Η εξέγερση των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης, 8 Μαΐου 1936
Στις 8 Μαΐου 1936, η πόλη της Θεσσαλονίκης μετατρέπεται σε σκηνή αιματηρής τραγωδίας, η οποία θα χαραχθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη του ελληνικού λαού και θα αποτελέσει ορόσημο στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Πάνω από 7.000 καπνεργάτες κατακλύζουν τους δρόμους της πόλης, διαδηλώνοντας με πάθος και απελπισία για την καλυτέρευση των όρων εργασίας τους και τη διεκδίκηση αξιοπρεπών αποδοχών. Η κινητοποίηση αυτή πραγματοποιείται σε ένα ιδιαίτερα ζοφερό οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο: η Ελλάδα βιώνει ακόμη τις καταστροφικές συνέπειες του παγκόσμιου οικονομικού κραχ, ενώ η ανεργία και η φτώχεια πλήττουν ευρέως τα λαϊκά στρώματα.
Η απάντηση του κρατικού μηχανισμού υπήρξε αμείλικτη και δυσανάλογη προς τη φύση της διαμαρτυρίας. Οι δυνάμεις της Χωροφυλακής επιτίθενται με πρωτοφανή βιαιότητα, χρησιμοποιώντας όπλα και ξίφη κατά των διαδηλωτών. Το αποτέλεσμα αυτής της κατασταλτικής επέμβασης είναι βαρύ: 12 νεκροί εργάτες και 282 τραυματίες, σε ένα από τα πιο αιματοβαμμένα επεισόδια καταστολής κοινωνικής διαμαρτυρίας στη νεότερη ελληνική ιστορία.
Ανάμεσα στα θύματα ξεχωρίζει η μορφή του 25χρονου οδηγού Τάσου Τούση, ο οποίος πέφτει νεκρός στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου. Η σκηνή που ακολουθεί παραμένει συγκλονιστική: η μητέρα του, Κατίνα Τούση, καταρρέει πάνω από το άψυχο σώμα του παιδιού της, θρηνεί με σπαραγμό και οδύνη, σε μια εικόνα που αποτυπώνεται σε φωτογραφία και δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ριζοσπάστης. Η φωτογραφία αυτή αναδεικνύεται σε πανανθρώπινο σύμβολο: της μάνας που θρηνεί το παιδί της, της εργατικής τάξης που αιμορραγεί, του λαού που επαναστατεί.
Η εικόνα της θρηνούσας μάνας ασκεί βαθύτατη επίδραση στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Συγκλονισμένος από το περιστατικό, αποσύρεται στη σοφίτα του και, μέσα σε δύο μερόνυχτα έντονης συγκινησιακής φόρτισης και δημιουργικού πυρετού, συνθέτει τον Επιτάφιο, ένα από τα σπουδαιότερα ποιητικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το ποίημα, λυρικός θρήνος και ταυτόχρονα ύμνος στη μητρική αγάπη και τον αγώνα του λαού, γνωρίζει άμεση απήχηση: κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα, τα οποία εξαντλούνται σχεδόν αμέσως. Λίγο αργότερα, η ανερχόμενη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά θα προβεί στην πυρπόληση όσων αντιτύπων βρέθηκαν, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, επιχειρώντας να καταπνίξει τη φλόγα της λαϊκής έκφρασης.
Η κηδεία των νεκρών, στις 10 Μαΐου 1936, μετατρέπεται σε πρωτοφανή σε όγκο και παλμό λαϊκή διαμαρτυρία. Περισσότεροι από 150.000 πολίτες συνοδεύουν τα φέρετρα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, με το πλήθος να συγκροτεί μια αυθόρμητη, μαχητική πομπή. Ο στρατός, σε ένδειξη συμπάθειας ή και απροθυμίας να καταπνίξει περαιτέρω τη λαϊκή οργή, αρνείται να επιτεθεί και σε αρκετές περιπτώσεις συναδελφώνεται με το πλήθος. Αντιθέτως, οι χωροφύλακες βρίσκονται απομονωμένοι στα αστυνομικά τμήματα, αδυνατώντας να επέμβουν.
Η απεργία τερματίζεται τέσσερις ημέρες αργότερα, με τη μερική ικανοποίηση των βασικών οικονομικών αιτημάτων των καπνεργατών, ωστόσο χωρίς να υπάρξει καμία λογοδοσία για τους υπευθύνους της σφαγής. Αντιθέτως, το επόμενο διάστημα σηματοδοτείται από ένα κύμα συλλήψεων, εξοριών και ενίσχυσης του αυταρχισμού, μέσα σε ένα κλίμα στρατοκρατικής πειθάρχησης, που θα κορυφωθεί με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936.
Η εξέγερση των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης και τα γεγονότα που τη συνόδευσαν εγγράφονται ως σημαντικός σταθμός στην ιστορία των κοινωνικών αγώνων στην Ελλάδα, ενσωματώνοντας στη συλλογική μνήμη το αίτημα για αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατική ελευθερία.
Σχόλια