Μάρκος Βαμβακάρης
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής μουσικής παράδοσης, υπήρξε μορφή πρωτοπόρου στον τομέα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννημένος στις 3 τα ξημερώματα της Τετάρτης, 10 Μαΐου 1905, στο Δανακό, έναν μικρό οικισμό στη δυτική πλευρά της Σύρου, ο Βαμβακάρης κατέχει μια εξέχουσα θέση στην ελληνική μουσική ιστορία. Καθορίστηκε από την προσωπικότητα του ως συντηρητικός και φιλομοναρχικός, ενώ η μουσική του κληρονομιά τού έχει αποδώσει τον τίτλο του «Πατριάρχη» του ελληνικού ρεμπέτικου και «Γενάρχη» του μπουζουκιού.
Λόγω του καθολικού του θρησκεύματος, είναι γνωστός και με το παρατσούκλι «Φράγκος», το οποίο αντικατοπτρίζει την καταγωγή του και το θρησκευτικό του υπόβαθρο.
Η ζωή του, γεμάτη από σκαμπανεβάσματα και προσωπικά δράματα, απεικονίζει την περίπλοκη εικόνα της κοινωνίας της εποχής του, ενώ το έργο του αναδείχθηκε μέσα από τα μοναδικά του τραγούδια που συνδυάζουν τη λαϊκή μουσική παράδοση με τις βαθιές συναισθηματικές εκφράσεις του. Στα χρόνια της έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής που προηγήθηκαν του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, η μουσική του Βαμβακάρη εξελίχθηκε σε καθρέφτη των κοινωνικών στρωμάτων της εποχής.
Από το πρώτο του γάμο με την Ελένη Μαυροειδή, γνωστή ως «Ζιγκοάλα», που κατέληξε σύντομα σε χωρισμό, μέχρι το δεύτερο γάμο του το 1941 με την Ευαγγελία, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, η προσωπική του ζωή επηρεάστηκε από τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες και τις κοινωνικές προκλήσεις της εποχής του. Οι δύο γιοι του από τον δεύτερο γάμο, ο Στέλιος και ο Δομένικος, ακολούθησαν τον δρόμο του μπουζουκιού και της μουσικής, συνεισφέροντας με τη σειρά τους στη μουσική κληρονομιά της οικογένειας.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, λόγω του δεύτερου γάμου του, ο Βαμβακάρης αφορίστηκε από την Καθολική Εκκλησία, με τον αφορισμό να αίρεται το 1966, όταν και του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών. Αυτή η εξέλιξη εντάσσεται στο πλαίσιο της έντονης θρησκευτικής και κοινωνικής διαίρεσης που χαρακτηρίζει τη ζωή του και την εποχή του.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1972 στην Αθήνα από νεφρική ανεπάρκεια, συνέπεια του σακχαρώδους διαβήτη, σε ένα διάδρομο του νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός» όπου είχε εισαχθεί για νοσηλεία. Η κληρονομιά του, ωστόσο, παραμένει ζωντανή μέσω των τραγουδιών του που συνεχίζουν να επηρεάζουν τη μουσική σκηνή και να αναγνωρίζονται ως θεμέλια του ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης κατάγονταν από φτωχή οικογένεια Καθολικών, με καταγωγή από φραγκοσυριανούς αγρότες. Οι γονείς του ήταν ο Δομένικος Βαμβακάρης, αγρότης, καλαθοπλέκτης και καρβουνιάρης, και η Ελπίδα, κόρη του Λεονάρδου Προβελλεγίου, του οποίου ήταν το πρωτότοκο παιδί. Ο Μάρκος είχε άλλα πέντε αδέλφια: τον Λέανδρο, τον Φραγκίσκο, τον Αργύρη, τη Ρόζα και τη Γκράτσια. Η οικογένειά του είχε παράδοση στη μουσική, με τον παππού του Μάρκο, τον Ρόκο, να γράφει τραγούδια και τον πατέρα του να παίζει γκάιντα.
Η οικογένεια Βαμβακάρη πέρασε δύσκολες στιγμές όταν ο πατέρας του στρατεύτηκε το 1912, αναγκάζοντας τον Μάρκο να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί για να στηρίξει την οικογένεια. Δούλεψε σε διάφορες δουλειές, όπως κλωστοϋφαντουργείο, χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης και λούστρος. Το 1917, όταν ήταν μόλις 12 ετών, ή το 1920 σύμφωνα με τον βιογράφο του Μάνο Ελευθερίου, έφυγε κρυφά από τη Σύρο και πήγε στον Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε στο σπίτι της θείας του, Ειρήνης Αλτουβά. Εκεί η οικογένειά του τον ακολούθησε περίπου εννέα μήνες αργότερα.
Στον Πειραιά, ο Μάρκος δούλεψε ως γαιανθρακεργάτης και λιμενεργάτης, ενώ από το 1922 έως το 1925 εργάστηκε ως εκδορέας στα Δημοτικά σφαγεία Αθηνών και Πειραιά. Παράλληλα, τα βράδια σύχναζε σε τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά μπουζούκι και εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το όργανο που σε λίγους μήνες έγινε αυτοδίδακτος μπουζουξής.
Το 1925, κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και μετά την απολύσεή του από το στρατό, άρχισε να γράφει στίχους και να μελοποιεί τραγούδια. Ωστόσο, μέχρι το 1934, δεν επαγγελματίστηκε ως μπουζουξής, αλλά το έκανε για προσωπική του ευχαρίστηση και για τους φίλους του. Το 1934, λόγω οικονομικών αναγκών και μετά από παρότρυνση του βιολιτζή Βραχάμ, συμμετείχε σε ορχήστρα ως επαγγελματίας και άρχισε να κερδίζει χρήματα από τη μουσική του.
Μετά το διαζύγιό του, ο Μάρκος Βαμβακάρης αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθώς η πρώην σύζυγός του είχε αξιώσεις από τα πνευματικά του δικαιώματα. Για να αποφύγει την καταβολή χρημάτων, υιοθέτησε μια στρατηγική γράφοντας τραγούδια που τον εμφάνιζαν ως δημιουργό τους, χρησιμοποιώντας ονόματα άλλων μουσικών, όπως του Περιστέρη και του Μάτσα, καθώς και ψευδώνυμα ανύπαρκτων προσώπων. Με αυτόν τον τρόπο μείωνε το προσωπικό του εισόδημα, αποδίδοντας ελάχιστα χρήματα στην πρώην σύζυγό του. Γι' αυτή την εμπειρία, ο Μάρκος έγραψε το αυτοβιογραφικό τραγούδι «Το διαζύγιο».
Το 1933, στην εταιρεία «Odeon», και ύστερα από παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το τραγούδι «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ’ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας), το οποίο ερμήνευσε ο ίδιος. Από την άλλη πλευρά του δίσκου υπήρχε το τραγούδι «Αράπ», ένα σόλο ζεϊμπέκικο, που αποτέλεσε σημαντική στιγμή για την ελληνική μουσική σκηνή.
Το 1934, μαζί με τους Γεώργιο Μπάτη, Ανέστο Δεληά και Στράτο Παγιουμιτζή, σχημάτισε την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία, γνωστή ως «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», και εμφανίζονταν στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην περιοχή της Δραπετσώνας. Μετά από λίγο, άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα, στην Παλαιά Κοκκινιά, αλλά του αφαιρέθηκε η άδεια λειτουργίας και αναγκάστηκε να το κλείσει. Την ίδια περίοδο, ταξίδεψε στη Σύρο με τον μικρότερο αδελφό του, τον Μπάτη και τον πιανίστα Ροβερτάκη, και έπαιξαν για περίπου δύο μήνες σ' ένα μαγαζί στην παραλία.
Αργότερα, γύρισε στην Αθήνα και μετά τις περιοδείες του στην επαρχία, εργάστηκε στο μαγαζί του Αντώνη Βλάχου στο Βοτανικό, το οποίο έκλεισε με την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την αποχώρησή του από το συγκεκριμένο μαγαζί, συνέχισε να εμφανίζεται στο μαγαζί του Μάριου Δαλέζιου στην οδό Ίωνος 6, μαζί με τον Κερομύτη, τον Παπαϊωάννου, τον Περιστέρη, τον Καρίπη και άλλους.
Στη συνέχεια, πέρασε από το κέντρο «Άμφισσα» και στο «Καρέ του Άσσου», και αργότερα συνέχισε τις εμφανίσεις του στη Τρούμπα, σε ένα μαγαζί στην παραλία του Λινάρη.
Στις αρχές του 1947, άρχισε να παίζει στο μαγαζί «Στου Καλαματιανού» στις Τζιτζιφιές, ενώ την περίοδο 1948-1959 αντιμετώπισε την αδιαφορία από τις δισκογραφικές εταιρείες και τα νυχτερινά κέντρα, τα οποία δεν ήθελαν να συνεργαστούν μαζί του. Παράλληλα, υπέφερε από παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλά του και η οικονομική του κατάσταση ήταν τραγική. Ωστόσο, κατάφερε να αποκαταστήσει την υγεία του μέσω ιαματικών λουτρών στην Ικαρία. Στην περίοδο αυτή, έγραψε το τραγούδι «Το παληόπαιδο» και συνέχισε να αγωνίζεται για την επιβίωση του.
Από το 1954, ο Μάρκος επισκέφθηκε τη Σύρο και παρέμεινε εκεί για ένα χρόνο, και αργότερα, με τη μεσολάβηση του Βασίλη Τσιτσάνη, η εταιρεία «Columbia», στην οποία ο Τσιτσάνης ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής, κυκλοφόρησε δίσκο με τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και άλλους καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι και η Άντζελα Γκρέκα.
Αυτή η ανανέωση της καριέρας του συνέπεσε με την ανάπτυξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής και την αναγνώριση του Βαμβακάρη ως ενός από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του είδους. Το 1960, η καριέρα του άρχισε να ανθεί ξανά και η μουσική του άφησε ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, παρά την τεράστια μουσική του κληρονομιά, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του με σοβαρά οικονομικά προβλήματα και προσωπικές δυσκολίες. Σύμφωνα με δηλώσεις του γιου του, Δομένικου, η οικογένεια του Μάρκου αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο για να καλύψει τα έξοδα της κηδείας του. Η ίδια μαρτυρία υπάρχει και από τη σύζυγό του, η οποία διηγήθηκε: «...όταν πέθανε, κάναμε έρανο για να μαζέψουμε χρήματα για την ταφή...». Αυτές οι συνθήκες αποτυπώνουν την τραγική κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Μάρκος στα τελευταία του χρόνια, παρά την αναγνώριση που έλαβε από το κοινό και την ιστορία της μουσικής.
Η αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη κυκλοφόρησε το 1973, περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Το έργο αυτό επιμελήθηκε η Αγγελική Βέλλου-Κάιλ και ήταν αποτέλεσμα της μελέτης της στα πλαίσια των μαθημάτων της στο Πανεπιστημιακή Σχολή Καλών Τεχνών στη Νέα Υόρκη. Το βιβλίο αποτελεί μια σημαντική παρακαταθήκη για την κατανόηση του βίου και του έργου του, ενώ παράλληλα προσφέρει μια εκ βαθέων ματιά στη ζωή του ανθρώπου που θεωρείται ο πατέρας του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη
Το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη, το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1995, αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς πολιτιστικούς θεσμούς για τη διατήρηση και προβολή της μνήμης του μεγάλου ρεμπέτη. Ωστόσο, η ιδέα για την ίδρυση του Μουσείου είχε προγραμματιστεί πολύ νωρίτερα, καθιστώντας το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας επιθυμίας να τιμηθεί η μνήμη του Βαμβακάρη, του ανθρώπου που επηρέασε βαθιά την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής.
Η πρώτη δημόσια αναγνώριση του Μάρκου Βαμβακάρη πραγματοποιήθηκε με τη μετονομασία ενός δρόμου στην Απάνω Χώρα της Σύρου, που πήρε το όνομα του μεγάλου μουσικού. Εν συνεχεία, το 1987, δημιουργήθηκε η ομώνυμη πλατεία με την προτομή του, καθιστώντας σαφή τη σημαντικότητα της παρουσίας του στην τοπική ιστορία και πολιτισμό.
Το Μουσείο στεγάζεται σε ένα παραδοσιακό διώροφο σπίτι στην οδό Αγίου Σεβαστιανού 3 στην Άνω Χώρα της Σύρου, το οποίο ανακαινίστηκε και διαμορφώθηκε κατάλληλα για να φιλοξενήσει τα προσωπικά αντικείμενα του Μάρκου Βαμβακάρη. Εκεί, ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με πολλά ενθυμήματα που αποτυπώνουν τη ζωή και το έργο του. Ανάμεσα στα αντικείμενα που εκτίθενται περιλαμβάνονται το αχρησιμοποίητο διαβατήριό του, η ταυτότητά του, τα ρούχα και τα παπούτσια του, καθώς και προσωπικά του κειμήλια, όπως το δαχτυλίδι και το ρολόι του. Επιπλέον, εκτίθενται εργαλεία που χρησιμοποιούσε, όπως τανάλιες και μαχαιράκια, καθώς και χειρόγραφα κείμενά του.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα αντικείμενα που παραχωρήθηκαν από την οικογένειά του, προσφέροντας έτσι στον επισκέπτη μια ιδιαίτερη ματιά στη ζωή και τις καθημερινές συνήθειες του Μάρκου Βαμβακάρη. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από την επίσκεψη στο Μουσείο είναι αυτή της άμεσης επαφής με το παρελθόν, καθώς τα προσωπικά αντικείμενα του Βαμβακάρη φέρουν τις αχνές αποτυπώσεις του ίδιου του μουσικού και της εποχής του.
Το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη παραμένει ανοιχτό από την 1η Ιουνίου έως τα τέλη Σεπτεμβρίου, προσφέροντας στους επισκέπτες την ευκαιρία να γνωρίσουν την ζωή και το έργο του μεγάλου ρεμπέτη τις πρωινές και απογευματινές ώρες.
Πολιτικές απόψεις του Μάρκου Βαμβακάρη
Ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις, οι οποίες επηρεάστηκαν από τα γεγονότα και τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής του. Στο δημοψήφισμα του 1935, το οποίο καθόρισε τη μορφή του πολιτεύματος στην Ελλάδα, ο Μάρκος ψήφισε υπέρ της αποκατάστασης της βασιλείας, καθώς ήταν γνωστός για τις βασιλόφρονες πεποιθήσεις του. Το 1935, μετά το θετικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ επανήλθε στον θρόνο και ο Βαμβακάρης εξέφρασε τη στήριξή του στον θεσμό της βασιλείας.
Επιπλέον, ο Μάρκος Βαμβακάρης δέχθηκε να αποδεχθεί την παρέμβαση της λογοκρισίας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, αφαιρώντας από τα τραγούδια του τις χασικλίδικες αναφορές, πιθανώς προκειμένου να αποφύγει τυχόν προβλήματα με τις αρχές.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940, ο Βαμβακάρης συνέχισε να τραγουδά και να ερμηνεύει τραγούδια, τόσο δικά του όσο και του Σπύρου Περιστέρη. Πολλά από αυτά τα τραγούδια είχαν στίχους προσαρμοσμένους στις συνθήκες και τα γεγονότα της εποχής, όπως τα «Γεια σας φανταράκια μας» και «Το όνειρο του Μπενίτο», που ενσωμάτωναν την αγωνία και τη συγκίνηση της ελληνικής αντίστασης στον πόλεμο.
Επιτυχίες του Μάρκου Βαμβακάρη
Ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα του στην καριέρα του ήταν η ηχογράφηση του πρώτου εμπορικά επιτυχημένου τραγουδιού με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να 'ρχόσουνα ρε μάγκα στο τεκέ μας») το 1933. Παρά τις επιφυλάξεις του για την ποιότητα της φωνής του, το τραγούδι απέκτησε μεγάλη επιτυχία και αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Η ηχογράφηση αυτή άνοιξε τον δρόμο για άλλους μεγάλους συνθέτες του ρεμπέτικου, όπως οι Κώστας Σκαρβέλης, Σπύρος Περιστέρης και Παναγιώτης Τούντας, οι οποίοι άρχισαν να ηχογραφούν συνοδεία λαϊκής ορχήστρας με μπουζούκια.
Το 1934, ο Μάρκος Βαμβακάρης συμμετείχε στο καινοτόμο μουσικό σχήμα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά. Το σχήμα αυτό έκανε αίσθηση, καθώς εισήγαγε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, ξεπερνώντας την προηγούμενη δημοφιλή λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών.
Η περίοδος λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρείται η πιο παραγωγική του. Το 1935 έγραψε και ηχογράφησε το θρυλικό τραγούδι «Φραγκοσυριανή», το οποίο με το πέρασμα των χρόνων έγινε ακόμα πιο δημοφιλές με την ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση 25 χρόνια αργότερα. Ο ίδιος ο Μάρκος αφηγείται την ιστορία πίσω από τη δημιουργία του τραγουδιού:
Το 1935, επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Σύρο μετά από 20 χρόνια, συνοδευόμενος από τον Μπάτη, τον αδερφό του και τον πιανίστα Ροβερτάκη. Έπαιξε σε ένα μαγαζί στην παραλία και κάθε βράδυ μαζευόταν πλήθος κόσμου. Εκεί, ενώ τραγουδούσε, είδε μια όμορφη κοπέλα με μαύρα μάτια και την σκέφτηκε όλη τη νύχτα. Αυτή η εμπειρία τον ενέπνευσε να γράψει το τραγούδι «Φραγκοσυριανή», χωρίς να γνωρίζει καν το όνομα της κοπέλας, η οποία ποτέ δεν έμαθε ότι το τραγούδι ήταν για αυτήν.
Δισκογραφία Μάρκου Βαμβακάρη
Η δισκογραφική πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη υπήρξε εξαιρετικά πλούσια και καθοριστική για την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού στην Ελλάδα. Τα ηχογραφημένα τραγούδια του ξεπερνούν τα 200, ενώ ηχογράφησε περισσότερα από 200 τραγούδια και έγραψε εκατοντάδες τραγούδια κατά τη διάρκεια της πορείας του.
Επιπλέον, το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει περί τα 350-400 τραγούδια, τα οποία έγραψε και μελοποίησε κατά τη διάρκεια όλης της πορείας του στο ρεμπέτικο.
Από το 1932 μέχρι το 1960, ο Βαμβακάρης ηχογράφησε 149 τραγούδια που ήταν δικές του συνθέσεις και 220 τραγούδια ως ερμηνευτής. Από αυτά τα 220, τα 131 ήταν δικές του συνθέσεις και τα 89 άλλων δημιουργών.
Το ρεπερτόριο του Βαμβακάρη περιλαμβάνει σημαντικά τραγούδια από πολλούς συνθέτες της εποχής. Συνεργάστηκε με μεγάλους καλλιτέχνες και έγραψε τραγούδια για άλλους δημιουργούς. Μεταξύ αυτών, τραγούδησε συνθέσεις του Σπύρου Περιστέρη (30 τραγούδια), του Βασίλη Τσιτσάνη (24 τραγούδια), του Αποστόλη Χατζηχρήστου (7 τραγούδια), καθώς και άλλων σημαντικών δημιουργών της εποχής.
Η μουσική του προσφορά υπήρξε τεράστια και κατά τη διάρκεια των ετών καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία αντικατέστησε την παλαιότερη ορχήστρα των σαντουροβιολιών, δίνοντας νέα διάσταση στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Σε πολλά από τα τραγούδια του χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του παππού του, Ρόκος, ενώ άλλα τραγούδια του έχουν καταχωρηθεί με τα ονόματα φίλων του, όπως του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη (ή Φωτίδα), του Μίνωα Μάτσας και άλλων.
Ο Βαμβακάρης συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής, όπως τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Καίτη Γκρέι, την Άντζελα Γκρέκα και τον Στράτο Διονυσίου.
Η δισκογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη παραμένει θεμέλιο λίθος για την ελληνική λαϊκή μουσική και έχει επηρεάσει αμέτρητους καλλιτέχνες που ακολούθησαν, συνεισφέροντας στην εξέλιξη και διάδοση του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Σχόλια