Οι Έλληνες νικούν τους Οθωμανούς στο Χάνι της Γραβιάς, 8 Μαΐου 1821
Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς αποτελεί μία από τις πλέον ηρωικές και στρατηγικά καθοριστικές στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με έκβαση θριαμβευτική υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων. Διεξήχθη στις 8 Μαΐου 1821 και υπήρξε αποτέλεσμα της διορατικής στρατηγικής του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος, επικεφαλής μικρής δύναμης περίπου 120 ανδρών, κατόρθωσε να αποκρούσει και να καθυστερήσει το πολυάριθμο στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη, που αριθμούσε περί τους 9.000 άνδρες.
Η Εξέλιξη των Γεγονότων
Πριν ξεκινήσει την εκστρατεία του προς την Πελοπόννησο, ο Ομέρ Βρυώνης, που είχε ως βάση τα Τρίκαλα, διέταξε τους προσκείμενους σε αυτόν καπεταναίους της Δυτικής Ελλάδος να συγκεντρωθούν στη Γραβιά της Φωκίδας, σημείο απ’ όπου θα περνούσε ώστε να τους συμπεριλάβει στην πορεία του. Παράλληλα, απέστειλε ιδιαίτερο αγγελιαφόρο στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, αναγγέλλοντάς του τον θάνατο του Αθανασίου Διάκου και προσκαλώντας τον να παραστεί στη συγκέντρωση των οπλαρχηγών. Υποσχόταν μάλιστα να τον συγχωρήσει για τη δολοφονία του Χασάν μπέη Γκέκα και να του παραχωρήσει το αρματολίκι της Λιάκουρας, ως ένδειξη εύνοιας και ενσωμάτωσης στο οθωμανικό στρατόπεδο.
Ο Οδυσσέας, αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις του αντιπάλου, έφθασε στις 3 Μαΐου 1821 στη Γραβιά συνοδευόμενος από τον Κοσμά Σουλιώτη, τον Ευστάθιο Κατσικογιάννη και περίπου εκατό έμπιστους άνδρες. Η στρατηγική του διορατικότητα τον οδήγησε αμέσως στη διαπίστωση πως εκεί έπρεπε να δοθεί η μάχη, ώστε με κάθε θυσία να ανακοπεί η προέλαση του Βρυώνη προς τη νότια Ελλάδα.
Μετά από πρόσκληση του Ανδρούτσου, κατέφθασαν και άλλοι καπεταναίοι. Σε σύσκεψη που ακολούθησε, ο Ανδρούτσος πρότεινε να κλειστούν όλοι μαζί στο Χάνι, ώστε να αναγκαστούν να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, χωρίς δυνατότητα οπισθοχώρησης. Ωστόσο, οι καπεταναίοι Πανουργιάς και Γιάννης Δυοβουνιώτης δεν αποδέχθηκαν την πρόταση. Έτσι, οι δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρία επιμέρους τμήματα: το ένα υπό τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη κατέλαβε τις θέσεις στο ύψωμα του Χλωμού, αριστερά του δρόμου· το δεύτερο, υπό τους Σουλιώτη και Κατσικογιάννη, ανέλαβε τα υψώματα στα δεξιά· ενώ οι υπόλοιποι, με τον ίδιο τον Οδυσσέα, οχυρώθηκαν εντός του Χανίου.
Με σκοπό να ενισχύσει το ηθικό των ανδρών του, ο Οδυσσέας τους προσκάλεσε σε χορό. Ο ίδιος έσυρε το τσάμικο, δίνοντας πρώτος το παράδειγμα της λεβεντιάς και της ψυχικής ετοιμότητας. Πρώτος σηκώθηκε και έπιασε το μαντήλι ο Γιάννης Γκούρας· τον ακολούθησε ο Αρβανίτης ή Τουρκαλβανός Γκίκας Μουσταφάς, στη συνέχεια ο Παπανδριάς, ο Κομνάς Τράκας, ο Αγγελής Γοβιός, οι Καπογιωργαίοι και άλλοι. Συνολικά, 120 άνδρες, μαζί με το προσωπικό του Χανίου, χόρεψαν και εν συνεχεία μετέτρεψαν το ταπεινό οικοδόμημα σε απόρθητο οχυρό. Έφραξαν τα ανοίγματα, ενίσχυσαν τις εισόδους και διαμόρφωσαν πολεμίστρες, προετοιμαζόμενοι για τη μάχη που θα έμενε στην ιστορία ως μία από τις ενδοξότερες στιγμές της Επανάστασης.
Η πορεία της Μάχης
Η πορεία της Μάχης του Χανίου της Γραβιάς υπήρξε από τις πλέον δραματικές και έντονα φορτισμένες στιγμές της Επανάστασης του 1821, αποκαλύπτοντας τη στρατηγική ευφυΐα του Οδυσσέα Ανδρούτσου και την αποφασιστικότητα των λίγων υπερασπιστών του χανίου απέναντι στην αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών.
Μόλις κατέφθασε στην περιοχή ο Ομέρ Βρυώνης, επικεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης που αριθμούσε μεταξύ 7.000 και 8.000 πεζών καθώς και περίπου 1.000 ιππέων, προχώρησε στην εκτόπιση των τμημάτων του Πανουργιά, του Δυοβουνιώτη, του Κοσμά Σουλιώτη και του Κατσικογιάννη. Καθώς συνειδητοποίησε τα όσα διαδραματίζονταν εντός του Χανίου, εξοργίστηκε, αντιλαμβανόμενος ότι ο Ανδρούτσος όχι μόνο δεν είχε προσχωρήσει στον οθωμανικό στρατό, όπως ενδεχομένως ανέμενε, αλλά είχε προσεγγίσει τη Γραβιά με σκοπό να παρεμποδίσει την κάθοδο των στρατευμάτων του προς τα Σάλωνα και την Πελοπόννησο μέσω της Σκάλας Σαλώνων. Η κίνηση αυτή του Ομέρ Βρυώνη είχε στόχο την παράκαμψη του Ισθμού της Κορίνθου, που τότε φυλασσόταν από επαναστατικές δυνάμεις.
Αφού οι Τούρκοι προέβησαν σε πλήρη περικύκλωση της περιοχής και του ίδιου του χανίου, ο Βρυώνης απέστειλε τον Χασάν-δερβίση με σκοπό να πείσει τον Ανδρούτσο να παραδοθεί. Η απάντηση όμως του τελευταίου υπήρξε κάθετα αρνητική. Η διαπραγμάτευση εξελίχθηκε σε έντονη και υβριστική αντιπαράθεση, η οποία έληξε με τον θάνατο του δερβίση, που έπεσε νεκρός από σφαίρα του ίδιου του Ανδρούτσου. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε το έναυσμα της μάχης.
Οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον του Χανίου, η οποία όμως αποκρούστηκε με σθένος και αποφασιστικότητα από τους Έλληνες. Η πρώτη έφοδος αναχαιτίστηκε με σημαντικές απώλειες για τους Τούρκους· το ίδιο συνέβη και με τη δεύτερη και την τρίτη, που ακολούθησαν. Βλέποντας τους άνδρες του να θερίζονται από τα εύστοχα πυρά των κλεισμένων στο Χάνι, ο Βρυώνης διέταξε να μεταφερθούν πυροβόλα από τη Λαμία, με σκοπό να ανατινάξει το οικοδόμημα, το οποίο είχε πλέον μετατραπεί σε απόρθητο φρούριο.
Ύστερα από επτά διαδοχικές, άκαρπες και αιματηρές επιθέσεις, οι Οθωμανοί ανέστειλαν τις επιχειρήσεις τους, αναμένοντας την άφιξη του πυροβολικού. Οι Έλληνες, έχοντας κατανοήσει τις προθέσεις του εχθρού, εκτέλεσαν, κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, μια τολμηρή και άκρως ριψοκίνδυνη έξοδο, διασχίζοντας αθόρυβα τις τουρκικές γραμμές. Κατά την ηρωική αυτή αποχώρηση, και ενώ είχαν ήδη κατορθώσει να σκοτώσουν πάνω από 300 Τούρκους και να καθυστερήσουν καθοριστικά την προέλαση του στρατού του Βρυώνη, θρηνήθηκαν ελάχιστες απώλειες: μόλις έξι νεκροί, σύμφωνα με την πλειοψηφία των ιστορικών πηγών. Ωστόσο, σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση του Μουσείου του Χανίου της Γραβιάς, η οποία μεταδίδεται και μέσω οπτικοακουστικού υλικού στους επισκέπτες, οι απώλειες των Ελλήνων περιορίστηκαν σε μόλις δύο νεκρούς, οι οποίοι και ετάφησαν πριν από την αποχώρηση των υπερασπιστών.
Η έξοδος αυτή, παρά τη φαινομενική υποχώρηση, επισφράγισε μία στρατηγική νίκη των Ελλήνων, η οποία δεν συνίστατο μόνο στη φυσική καταστροφή που προκάλεσαν στον εχθρό, αλλά κυρίως στην ηθική υπεροχή και την καθοριστική επιβράδυνση της τουρκικής προέλασης προς τον επαναστατημένο Μοριά.
Συνέπειες
Τα θύματα των Οθωμανών υπήρξαν πολυάριθμα: πάνω από τριακόσιοι άνδρες φονεύθηκαν και εξακόσιοι περίπου τραυματίστηκαν μέσα σε λίγες μόνον ώρες σκληρής μάχης. Αντιθέτως, οι ελληνικές απώλειες υπήρξαν εντυπωσιακά περιορισμένες, με μόλις έξι πολεμιστές να αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της σύγκρουσης. Η στρατηγική σημασία της μάχης της Γραβιάς αποδείχθηκε καθοριστική για την έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης στα πρώτα και ιδιαίτερα κρίσιμα στάδιά της. Η επιτυχής αναχαίτιση της προέλασης του Ομέρ Βρυώνη προς την Πελοπόννησο απέτρεψε την ενδεχόμενη καταστολή του επαναστατικού κινήματος στον Μοριά, όπου η Επανάσταση δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί.
Επιπλέον, η καθυστέρηση αυτή επέτρεψε στους Έλληνες να οργανωθούν και να πετύχουν μία άλλη σημαντική νίκη στο Βαλτέτσι, γεγονός που ενίσχυσε το ηθικό των αγωνιστών και εδραίωσε την πίστη στη δυνατότητα επιτυχίας του Αγώνα. Ο Ομέρ Βρυώνης, βαθύτατα κλονισμένος από την έκβαση της μάχης στη Γραβιά, έκρινε σκόπιμο να αναστείλει προσωρινά την εκστρατεία του και υποχώρησε στην Εύβοια, με σκοπό να ενωθεί αργότερα με τις δυνάμεις του Κιοσσέ Μεχμέτ, ο οποίος είχε παραμείνει στη Μενδενίτσα ως οπισθοφυλακή. Έτσι, αποτράπηκε η κάθοδος ενός ισχυρού οθωμανικού στρατού στον νότο, ενώ η επιτυχία αυτή συνέβαλε καθοριστικά στην τόνωση του επαναστατικού φρονήματος και στη διάδοση του αγώνα και στη Δυτική Ελλάδα.
Οργισμένος από την ταπεινωτική του ήττα, ο Ομέρ Βρυώνης διέταξε τον εμπρησμό και την ολοκληρωτική καταστροφή του Χανιού με κανονιοβολισμούς, σε μια προσπάθεια να εξαφανίσει κάθε ίχνος της ντροπής που υπέστη ο στρατός του στο συγκεκριμένο σημείο. Ως αποτέλεσμα, σήμερα σώζονται ελάχιστα μόνον υπολείμματα από τα αρχικά θεμέλια του ιστορικού οικοδομήματος. Αντίκρυ ακριβώς από τον χώρο της μάχης έχει ανεγερθεί ένα πιστό αντίγραφο του Χανιού, το οποίο λειτουργεί ως μουσείο και τόπος μνήμης, φιλοξενώντας εκθέσεις και οργανωμένες ξεναγήσεις. Στον χώρο υποδοχής του μουσείου δεσπόζει πίνακας του Ιταλού ζωγράφου Σεβερίνο Μπαράλντι, προσδίδοντας εικαστική διάσταση στην ιστορική ανάμνηση της μάχης και τιμώντας τους υπερασπιστές της Γραβιάς.
Τα Χάνια
Τα χάνια, χαρακτηριστικά οικοδομήματα του οθωμανικού και μεταγενέστερου ελληνικού χώρου, αποτελούσαν τα βασικά καταλύματα και σταθμούς ξεκούρασης των ταξιδιωτών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά και αργότερα, έως και τα νεώτερα χρόνια. Απαντούσαν διάσπαρτα σε όλη την ελληνική επικράτεια, σε τακτικές αποστάσεις περίπου 35 έως 40 χιλιομέτρων μεταξύ τους, ώστε να διευκολύνουν τη μετακίνηση και την ανάπαυση των διαβατών σε μεγάλες διαδρομές, ιδιαίτερα σε ορεινές και δύσβατες περιοχές.
Η αρχιτεκτονική τους δομή ακολουθούσε συγκεκριμένη τυπολογία. Το κύριο κτίσμα ήταν συνήθως διώροφο, με τον γυναικωνίτη να καταλαμβάνει τον επάνω όροφο —χώρο προορισμένο αποκλειστικά για τις γυναίκες—, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις απομονωνόταν από το ισόγειο με κινητή σκάλα, για λόγους ιδιωτικότητας και προστασίας. Πέρα από το κεντρικό οικοδόμημα, στο χάνι περιλαμβάνονταν και βοηθητικές κατασκευές στον περίβολο, οι οποίες εξυπηρετούσαν τις καθημερινές ανάγκες των φιλοξενουμένων: υπήρχαν απόπατοι με ξύλινο δάπεδο και κυκλική οπή, μαγειρειά, παραδοσιακοί ξυλόφουρνοι, πλυσταριά και άλλοι χώροι για την προσωπική ή οικιακή υγιεινή.
Ολόκληρο το συγκρότημα περιβαλλόταν από μάντρα ύψους περίπου δύομισι μέτρων, κατασκευασμένη από πλίνθους – δηλαδή ένα μείγμα πηλού, άχυρου και κοπριάς ζώων (καβαλίνας) – που εξασφάλιζε προστασία από επιδρομές ή τυχόν απειλές της υπαίθρου. Οι παρεχόμενες υπηρεσίες δεν περιορίζονταν μόνο στους ανθρώπους, αλλά αφορούσαν εξίσου και τα υποζύγια, που αποτελούσαν βασικό μέσο μεταφοράς. Στα χάνια προβλεπόταν η φροντίδα των ζώων: τάισμα, πότισμα, καθαρισμός (ξύστρισμα), προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή συνέχιση του ταξιδιού. Παράλληλα, για τους ανθρώπους προσφέρονταν ροφήματα, ζεστά γεύματα και δυνατότητα διανυκτέρευσης, καθιστώντας τα χάνια πολύτιμους κόμβους υποδομής και φιλοξενίας στον προνεωτερικό ελληνικό χώρο.
Σχόλια