η Κοτοπούλη, με την ευγένεια και την εκτίμηση που τη χαρακτήριζαν, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, λέγοντας με λόγια γεμάτα συναισθηματική φόρτιση: «Τούτον είναι πολύ, δεν είμαι παρά μια Ελληνοπούλα, αλλά είμαι υπερήφανη διότι ο Θεός με ηξίωσεν να έλθω και πάλιν εις τον τόπον καταγωγής μου δια να προσκυνήσω τους τάφους των προγόνων μου. Μην λησμονείτε μιαν πατριώτισσάν σας, η οποία δεν θα πάψει να σας αγαπά». Με αυτές τις λόγους, η Κοτοπούλη εξέφρασε την αδιάσπαστη σύνδεσή της με την πατρίδα και τους ανθρώπους της, καθώς και τη βαθιά ευγνωμοσύνη για την τιμή που της αποδόθηκε.
Η τελευταία εμφάνιση της Κοτοπούλη στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε το ίδιο έτος, 1952, στο θέατρο Rex, στο έργο του Αλφρεντ Ζερύ «Έκτο Πάτωμα». Η παρουσία της στη σκηνή, ακόμη και σε αυτή την ηλικία, μαρτυρούσε την αφοσίωσή της στο θέατρο και την επιθυμία της να συνεχίσει να προσφέρει στον ελληνικό πολιτισμό. Η τελευταία της θεατρική παράσταση συνέβη τον Μάρτιο του 1953, στην Ερμούπολη της Σύρου, όπου ερμήνευσε την παλιά της επιτυχία «Η Σκιά» του Νικόντεμη, κλείνοντας με αυτόν τον τρόπο έναν κύκλο γεμάτο εξαιρετικές στιγμές στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
Κινηματογράφος
Η Μαρίκα Κοτοπούλη, η θρυλική αυτή προσωπικότητα του ελληνικού θεάτρου, εμφανίστηκε για πρώτη και τελευταία φορά στην μεγάλη οθόνη το 1933, στην ταινία «Ο Κακός Δρόμος» (ή «Fena Yol»), μια παραγωγή που παραμένει σχεδόν άγνωστη, καθώς τα ίχνη της έχουν χαθεί. Σώζεται μόνο ένα ελάχιστο απόσπασμα από την ταινία, διάρκειας λίγων μόλις δευτερολέπτων, το οποίο, αν και πολύτιμο, δεν καταφέρνει να αποδώσει την πλήρη διάσταση της δουλειάς αυτής. Το σενάριο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου, ενός από τους κορυφαίους λογοτέχνες της εποχής, ενώ τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Ερτογρούλ Μουχσίν βέης.
Η ταινία αυτή αποτέλεσε μια σημαντική στιγμή στην καριέρα της Κοτοπούλη και της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας της εποχής. Εκτός από την Κοτοπούλη, στο καστ της ταινίας συμμετείχαν επίσης η Κυβέλη, ο Βασίλης Λογοθετίδης, και άλλα μέλη του θιάσου Κοτοπούλη, αποδεικνύοντας την ισχυρή παρουσία του θεάτρου στον κινηματογράφο. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο στούντιο των αδελφών Ιπεκτσή στην Κωνσταντινούπολη, την περίοδο που οι ηθοποιοί του θιάσου Κοτοπούλη βρίσκονταν σε περιοδεία στην περιοχή.
Η ταινία, αν και μικρής διάρκειας και περιορισμένης επιτυχίας, αποτέλεσε μια φιλόδοξη προσπάθεια των συζύγων της Μαρίκας Κοτοπούλη και Κυβέλης να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στον αναπτυσσόμενο χώρο του κινηματογράφου. Τα κεφάλαια της παραγωγής προήλθαν από έναν όμιλο εταιρειών, μεταξύ των οποίων οι Ιπέκ και Ίρις Φιλμ, καθώς και οι θιασάρχες Γιώργος Χέλμης και Κώστας Θεοδωρίδης, με τη συμμετοχή του κ. Μαδρά και του υιού του. Η παραγωγή της ταινίας απαιτούσε το σημαντικό ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών, ποσό που αντανακλούσε την υψηλή φιλοδοξία για την ταινία αυτή, η οποία εντούτοις δεν κατάφερε να αποκτήσει την αναμενόμενη αποδοχή από το κοινό.
Μαρίκα Κοτοπούλη και Ίων Δραγούμης: Η Πολιτική και Ερωτική Συνάντηση δύο Κομβικών Προσωπικοτήτων
Η συνάντηση της Μαρίκας Κοτοπούλη με τον Ίωνα Δραγούμη, τον διακεκριμένο εθνικιστή πολιτικό και στοχαστή, υπήρξε μια συνάντηση καθοριστική για την πορεία και των δύο, κυρίως στο πνευματικό και συναισθηματικό επίπεδο. Η πρώτη τους επαφή πραγματοποιήθηκε το 1905 στην Αλεξάνδρεια, αλλά η πραγματική γνωριμία και η ερωτική σχέση τους αναπτύχθηκαν τρία χρόνια αργότερα, το 1908, όταν η Κοτοπούλη ήταν μόλις 21 ετών και ήδη καθιερωμένη ηθοποιός και θιασάρχης.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα εκείνου του 1908, η Κοτοπούλη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου πραγματοποιούσε θεατρική περιοδεία, ενώ ο Δραγούμης υπηρετούσε ως Α΄ Γραμματέας στην Ελληνική Πρεσβεία της Πόλης. Παρά την έντονη αλληλεπίδρασή τους, η ακριβής ημερομηνία της πρώτης τους συνάντησης παραμένει αδιευκρίνιστη. Ωστόσο, η παράσταση του θιάσου της στις 5 Νοεμβρίου 1908, η οποία είχε χαρακτηριστεί ως «Διπλωματική εσπερίς», πιθανότατα υπήρξε η αφορμή για την επαφή τους, όπως υποδεικνύει το πρόγραμμα της παράστασης.
Ο Ίων Δραγούμης, εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα και τη λάμψη της Κοτοπούλη, διέκρινε σ’ αυτήν μια σειρά από ελληνικές αρετές και ιδιότητες, τις οποίες επαινεί σε διάφορα γραπτά του. Η Κοτοπούλη, ως αστέρι του θεάτρου, φαινόταν να ενσαρκώνει τις αξίες που για τον ίδιο είχαν ιδιαίτερη σημασία, και η παρουσία της στον καλλιτεχνικό κόσμο θεωρούνταν αναγκαία για την προώθηση των εθνικών και καλλιτεχνικών ιδανικών της Ελλάδας. Η Κοτοπούλη αναγνωριζόταν όχι μόνο ως μια σημαντική καλλιτεχνική προσωπικότητα, αλλά και ως πνευματικός παράγοντας που μπορούσε να επηρεάσει το πολιτιστικό κλίμα της εποχής.
Ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, αναφερόμενος στην Κοτοπούλη, την εξύμνησε με λόγια που αποτυπώνουν την αίσθηση της «ρωμέϊκης» ιδιοπροσωπίας που η ηθοποιός εξέπεμπε: «Η Μαρίκα Κοτοπούλη μού αρέσει γιατί αντιπροσωπεύει το Ρωμέϊκο τέλεια, είναι σαν την εικόνα του Ρωμέϊκου ή ψυχή της». Αυτή η ιδέα της Κοτοπούλη ως ενσάρκωσης των ελληνικών αξιών αποτέλεσε ένα σημαντικό στοιχείο στην εικόνα που διαμόρφωσε ο Δραγούμης γι' αυτήν.
Η ερωτική σχέση της Κοτοπούλη με τον Ίωνα Δραγούμη υπήρξε εντυπωσιακή για την εποχή, καθώς ένωνε δύο σπουδαίες προσωπικότητες από διαφορετικούς κόσμους: τον καλλιτεχνικό και τον πολιτικό. Ο Δραγούμης την θεωρούσε έναν άνθρωπο που είχε να προσφέρει όχι μόνο στον καλλιτεχνικό τομέα, αλλά και στην εθνική πρόοδο, και την αντιλαμβανόταν ως σύμβολο των εθνικών καλλιτεχνικών ιδανικών της Ελλάδας.
Σύμφωνα με το ημερολόγιο του ανιψιού της Δημήτρη Μυράτ:
«Σαν τέλειωσαν οι παραστάσεις στην Πόλη, ο Ίων και η Μαρίκα φύγανε για ερωτικό ταξίδι. Στη Βιέννη πρώτα. Η Μαρίκα ήθελε να δει την Ντούζε σε παραστάσεις του Μπουργκτεάτερ, κρατικού θεάτρου της αυστριακής πρωτεύουσας. Δεν πρόλαβε. Η τουρνέ του ιταλικού θιάσου είχε τερματισθεί την παραμονή και η μεγαλύτερη ηθοποιός όλων των αιώνων έφυγε για την ωραία της πατρίδα το πρωί που έφτασε η Μαρίκα. Απογοητευμένη η δική μας Μεγάλη του μικρού μας θεάτρου ζήτησε να της δώσουν το ίδιο δωμάτιο στο ξενοδοχείο και εκεί μέσα, κοιτάζοντας ολόγυρα με δέος το χώρο που έζησε, ανάσανε, κοιμήθηκε η μεγάλη της συνάδελφος, ανακάλυψε κάπου σε μια γωνιά μια φουρκέτα. Πιστεύοντας ότι ανήκε στην Ντούζε -μπορεί να 'τανε και καμιάς καμαριέρας- τη φύλαγε σαν ιερό κειμήλιο, ώσπου κάποτε, με τις πολλές μετακινήσεις από σπίτι σε σπίτι, χάθηκε.
Έπειτα τράβηξαν για τη Ρώμη, ανέβηκαν στο Πίντσιο και χάραξαν τα ονόματα τους στο μάρμαρο της μπαλαούστρας που βλέπει στην Πιάτσα ντελ Πόπολο, όπως συνηθίζουν από αιώνες οι ερωτευμένοι. Μετά το ζευγάρι πήγε στη Λόντρα -έτσι άρεσε και στους δύο να λένε το Λονδίνο-, όπου ο Δραγούμης είχε αποσπασθεί στην πρεσβεία. Η Μαρίκα γύρισε μόνη στην Αθήνα.»
Γράφει για τον Δραγούμη η ηθοποιός μερικά χρόνια αργότερα:
«Κάθε φορά που πλάγιαζα μαζί του, ένιωθα ότι πλάγιαζα με τον Ερμή» ενώ εκείνος γράφει: «Στην αρχή φανταζόμουν αλλιώτικο τον έρωτά μου για την γυναίκα αυτήν. Πιο ομαλό, πιο ήσυχο, ίσως πιο κοινό. Μα, είναι τραγικός».
Με κοινή τους απόφαση περνούσαν μεγάλα διαστήματα χωριστά και δεν είχαν απαιτήσεις ο ένας από τον άλλον. Όπως έλεγε η Κοτοπούλη:
«Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για να αλλάξω τον Ίωνα, όπως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να αλλάξει εκείνος εμένα». Οι επιστολές που της έστελνε ο Δραγούμης, όταν ήταν εξόριστος στην Κορσική φανερώνουν το πάθος του για εκείνη. «Ξέρω ότι σε αγαπώ με πάθος, σαν το ζώο» κι η Κοτοπούλη του απαντούσε: «Σε γνώρισα την ίδια μέρα που γνώρισα και τη μορφίνη. Ευτυχώς τη μορφίνη την έκοψα. Δεν μπορώ να κάμω το ίδιο και μ’ εσένα».
Η σχέση της Μαρίκας Κοτοπούλη με τον Ίωνα Δραγούμη υπήρξε αναμφίβολα μία από τις πιο αμφιλεγόμενες και θυελλώδεις του ελληνικού δημόσιου βίου. Η μεταξύ τους συνύπαρξη, γεμάτη ένταση και πάθος, βρισκόταν σε πλήρη ασυμβατότητα με τις κοινωνικές και ηθικές νόρμες της εποχής, και σύντομα έγινε αντικείμενο έντονου σχολιασμού και συζήτησης στους κύκλους της κοινωνικής αριστοκρατίας και της πολιτικής. Η απόφαση του ζευγαριού να συγκατοικήσει σε κοινό σπίτι, το οποίο είχαν αγοράσει από κοινού, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Η είδηση ότι η Κοτοπούλη, η διάσημη ηθοποιός του θεάτρου, συμβίωνε με τον γιο ενός πρώην πρωθυπουργού, που ήταν επίσης πολιτικός και στρατιωτικός παράγοντας με φιλοδοξίες, δημιούργησε σκάνδαλο και τροφοδότησε τον κοινωνικό σχολιασμό.
Η προσωπική ζωή του Δραγούμη πέρασε σε μια ανοιχτή σύγκρουση με την οικογένειά του, που χρησιμοποίησε κάθε δυνατή μέθοδο για να τον απομακρύνει από τη σχέση αυτή. Ο πατέρας του, για παράδειγμα, τον κάλεσε σε επανειλημμένες συζητήσεις, επιμένοντας στην επιθυμία του να τερματίσει αυτήν την έντονη σχέση, ενώ και οι αδελφές του, με τη μητέρα του να κλαίει και να εκφράζει την ανησυχία της, επιχειρούσαν να τον επηρεάσουν. Ο ίδιος ο Δραγούμης, ωστόσο, φαινόταν να μην πτοείται, και παρά τις πιέσεις που ασκούνταν πάνω του, παρέμεινε στο πλευρό της Κοτοπούλη, γεγονός που αποδεικνύει τη δύναμη της σχέσης τους και την αφοσίωσή του σ' αυτήν. Εντυπωσιακή είναι επίσης η συμμετοχή της Πηνελόπης Δέλτα, η οποία, παρόλο που είχε χωρίσει από τον Δραγούμη, φαινόταν να επηρεάζει τις αποφάσεις του, γεγονός που φανερώνει τον σεβασμό που είχε για τη γνώμη της.
Στην πορεία αυτής της σχέσης, ο Δραγούμης κατηγορήθηκε δημοσίως για την αποκάλυψη κρατικών μυστικών στην Κοτοπούλη, κατηγορία η οποία τον στοχοποίησε τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά. Η φήμη του υπήρξε θύμα ψιθύρων και λιβέλων, ενώ οι υποστηρικτές του Βενιζέλου απειλούσαν τον Δραγούμη με ανώνυμα γράμματα, κατηγορώντας τον για καταχρήσεις και προδοσία, γεγονός που τροφοδότησε περαιτέρω το σκάνδαλο γύρω από την προσωπική του ζωή και την πολιτική του δράση.
Η σχέση τους, ωστόσο, πέρασε σε νέα επίπεδα τραγωδίας μετά την δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1920, γεγονός που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Παρά τη θρυλική παρουσία του στο δημόσιο βίο, η Κοτοπούλη έζησε τις τελευταίες στιγμές του Δραγούμη με απόλυτη αμφιβολία και πόνο, καθώς της αποκρύβεται η αλήθεια για το θάνατό του για 23 ημέρες. Το γεγονός της δολοφονίας του θρυλικού πολιτικού αποσιωπήθηκε, ενώ η Κοτοπούλη, χωρίς να γνωρίζει τίποτα για την τραγωδία, συνεχώς ρωτούσε για τον Δραγούμη και ζητούσε εξηγήσεις από τον Βενιζέλο. Μόνο όταν επέμενε να επισκεφθεί τον πρωθυπουργό και να μάθει την αλήθεια, ο Γεώργιος Βλάχος της αποκάλυψε την τραγική είδηση. Η αντίδραση της Κοτοπούλη ήταν η απόλυτη συντριβή: κατέρρευσε και άρχισε να σπαράζει το σώμα της φωνάζοντας το όνομα του αγαπημένου της, «Ίων! Ίων! Ίων!», γεγονός που αποτύπωνε την ένταση και την έντονη ψυχική φόρτιση που προκάλεσε η απώλεια αυτού του ανθρώπου για την ίδια.
Μετά από πολλά χρόνια, λίγο πριν πεθάνει, είπε στον Μυράτ: «Ξέρεις, εκείνη τη στιγμή τι σκέφτηκα; Άραγε όταν πέφτω χάμω και κλαίω τον Ορέστη, έτσι σωστά το κάνω; Όπως κλαίω τώρα τον Ίωνα;».
Γράφει ο Δημήτρης Μυράτ:
...μετά τη δολοφονία του Δραγούμη, η Μαρίκα έρημη πια αποζητά να ξαναζήσει εκείνες τις ευτυχισμένες ώρες. Θέλει στη Ρώμη να γλυκάνει τον πόνο, εκεί που έζησε τον έρωτα μαζί του. Ανέβηκε στο Πίντσιο, στάθηκε στο ίδιο σημείο όπως τότε, έψαξε, βρήκε τα σκαλισμένα ονόματα τους, έγειρε στο μάρμαρο κι έκλαψε με αναφιλητά».
Η τελευταία Πράξη της Μαρίκας Κοτοπούλη: Θάνατος και Κηδεία
Το τέλος της Μαρίκας Κοτοπούλη υπήρξε όχι μόνο η προσωπική της αποχαιρετιστήρια στιγμή, αλλά και μια στιγμή συλλογικής θλίψης για το θεατρικό κόσμο και την ελληνική κοινωνία γενικότερα. Το απόγευμα της Παρασκευής 10 Σεπτεμβρίου 1954, η μεγάλη ηθοποιός αισθάνθηκε αδιαθεσία και αμέσως κλήθηκε ο γιατρός της, ο οποίος, αφού της έκανε ένεση, κατάφερε να την επαναφέρει στην κατάσταση της υγείας της. Ωστόσο, την ίδια νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε με έντονους πόνους, και ο γιατρός κλήθηκε ξανά. Όταν έφτασε στο σπίτι της, βρήκε την Κοτοπούλη αναίσθητη και, παρά την προσπάθεια του, διαπίστωσε τον θάνατό της.
Η σορός της ταριχεύθηκε και, για να αποδοθεί ο τελευταίος φόρος τιμής, ο γλύπτης Φαληρέας ανέλαβε τη δημιουργία εκμαγείων του προσώπου και των χεριών της. Στις 12 Σεπτεμβρίου, από το πρωί και μέχρι την ώρα της κηδείας, η σορός της εκτέθηκε για προσκύνημα στο παρεκκλήσιο της Μητροπόλεως Αθηνών, επιτρέποντας στον λαό να την αποχαιρετήσει με σεβασμό. Η κηδεία της έγινε με δημοσία δαπάνη, με πλήθος ανώνυμων πολιτών να συμμετέχουν στην τελετή και να τιμούν τη μνήμη της. Στους επικήδειους λόγους της κηδείας παρευρέθηκαν σημαντικοί εκπρόσωποι της πολιτικής και του θεάτρου, όπως ο Υπουργός Παιδείας Γεροκωστόπουλος.
Η κληρονομιά της Μαρίκας Κοτοπούλη δεν περιορίστηκε μόνο στην τέχνη που υπηρέτησε, αλλά και στην αθανασία της μέσα από τον πολιτιστικό χώρο. Στην Αττική, στο κτίριο της «Βίλας Κοτοπούλη», το οποίο είχε δωρηθεί ως γαμήλιο δώρο από τον Γεώργιο Χέλμη, στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Μαρίκα Κοτοπούλη. Επιπλέον, για να τιμηθεί η μνήμη της, η Ε.Ρ.Τ. ψηφιοποίησε και παρουσίασε τη ραδιοφωνική συνέντευξή της από την εκπομπή του Ε.Ι.Ρ. «Το θέατρο στο μικρόφωνο», το 1952, και το ρεπορτάζ από την κηδεία της το 1954.
Το 1955, ένα χρόνο μετά το θάνατό της, η ταφή της στην κορυφαία θέση του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών εγκρίθηκε επί δημαρχίας Παυσανία Κατσώτα. Αυτή η κίνηση έγινε ως αναγνώριση της προσφοράς της στην ελληνική τέχνη και ως ένδειξη σεβασμού προς τη θεατρική της προσφορά. Η Μαρίκα Κοτοπούλη υπήρξε η μοναδική γυναίκα που τάφηκε στον εν λόγω χώρο, ενώ ο σύζυγός της σχεδίασε την κατασκευή ενός μαυσωλείου προς τιμήν της, που θα κοσμούσε το νεκροταφείο, αποδεικνύοντας την αδιαμφισβήτητη σημασία που είχε για το ελληνικό θέατρο και την κοινωνία στο σύνολό της.
Τιμητικές διακρίσεις
το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου του Α' το 1921,
το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας το 1924,
για την προσφορά της από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων το 1939,
Ειδικό χρυσό μετάλλιο Κλυταιμνήστρας και καθιερώθηκε ο θεσμός της απονομής «Επάθλου Κοτοπούλη»
το παράσημο του Ταξιάρχη το 1950, από τον βασιλιά Παύλο Α',
Αναθηματική Πλάκα στην πατρογονική της εστία στο Τσεπέλοβο.
Το 1949, με αφορμή τη (μοναδική) συνεργασία της με το Εθνικό Θέατρο στο ανέβασμα της «Ορέστειας» από τον Δημήτρη Ροντήρη, συνάδελφοι της ηθοποιοί της απένειμαν ειδικό χρυσό μετάλλιο, με χαραγμένη τη μορφή της ως Κλυταιμνήστρας. Μέσα από αυτήν την κίνηση καθιερώθηκε, με πρωτοβουλία της ίδιας, ο θεσμός της απονομής του «Επάθλου Κοτοπούλη» σε αξιόλογες Ελληνίδες ηθοποιούς. Τελευταία βραβευμένη με το έπαθλο υπήρξε η ηθοποιός Ρένα Πιττακή, η οποία δεν επέστρεψε ποτέ το ολόχρυσο έπαθλο με αποτέλεσμα να ατονήσει ο θεσμός.
Ιδεολογικές απόψεις και η στάση της Μαρίκας Κοτοπούλη
Η Μαρίκα Κοτοπούλη υπήρξε μια από τις πιο ισχυρές και πολιτικά συνειδητοποιημένες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου, με τις ιδεολογικές της πεποιθήσεις να διαμορφώνουν και να επηρεάζουν τη ζωή της και τις δημόσιες δράσεις της. Εξαιρετικά πολιτικοποιημένη, η ίδια συνήθιζε να επαναλαμβάνει με πάθος τη φράση: «Δεν υπάρχει για μένα παρά πατρίδα και θέατρο», κάτι που καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν τη σύνδεση ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες. Παρά την απουσία της από τα πολιτικά δρώμενα με την παραδοσιακή έννοια (όπως η συμμετοχή σε εκλογές ή διαδηλώσεις), η Κοτοπούλη διατήρησε σταθερές πεποιθήσεις για την πολιτική και την κοινωνία, ενώ η στάση της απέναντι στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής υπήρξε έντονα φορτισμένη και διαρκώς αντικρουόμενη.
Η υποστήριξή της προς τον θεσμό της βασιλείας υπήρξε χαρακτηριστική, θεωρώντας τον ιερό και αναγκαίο για τη σταθερότητα του Έθνους. Ο σεβασμός της προς το θεσμό αυτό εντάσσεται στο ευρύτερο πολιτικό της σκεπτικό, το οποίο απορρίπτει την αναρχία των πολιτικών ιδεολογιών που υπήρξαν εντονότερες στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενδεικτικό είναι το περιστατικό που συνέβη τον Ιούλιο του 1915 κατά τη διάρκεια μιας από τις παραστάσεις της, όταν οπαδοί της Αντάντ διαμαρτυρήθηκαν με τον πιο χλευαστικό τρόπο, ψάλλοντας τον Γερμανικό και τον Γαλλικό εθνικό ύμνο και προκαλώντας σοβαρά επεισόδια στο θέατρο. Η Κοτοπούλη, σε επιστολή της που δημοσιεύθηκε στον Τύπο, καταδίκασε την πολιτική αυτή συμπεριφορά και απομακρύνθηκε από τα κομματικά πάθη που επιχειρούσαν να την εντάξουν σε έναν ιδεολογικό πόλεμο, επιμένοντας πως το θέατρο είναι ο μοναδικός της προορισμός και το καλλιτεχνικό της έργο υπερβαίνει τις πολιτικές εντάσεις.
Η αντίθεση της Κοτοπούλη με τις πολιτικές πεποιθήσεις των άλλων, και ιδίως με εκείνες του Βενιζέλου, καταγράφηκε έντονα στην προσωπική της ζωή. Το 1919, μια έντονη πολιτική διαφωνία με τον πατέρα της, τον Δημήτρη Κοτοπούλη, προκάλεσε μία δημόσια και οργισμένη σύγκρουση, κατά την οποία ο πατέρας της, με έντονη απογοήτευση για τη συμπεριφορά της, της είπε: «Τι την φυλάτε αυτή τη ρουφιάνα, τη βασιλικιά και δεν τη χώνετε μέσα;». Παρά τις αντιφάσεις και τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις, η Κοτοπούλη παρέμεινε πιστή στον βασιλικό θεσμό και στις ιδέες της, ενώ διατηρούσε έναν ιδιαίτερα στενό κύκλο ανθρώπων γύρω της, ο οποίος περιλάμβανε και πολιτικούς ηγέτες.
Η πολιτική της αντίληψη για την κοινωνία και τον κόσμο δεν περιοριζόταν όμως μόνο στις κρατικές υποθέσεις. Στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, η Κοτοπούλη διατήρησε μία στάση ανθρωπιστική, παρά τις πολιτικές διαφορές της με διάφορες ιδεολογικές παρατάξεις. Η έντονη αίσθηση της εθνικής ενότητας και αλληλεγγύης την οδήγησε στο να προσφέρει προστασία σε κομμουνιστές ηθοποιούς και να παρέμβει για την απελευθέρωση εξορίστων. Η περίπτωση της Ολυμπίας Παπαδούκα, η οποία υπήρξε μέλος των συμμοριών του Ε.Α.Μ., είναι χαρακτηριστική. Η Κοτοπούλη, παρά την ιδεολογική της διαφωνία με την αριστερά, έσωσε την Παπαδούκα από σίγουρο θάνατο και, όταν η τελευταία ήρθε να τη συγχαρεί, η ηθοποιός της απάντησε με την απλότητα και την ειλικρίνεια που την χαρακτήριζε: «Εγώ πρέπει να σου πω ευχαριστώ που με βοήθησες να κάνω το καθήκον μου». Η ανθρωπιστική της στάση και η ανιδιοτελής προσφορά της κατά τη διάρκεια της δύσκολης περιόδου της Κατοχής αναδεικνύουν την αλληλεγγύη της προς όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων.
Η Κοτοπούλη, λοιπόν, υπήρξε μία γυναίκα που συνδύαζε τις αντιφάσεις της εποχής με την προσωπική της πολιτική στάση, διατηρώντας μια συνειδητή και ενεργή σχέση με την πολιτική και κοινωνική ζωή, που καθοριζόταν από το εθνικό και ανθρώπινο χρέος της, παρά από κομματικές ή πολιτικές ταυτότητες.
Μνήμη : Η Θεατρική Πρωταγωνίστρια που Άφησε Ανεξίτηλο Σημάδι στην Ελληνική Σκηνή
Η Μαρίκα Κοτοπούλη υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του ελληνικού θεάτρου, αν και η εξωτερική της εμφάνιση, χαρακτηρισμένη από το μικρό της ανάστημα και την αδιάφορη για την εποχή ομορφιά, δεν πρόδιδε την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική μεγαλοσύνη που κρυβόταν πίσω από τα μάτια της. Αφιέρωσε τη ζωή της στην τέχνη του θεάτρου, όπου κυριάρχησε για πενήντα χρόνια, ενσαρκώνοντας ηρωίδες από τα αριστουργήματα της ελληνικής και διεθνούς λογοτεχνίας. Ρόλοι όπως η «Κυρά της θάλασσας», η «Αρχισιδηρουργός», η «Στέλλα Βιολάντη» και ο «Φάουστ» καταξίωσαν το όνομά της στη συνείδηση των θεατών, ενώ το φλογερό της ταλέντο και η έντονη σκηνική παρουσία της την κατέστησαν αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια.
Η προσωπικότητα της Κοτοπούλη υπήρξε συνυφασμένη με την αμεσότητα και τον αυτοσαρκασμό, ενώ το καυστικό της χιούμορ και η αθυρόστομη γλώσσα της είχαν συχνά χαρακτηριστική σημασία για την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε. Στην καθημερινή ζωή, ήταν τολμηρή και χωρίς περιστροφές, και μια τέτοια χαρακτηριστική της ατάκα, όταν κλήθηκε να προλογίσει το βιβλίο του Κωστή Μπαστιά, αποδεικνύει την ανεπιτήδευτη και αποστομωτική της στάση: «Βρε Κωστή, τι να πω για ένα βιβλίο που ο ήρωας στις μισές σελίδες πυροβολεί και στις άλλες γ@@αει;» Επίσης, η πονηρή της ερώτηση στη νεαρή υποψήφια Σταρ Ελλάς, Νταίζη Μαυράκη, "Υπάρχει, χρυσό μου, αυτή η ηλικία;", αποτυπώνει τη χαρακτηριστική της διάθεση για χιούμορ και την προκλητική της συμπεριφορά.
Στην αδιάκοπη πορεία της, η Κοτοπούλη συναντούσε τον θαυμασμό αλλά και τον ανταγωνισμό από άλλες μεγάλες μορφές του θεάτρου, όπως η Κυβέλη και η Παξινού. Λίγο πριν από τον θάνατό της, η γνωστή διαμάχη με την Παξινού και τον Μινωτή κωδικοποιήθηκε σε μια από τις τελευταίες της αιχμηρές παρατηρήσεις για τη συνεργασία τους στο θέατρο Ρεξ.
Παρά την εσωτερική της περιπέτεια, που περιλάμβανε τον αγώνα με τη μορφίνη και την φημολογούμενη σχέση της με νεαρές ηθοποιούς, η καλλιτεχνική της πορεία υπήρξε συνώνυμη της αφοσίωσης στην τέχνη. Η Κοτοπούλη γνώρισε και αγάπησε τον σκηνοθέτη Θωμά Οικονόμου, ο οποίος αναγνώρισε πρώτος το ταλέντο της και την καθιέρωσε ως ηθοποιό.
Η επιρροή της στην ελληνική σκηνή υπήρξε τεράστια, με κριτικούς και διανοουμένους της εποχής να την αποθεώνουν για τις σκηνικές της ικανότητες και την καλλιτεχνική της αφοσίωση. Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Παύλος Νιρβάνας, και άλλοι σημαντικοί κριτικοί αναγνώρισαν τη μοναδικότητά της, αποκαλώντας την «δόξα της ελληνικής σκηνής» και «θαύμα σκηνικής σαγήνης». Ο Άγγελος Τερζάκης, αναγνωρίζοντας τη σημασία της, σημείωσε ότι τέτοιες προσωπικότητες «βγάζουν τους λαούς από την ανωνυμία» και ενσαρκώνουν τα ιδανικά της κοινωνίας τους.
Αν και δεν διασώθηκαν ηχητικά ή οπτικά τεκμήρια από τις παραστάσεις της, η Κοτοπούλη παρέμεινε αθάνατη στην ιστορία του θεάτρου χάρη στις μαρτυρίες των συγχρόνων της. Όπως σημείωσε ο Δημήτρης Μυράτ, η τελευταία θέληση της Κοτοπούλη ήταν να αγοράσει την πατρογονική οικία της στο Τσεπέλοβο, η οποία τελικά όμως πωλήθηκε και ξαναπωλήθηκε, και σήμερα δεν υπάρχει πια. Αλλά και η προσφορά της για την ίδρυση της «Έπαυλης του Ηθοποιού» στη Βούλα, για να φιλοξενεί τα παιδιά των καλλιτεχνών και τους συνταξιούχους ηθοποιούς, έμεινε ως μια από τις τελευταίες χειρονομίες της για την υποστήριξη του καλλιτεχνικού κόσμου.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη δεν υπήρξε απλώς μια ηθοποιός, αλλά ένα σύμβολο της ελληνικής τέχνης, η οποία συνεχίζει να ζει μέσα από τις μαρτυρίες, τις αναμνήσεις και τις προσφορές της στην καλλιτεχνική κληρονομιά της χώρας.
Η Θεατρική Κληρονομιά της Μαρίκας Κοτοπούλη
Η Μαρίκα Κοτοπούλη, η κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός του 20ού αιώνα, υπήρξε μια από τις πλέον καθοριστικές μορφές του ελληνικού θεάτρου, όχι μόνο για το υποκριτικό της ταλέντο, αλλά και για την ανατρεπτική της προσφορά στην καλλιτεχνική σκηνή. Κατάφερε να επιβάλλει και να αναδείξει μία σειρά από λαμπρούς ηθοποιούς, συγγραφείς και σκηνογράφους, οι οποίοι, υπό τη δική της καθοδήγηση και προστασία, διαμόρφωσαν το σύγχρονο ελληνικό θέατρο.
Η Κοτοπούλη υπήρξε καθοδηγήτρια και μέντορας για μια γενιά σημαντικών Ελλήνων ηθοποιών, οι οποίοι διακρίθηκαν τόσο στη διάρκεια της καριέρας τους όσο και στις επόμενες δεκαετίες. Η Ελένη Παπαδάκη, για παράδειγμα, ερμηνεύοντας την Εκάβη, αναγνώρισε τη σπουδαιότητα της Κοτοπούλη, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Τώρα σβήστηκε η δική μου Εκάβη. Να γράψετε ότι η Παπαδάκη είναι σπουδαιότερη από μένα. Γιατί αυτό είναι δίκαιο». Παράλληλα, η Μαρίκα Κοτοπούλη στάθηκε αρωγός στην καριέρα άλλων σημαντικών ηθοποιών, όπως η Κατίνα Παξινού, η Κατερίνα Ανδρεάδη, η Μαίρη Αρώνη, η Άννα Συνοδινού και η Μελίνα Μερκούρη. Στην ίδια γραμμή, η Κοτοπούλη ανέδειξε σημαντικά ταλέντα του ελληνικού θεάτρου όπως οι Βασίλης Λογοθετίδης, Γρηγόριος Γληνός, Αιμίλιος Βεάκης, Δημήτρης Μινωτής και Δημήτρης-Ελευθέριος Χορν. Ο Χορν μάλιστα είχε βαπτιστεί από τη θεατρική του θεία, την Κυβέλη.
Το 1942, όταν το Εθνικό Θέατρο απέρριψε τους νεαρούς ηθοποιούς Έλλη Λαμπέτη και Ντίνο Ηλιόπουλο, η Κοτοπούλη ίδρυσε τη «Δραματική Σχολή Μαρίκας Κοτοπούλη», όπου φοίτησαν οι δύο αυτοί ηθοποιοί, μαζί με άλλους σπουδαίους, μετέπειτα, καλλιτέχνες. Η σχολή, αν και λειτούργησε για μόλις δύο χρόνια λόγω της Κατοχής, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στην ανάπτυξη του θεάτρου και της ηθοποιίας στην Ελλάδα. Για να προβάλλει την ταλαντούχα Λαμπέτη και να την καθιερώσει στη σκηνή, ανέβασε το έργο «Η Χάνελε πάει στον παράδεισο», συμμετέχοντας και η ίδια σε μικρό ρόλο, κάτι που μαρτυρά την αφοσίωσή της στην ανακάλυψη και υποστήριξη νέων ταλέντων.
Η Κοτοπούλη, με χαρακτηριστική σεμνότητα και απόλυτη αφοσίωση στην τέχνη της, δήλωνε: «Σχεδόν δεν υπάρχει κανένας ηθοποιός του ελεύθερου θεάτρου που να μην βγήκε από τα χέρια μου ή να μην έπαιξε μαζί μου. Θα μπορούσα ν' απαριθμήσω με μεγαλύτερη ευκολία εκείνους που δεν έτυχε ποτέ να βρεθούν δίπλα μου. Μετριούνται στα δάκτυλα». Εκτός από τους ηθοποιούς, ανέδειξε και σημαντικούς συγγραφείς, τόσο από τη γενιά της όσο και από τη νεότερη γενιά, όπως οι Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παντελής Χορν, Δημήτρης Μπόγρης, Αλέκος Λιδωρίκης, Δημήτρης Ιωαννόπουλος, Άγγελος Τερζάκης, Δημήτρης Ψαθάς και το συγγραφικό δίδυμο Αλέκος Σακελλάριος–Χρήστος Γιαννακόπουλος. Η ερμηνεία της σε έργα σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη, καθώς, παρά το γεγονός ότι δεν διέθετε μια εντυπωσιακή εξωτερική εμφάνιση, κέρδιζε το θαυμασμό του κοινού με τη γοητεία, τη σπιρτάδα και τη δημιουργικότητα που εξέπεμπε, κατακτώντας την αθανασία στη σκηνή.
Με την προσφορά της αυτή, η Κοτοπούλη υπήρξε στυλοβάτης του ελληνικού θεάτρου, εκπαιδεύοντας και καθοδηγώντας τις μελλοντικές γενιές ηθοποιών και συντελεστών, οι οποίοι με τη σειρά τους άφησαν το δικό τους στίγμα στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή.
Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη
Το Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη, το οποίο εγκαινιάστηκε στις 9 Μαΐου 1990, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα του σύγχρονου ελληνικού χώρου. Πρόκειται για έναν λειτουργικό οργανισμό, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να φιλοξενεί αξιόλογες εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, ενώ παράλληλα αναδεικνύει και τη σημαντική πολιτιστική κληρονομιά της Μαρίκας Κοτοπούλη, μιας από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου.
Το κτίριο του μουσείου αποτελεί πρώην εξοχική κατοικία, που ανεγέρθηκε το 1926 από την ίδια τη Μαρίκα Κοτοπούλη και τον σύζυγό της, Γεώργιο Χέλμη. Η ιστορία του κτιρίου όμως δεν περιορίζεται στη ζωή της ηθοποιού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, το εν λόγω κτίσμα επιτάχθηκε και μετατράπηκε σε χώρο στέγασης του ΛΑ' Αστυνομικού Τμήματος στην περιοχή Ζωγράφου. Με την απελευθέρωση, το κτίριο γνώρισε την τύχη της εγκατάλειψης και της φθοράς, μέχρι που το τοπικό δημοτικό συμβούλιο, με την υποστήριξη του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, ανέλαβε την αναπαλαίωσή του.
Η αποκατάσταση του κτιρίου και η αναγνώρισή του ως διατηρητέου, είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής του φυσιογνωμίας και της μοναδικής εσωτερικής διακόσμησης. Σήμερα, οι χώροι του μουσείου φιλοξενούν εκδηλώσεις υψηλής πολιτιστικής αξίας, διατηρώντας το πνεύμα της θεατρικής παράδοσης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας που υπήρξε συνώνυμο της ίδιας της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, παρόλο που το μουσείο δεν φιλοξενεί εκθέματα που αφορούν προσωπικά αντικείμενα της Κοτοπούλη, διατηρεί μια απολύτως μουσειακή διάσταση, με την κυριότερη δραστηριότητά του να αφορά την παρουσίαση καλλιτεχνικών εκθέσεων και την μόνιμη στέγαση της καλλιτεχνικής συλλογής του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη. Ο χώρος παραμένει, λοιπόν, ένα ζωντανό κύτταρο πολιτιστικής παραγωγής και δημιουργίας, ανοιχτό σε όλους εκείνους που επιθυμούν να ανακαλύψουν και να γνωρίσουν την ελληνική και διεθνή καλλιτεχνική σκηνή.
Σχόλια