Η Σφαγή των Προξένων στη Θεσσαλονίκη, 6 Μαΐου 1876
Ως «Σφαγή των Προξένων» έχει καταγραφεί στην ιστοριογραφία το δραματικό και βαρυσήμαντο γεγονός που διαδραματίστηκε στις 6 Μαΐου του 1876 στην πολυεθνοτική και ταραγμένη τότε Θεσσαλονίκη, υπό οθωμανική κυριαρχία. Εκείνη την ημέρα, εξαγριωμένος μουσουλμανικός όχλος λυντσάρισε με αγριότητα εντός του χώρου μουσουλμανικού τεμένους τον πρόξενο της Γερμανίας Ερρίκο Άμποτ και τον πρόξενο της Γαλλίας Ζυλ Μουλέν. Το γεγονός υπήρξε απότοκος της έντονης αναστάτωσης που προκλήθηκε στον μουσουλμανικό πληθυσμό της πόλης, ύστερα από την απόπειρα αποτροπής του εξισλαμισμού μιας νεαρής χριστιανής, η οποία είχε καταφύγει στο προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου και παρέμεινε προσωρινά υπό προστασία.
Η κρίσιμη εκείνη μέρα εκτυλίχθηκε υπό τα βλέμματα και την μερική εμπλοκή των προξένων άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων — της Βρετανίας, της Ιταλίας και της Αυστρίας — οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες, αν και όχι άμεσα εμπλεκόμενοι, της αιματηρής κατάληξης των γεγονότων. Η βίαιη αυτή πράξη, εκτός από την αποτρόπαιη φύση της, προσέλαβε σοβαρές διεθνείς διαστάσεις, προκαλώντας έντονη ανησυχία στα ευρωπαϊκά χριστιανικά κράτη αναφορικά με την ασφάλεια τόσο των πολιτών όσο και των διπλωματικών τους εκπροσώπων εντός των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η διεθνής αντίδραση ήταν άμεση και ισχυρή. Πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και του ίδιου του Βασιλείου της Ελλάδος, κατέπλευσαν στα ανοιχτά της Θεσσαλονίκης σε ένδειξη αποφασιστικότητας και διπλωματικής πίεσης. Οι οθωμανικές αρχές, σε μια προσπάθεια καταπράυνσης των εντυπώσεων και εξευμενισμού της διεθνούς κοινότητας, προέβησαν σε συλλήψεις και απαγχονισμό των φερόμενων ως ενόχων, ενώ παράλληλα καθαίρεσαν τους τότε διοικητικούς αξιωματούχους της πόλης. Επιπλέον, καταβλήθηκαν χρηματικές αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων. Το επεισόδιο έμελλε να έχει επιπτώσεις και σε ανώτατο επίπεδο: λίγες εβδομάδες αργότερα, ο ίδιος ο σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ καθαιρέθηκε από την εξουσία, καθώς οι εξευτελιστικοί όροι που του επιβλήθηκαν από τις Δυτικές Δυνάμεις για την εξομάλυνση της κρίσης θεωρήθηκαν ως περαιτέρω ένδειξη της εσωτερικής παρακμής και του διεθνούς εξευτελισμού της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας.
Οι δολοφονημένοι πρόξενοι, Ερρίκος Άμποττ (αριστερά) και Ζυλ Μουλέν (δεξιά)
Το Γενικό Ιστορικό Πλαίσιο της Εποχής
Το τραγικό επεισόδιο της Θεσσαλονίκης εκδηλώθηκε σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, που επιβάρυνε τη συνοχή και την ισχύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870, η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε σειρά αιματηρών εξεγέρσεων στα Βαλκάνια και παράλληλα δοκιμαζόταν από δεινή οικονομική κρίση. Τον Ιούλιο του 1875, είχαν ξεσπάσει μεγάλες εξεγέρσεις στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, με την υποστήριξη της Σερβίας και του Μαυροβουνίου και υπό την ευρύτερη επιρροή της Ρωσίας. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε επίσημα πτώχευση, γεγονός που ενέτεινε το αίσθημα αδυναμίας και παρακμής.
Τον Απρίλιο του 1876, μια νέα εξέγερση ξέσπασε από βουλγαρικά επαναστατικά στοιχεία στην περιοχή της Ροδόπης, με αποκορύφωμα τη σφαγή του Μπατάκ — μια θηριωδία που συγκλόνισε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και αναζωπύρωσε τον εθνοθρησκευτικό φανατισμό. Όλες αυτές οι εξελίξεις εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος, το οποίο είχε καταστεί ο κόμβος σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ παράλληλα πυροδοτούσε την καχυποψία των μουσουλμάνων υπηκόων απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς και τις ευρωπαϊκές επιρροές.
Η αντίδραση αυτή οξυνόταν ακόμη περισσότερο λόγω των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ) που είχαν εφαρμοστεί από τα μέσα του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο μιας γενικής προσπάθειας φιλελευθεροποίησης της κρατικής λειτουργίας και μείωσης των θρησκευτικών διακρίσεων. Για μεγάλο μέρος των μουσουλμάνων υπηκόων, η εξίσωση των δικαιωμάτων των χριστιανών εθεωρείτο όχι ως πρόοδος, αλλά ως προσβολή της ιστορικής τους πρωτοκαθεδρίας.
Τοπική Όξυνση και Ατμόσφαιρα στη Θεσσαλονίκη
Ειδικά σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλονίκη, η πόλη εκείνη την περίοδο αποτελούσε εύφλεκτο σημείο εθνοθρησκευτικών εντάσεων. Σε επιστολή του με ημερομηνία 5 Απριλίου 1876, ο Αυστριακός πρόξενος αναφέρει ρητώς πως το μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης βρισκόταν σε έκδηλη κατάσταση ερεθισμού και εχθρότητας απέναντι στον χριστιανικό πληθυσμό, ιδίως δε έναντι της ευρωπαϊκής παροικίας και των εκπροσώπων των ξένων δυνάμεων. Ήδη από τον χειμώνα του 1875–76, και συγκεκριμένα κατά τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο, υπήρξαν έντονες φήμες περί επικείμενου πογκρόμ εναντίον των χριστιανών κατοίκων. Η πιθανότητα αυτή τελικώς αποσοβήθηκε, κυρίως χάρη στην παρέμβαση του Γάλλου προξένου Μουλέν και τα κατασταλτικά μέτρα που ελήφθησαν από τον τότε κυβερνήτη της πόλης.
Ωστόσο, το απειλητικό κλίμα δεν διαλύθηκε. Αντιθέτως, υπέβοσκε σταθερά υπό την επιφάνεια των φαινομενικών ισορροπιών, έτοιμο να εκραγεί με την πρώτη αφορμή — όπως ακριβώς συνέβη με το περιστατικό του Μαΐου.
Ιστορικό Πλαίσιο και Επεισόδιο της Στεφάνας (ή Βελίκως)
Κατά την ταραχώδη περίοδο της ύστερης οθωμανικής κυριαρχίας στη Μακεδονία, σημειώθηκε ένα περιστατικό που προκάλεσε ιδιαίτερη αναστάτωση στην πολυεθνοτική κοινωνία της Θεσσαλονίκης, εγείροντας ερωτήματα περί θρησκευτικής ελευθερίας, κοινοτικής συνοχής και διεθνούς διπλωματικής παρέμβασης.
Πρωταγωνίστρια του επεισοδίου υπήρξε μια νεαρή Χριστιανή κοπέλα βουλγαρικής καταγωγής, ηλικίας μεταξύ 12 και 16 ετών, ορφανή από πατέρα και κάτοικος του χωριού Βογδάντσα. Η κοπέλα φέρεται να ονομαζόταν είτε Στεφάνα είτε Βελίκω· δύο ονόματα που απαντώνται σε διαφορετικές πηγές. Σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές, είχε αποφασίσει να ασπαστεί το Ισλάμ, ενδεχομένως λόγω ερωτικής σχέσης με νεαρό Τούρκο, με τον οποίο σχεδίαζε να συνάψει γάμο. Ωστόσο, υπάρχει και η εκδοχή κατά την οποία η επιθυμία εξισλαμισμού αποδίδεται σε επιδίωξη τοπικού αξιωματούχου της Θεσσαλονίκης, του Εμίν Εφέντη, να εντάξει την κοπέλα στο προσωπικό του χαρέμι.
Κατά την εκτίμηση των κοτζαμπάσηδων του χωριού, η νεαρή απήχθη από οικογένεια Τούρκων γειτόνων της· εντούτοις, μια εναλλακτική αφήγηση θέλει την κοπέλα να έχει καταφύγει εκούσια στο σπίτι των μουσουλμάνων, σε μια ενέργεια που χαρακτηρίστηκε ως σκηνοθετημένη απαγωγή. Εν συνεχεία, της προτάθηκε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες διαδικασίες μεταστροφής της στο Ισλάμ, όπως όριζε η οθωμανική νομοθεσία: απαιτούνταν η φυσική παρουσία του αιτούντος ενώπιον ειδικού συμβουλίου, καθώς και η κατάθεση ότι η αλλαγή πίστης γίνεται οικειοθελώς, χωρίς εξαναγκασμό.
Κατά τη μετάβασή της στη Θεσσαλονίκη, η Στεφάνα εγκατέλειψε την παραδοσιακή βουλγαρική της φορεσιά και ενδύθηκε με ισλαμικά γυναικεία ενδύματα —γιασμάκ και φερετζέ— συνοδευόμενη από μια Αράβισσα. Μέσω Γευγελής επιβιβάστηκε στην αμαξοστοιχία με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Κατά μία εκδοχή, η μητέρα της συνταξίδευε από την αρχή, προσπαθώντας να την αποτρέψει. Σύμφωνα όμως με άλλη πηγή, η μητέρα της ταξίδευε αυτοτελώς προς τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης για να ζητήσει βοήθεια, γεγονός που δηλώνει τη θρησκευτική της ένταξη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όχι στη Βουλγαρική Εξαρχία που μόλις είχε συσταθεί (1870). Στάση του τραίνου στο Καρασούλι (σημερινό Πολύκαστρο) οδήγησε στη δραματική αναγνώριση της κόρης από τη μητέρα, η οποία προσπάθησε απεγνωσμένα να αποτρέψει τον επικείμενο εξισλαμισμό.
Καθώς η αμαξοστοιχία κατέφθανε στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης το απόγευμα της 5ης Μαΐου (κατά το παλαιό ημερολόγιο), ημέρα εορτής του Αγίου Γεωργίου, στον χώρο του σταθμού βρίσκονταν ήδη πολυάριθμοι χριστιανοί —περί τα 150 άτομα, σύμφωνα με την αναφορά του οθωμανικού κυβερνήτη— μεταξύ των οποίων και ο Τζωρτζ Άμποτ, αδελφός του Άγγλου προξένου της Γερμανίας Ερρίκου Άμποτ, μέλη ευυπόληπτης αγγλικής οικογένειας της πόλης. Το πλήθος επιτέθηκε στη συνοδεία της κοπέλας, την αποσύνδεσε από αυτούς και προχώρησε σε ενέργειες με έντονο συμβολικό και προκλητικό χαρακτήρα: της αφαίρεσαν τα μουσουλμανικά ενδύματα και έσκισαν τον φερετζέ, πράξη που ερμηνεύθηκε από την τοπική μουσουλμανική κοινότητα ως σοβαρή ύβρις.
Η Στεφάνα και η μητέρα της φυγαδεύτηκαν με άμαξα στην οικία του βουλγαρικής καταγωγής προξένου των Ηνωμένων Πολιτειών, Περικλή Χατζηλαζάρου, στην περιοχή του Φραγκομαχαλά. Επειδή ο Χατζηλαζάρου απουσίαζε σε ταξίδι στην Έδεσσα, τις υποδέχθηκε η μητέρα του. Αφού διανυκτέρευσαν εκεί, το επόμενο πρωί, μεταφέρθηκαν κρυφά στην οικία του Ιωάννη Αυγερινού, Έλληνα επιχειρηματία με αυστριακή υπηκοότητα.
Εν τω μεταξύ, η είδηση της σύγκρουσης στον σιδηροδρομικό σταθμό διαδόθηκε ευρέως στη Θεσσαλονίκη, συνοδευόμενη από φήμες περί χρήσης όπλων και υποψιών ότι η "αρπαγή" ήταν προσχεδιασμένη από Έλληνες πρόκριτους σε συνεργασία με τον Χατζηλαζάρου. Ωστόσο, καταθέσεις Ευρωπαίων διπλωματών, περιλαμβανομένου του Αυστριακού προξένου, απέκλειαν την ύπαρξη αιματηρής σύγκρουσης και επεσήμαιναν τον αυθόρμητο χαρακτήρα του περιστατικού.
Το αμερικανικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, 1876
Η επόμενη ημέρα ανέδειξε την κρισιμότητα της κατάστασης. Πλήθος μουσουλμάνων, καθοδηγούμενο από τον μουφτή Ιμπραήμ Μπέη και τον Εμίν Εφέντη, συγκεντρώθηκε μπροστά από το αμερικανικό προξενείο στην περιοχή του Φραγκομαχαλά, απαιτώντας την παράδοση της κοπέλας. Παράλληλα, συγκέντρωση σημειώθηκε και ενώπιον του οθωμανικού διοικητηρίου (κονάκι), με την ένταση να αυξάνεται επικίνδυνα. Ο αρχηγός της αστυνομίας, συνταγματάρχης Σαλίμ Μπέης, απηύθυνε έκκληση για εκτόνωση της κατάστασης. Οι αρχές προσπάθησαν να καθησυχάσουν τους συγκεντρωμένους, υποστηρίζοντας πως η Στεφάνα θα αφεθεί ελεύθερη, χωρίς όμως να προβούν σε άμεση ενέργεια, γεγονός που ενίσχυσε την αγανάκτηση του πλήθους. Ο όχλος μετετράπη σε εξεγερμένο πλήθος, προαναγγέλλοντας ενδεχόμενη βίαιη πορεία προς το αμερικανικό προξενείο για την «απελευθέρωση» της κοπέλας.
Η δολοφονία των προξένων Άμποτ και Μουλέν – Ταραχές στην περιοχή του κυβερνείου
Το απόγευμα της 6ης Μαΐου, περί την τρίτη μεσημβρινή ώρα, η πόλη συγκλονίστηκε από γεγονότα μεγάλης έντασης που κορυφώθηκαν με την τραγική δολοφονία των προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας, Ερρίκου Άμποτ (γνωστού και ως Εδμόνδου) και Ζυλ Μουλέν αντιστοίχως. Οι δύο άνδρες συνδέονταν όχι μόνον διπλωματικά αλλά και οικογενειακώς: ο Μουλέν ήταν σύζυγος της μιας εκ των αδελφών του Άμποτ, ενώ άλλος εξάδελφος του τελευταίου, ο Περικλής Χατζηλαζάρου –πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών και προσωρινός οικοδεσπότης της νεαρής κοπέλας γύρω από την οποία είχε ξεσπάσει η αναταραχή– είχε ενυμφευθεί μίαν ακόμη αδελφή του Άμποτ.
Έχοντας πληροφορηθεί τη ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης και τον αναβρασμό πέριξ του κυβερνείου, οι δύο πρόξενοι έσπευσαν στον τόπο με σκοπό να συναντήσουν τον οθωμανό κυβερνήτη Μεχμέτ Ρεφέτ Πασά, ώστε να εκτιμήσουν από κοινού την κατάσταση και να συμβάλουν στην εξεύρεση ειρηνικής λύσης. Λίγο μετά την άφιξή τους, το συγκεντρωμένο πλήθος αυξήθηκε και άρχισε να τους περικυκλώνει απειλητικά. Προκειμένου να προστατευθούν, μετακινήθηκαν στο γειτονικό κτίσμα του τεμένους Σαατλί –στο μεντρεσέ του, δηλαδή τα διαμερίσματα των ιεροδιδασκάλων– το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το Διοικητήριο. Εκεί κατέφυγαν μαζί με τον κυβερνήτη και τον αρχηγό της αστυνομίας, υπό τη στοιχειώδη προστασία μερικών αστυνομικών.
Αναλογιζόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Άμποτ συνέταξε αμέσως επιστολή προς τον Χατζηλαζάρου, ζητώντας του να ελευθερώσει άμεσα την κοπέλα. Πλην όμως, ο αγγελιοφόρος που μετέφερε την επιστολή παρεμποδίστηκε από τον εξαγριωμένο όχλο, ο οποίος και κατέστρεψε το μήνυμα. Επιπλέον, αγνοούνταν από όλους ότι ο ίδιος ο Χατζηλαζάρου είχε ήδη αναχωρήσει εκτός πόλεως, ενώ η κοπέλα είχε μετακινηθεί σε άλλη οικία. Βλέποντας πως η πρώτη επιστολή δεν είχε αποτέλεσμα, ο Άμποτ απηύθυνε νέα έκκληση μέσω δεύτερης επιστολής προς τον αδελφό του, παρακαλώντας να πράξει παν το δυνατόν ώστε η κοπέλα να μεταφερθεί επειγόντως στο σημείο.
Παράλληλα, και ο Βρετανός πρόξενος Τζον Ε. Μπλαντ έφθασε στο σημείο της ταραχής, και αφού διαπίστωσε ιδίοις όμμασι την οξύτητα των εξελίξεων, συνέταξε και αυτός επιστολή προς τον Χατζηλαζάρου, καλώντας τον να στείλει την κοπέλα στο τέμενος. Η μητέρα του Χατζηλαζάρου, η οποία παρέμενε στο αμερικανικό προξενείο, αρχικά αρνείτο να αποκαλύψει την τοποθεσία της νεαρής στις αρχές. Εν τέλει, όμως, μόλις πληροφορήθηκε τη σοβαρότητα της κατάστασης και τον εγκλωβισμό των προξένων στο τέμενος, υπέδειξε στους αστυνομικούς την κρυψώνα της κοπέλας ώστε να μπορέσουν να τη μεταφέρουν εκεί.
Ο κυβερνήτης είχε ήδη στείλει εντολή για ενισχύσεις από τα οθωμανικά πολεμικά πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι. Εντούτοις, η απόκριση υπήρξε αργή, καθώς οι ναύτες είχαν διασκορπιστεί στην πόλη λόγω των εορταστικών εκδηλώσεων του Χιντρελέζ Κοζού, οι οποίες συνέπιπταν χρονικά με τους εορτασμούς του Αγίου Γεωργίου.
Περίπου μία ώρα αργότερα, η οργή του πλήθους κορυφώθηκε και η αυτοσυγκράτηση που είχε αρχικώς παρατηρηθεί εξανεμίστηκε. Οι εξεγερμένοι εισέβαλαν στο κτήριο του μεντρεσέ αρχικά από τη στέγη, κατόπιν αφαιρώντας τις σιδερένιες μπάρες από τα παράθυρα, και τέλος παραβιάζοντας την κύρια είσοδο, υπερνικώντας την ασθενή αντίσταση των λιγοστών φρουρών.
Μόλις εισήλθαν στον χώρο όπου βρίσκονταν οι πρόξενοι Άμποτ και Μουλέν, τους επιτέθηκαν λυσσαλέα, χτυπώντας τους με τις σιδερένιες μπάρες και άλλα αντικείμενα, ενώπιον του ίδιου του Ρεφέτ Πασά, ο οποίος μάταια εκλιπαρούσε να σταματήσουν τα πλήγματα, καθώς και του αρχηγού της αστυνομίας Σαλίμ Μπέη και των φρουρών, οι οποίοι αδυνατούσαν να τους προστατεύσουν αποτελεσματικά. Κατά τις μεταγενέστερες μαρτυρίες, ο μόνος που αντιστάθηκε σθεναρά ήταν ο λοχαγός Αλή Αγάς, ο οποίος τραυματίστηκε και παραμερίστηκε από τον όχλο. Ο κυβερνήτης απομακρύνθηκε για να διασωθεί, αν και κατά την τουρκική αφήγηση των γεγονότων φέρεται να τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και να έπεσε αναίσθητος.
Μετά τον θάνατο των δύο προξένων, οι ταραξίες συνέχισαν να καταφέρονται επί των παραμορφωμένων σορών τους, αφαιρώντας τους ακόμη και τα προσωπικά τους αντικείμενα. Εν συνεχεία, εξήλθαν από το τέμενος και κινήθηκαν προς το αμερικανικό προξενείο, ελπίζοντας να βρουν την κοπέλα. Την εντόπισαν καθ’ οδόν συνοδεία Τούρκων αστυνομικών. Όταν διαπιστώθηκε η ταυτότητά της, η ένταση εκτονώθηκε, ο όχλος άρχισε να διαλύεται και η πόλη επανήλθε σταδιακά σε κατάσταση ηρεμίας.
Ο άμεσος κίνδυνος γενικευμένης ανάφλεξης, που θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια του χριστιανικού πληθυσμού, φαίνεται πως είχε αποσοβηθεί. Οι αρχές πλέον επικεντρώθηκαν στην προστασία του αμερικανικού προξενείου.
Στο διοικητήριο είχαν συγκεντρωθεί ήδη οι πρόξενοι της Βρετανίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι με δηλώσεις τους απέδωσαν ανοικτά ευθύνες στον κυβερνήτη για τα διαδραματισθέντα, τη στιγμή που ο ίδιος φαινόταν ακόμη συγκλονισμένος από τα γεγονότα. Οι πρόξενοι απέστειλαν τηλεγραφήματα στις κυβερνήσεις τους, ενώ ο Βρετανός πρόξενος ζήτησε ρητώς την άμεση παρέμβαση του Βασιλικού Ναυτικού, εκτιμώντας ότι οι τοπικές αρχές είχαν πλήρως απολέσει τον έλεγχο.
Ο Ιταλός πρόξενος κατευθύνθηκε στο τέμενος και βρήκε τα πτώματα των Άμποτ και Μουλέν συρμένα στον προαύλιο χώρο, σε κατάσταση φρικτής παραμόρφωσης. Ζήτησε από τους παρόντες αστυνομικούς να τα καλύψουν με χαλί. Κατόπιν δόθηκε εντολή από τον κυβερνήτη να φρουρούνται όλα τα προξενεία της πόλης με δύναμη δέκα αστυνομικών έκαστο. Οι σοροί των δύο προξένων παραλήφθηκαν αργότερα το ίδιο βράδυ· του Άμποτ μεταφέρθηκε στην οικία του, ενώ του Μουλέν στο νοσοκομείο των Αδελφών του Ελέους.
Επακόλουθα και διεθνείς επιπτώσεις
Το τραγικό συμβάν στη Θεσσαλονίκη, το οποίο συγκλόνισε τη διεθνή κοινότητα, είχε προηγούμενο με ανάλογα χαρακτηριστικά: τη σφαγή της Τζέντα το 1858, όταν η πόλη βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία. Τότε, δολοφονήθηκαν 22 άτομα, μεταξύ των οποίων και οι πρόξενοι της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο, η περίσταση της Θεσσαλονίκης προσέλαβε ακόμη βαρύτερες διαστάσεις, καθότι το γεγονός δεν εκτυλίχθηκε σε απομακρυσμένο σημείο της αυτοκρατορίας, αλλά στην καρδιά της ευρωπαϊκής της επικράτειας, στη δεύτερη σε σημασία πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη.
Οι κυβερνήσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων αντέδρασαν με έντονη κατακραυγή, καταγγέλλοντας την οθωμανική διοίκηση και απαιτώντας την άμεση λήψη αυστηρών μέτρων για τη διασφάλιση της ζωής και της περιουσίας των υπηκόων τους. Η απαίτηση για παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων ήταν κατηγορηματική. Μέσα σε λίγες ημέρες, και συγκεκριμένα έως τις 14 Μαΐου, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης είχαν καταπλεύσει πολεμικά πλοία των μεγάλων δυνάμεων: από την Ελλάδα οι κανονιοφόροι Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ και Σαλαμίνα, από τη Βρετανία τα HMS Bittern και HMS Swiftsure, από τη Γαλλία τα Gladiateur και Châteaurenault, από τη Ρωσία το Аскольд, και από την Ιταλία το Regina Maria Pia, συνοδευόμενα και από ένα μικρότερο πλοίο. Αντίστοιχα, στο ίδιο λιμάνι σταθμεύονταν και πλοία του οθωμανικού στόλου: τα Εντιρνέ, Ικλαλίγιε, Σελιμίγιε, Σαχίρ και Μουχμπίρ ι Σουρούρε.
Ο σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ, προκειμένου να αποκαταστήσει την εύθραυστη ισορροπία και να επιδείξει την αποφασιστικότητα της Υψηλής Πύλης, αντικατέστησε τον τότε κυβερνήτη Ρεφάτ Πασά με τον Σερίφ Πασά και διέταξε την αποστολή επιπλέον στρατευμάτων για την επιβολή της τάξης. Ακολούθησε κύμα συλλήψεων –συνολικά συνελήφθησαν 52 άτομα– εκ των οποίων έξι καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν δημοσίως στις 16 Μαΐου, στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται η πλατεία Ελευθερίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι καταδικασθέντες προέρχονταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται ανάμεσά τους οι πραγματικοί ηθικοί αυτουργοί των γεγονότων.
Η κηδεία των δολοφονηθέντων προξένων τελέστηκε με επισημότητα στις 19 Μαΐου. Η εξόδιος ακολουθία του Γάλλου πρόξενου Ζυλέν ντε Μουλέν έγινε στον καθολικό ναό της πόλης, ενώ εκείνη του Βρετανού πρόξενου Χένρι Άμποτ στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου. Και οι δύο τελετές πλαισιώθηκαν από στρατιωτικά αγήματα, πομπές, αποδόσεις τιμών και την παρουσία υψηλόβαθμων αξιωματούχων και διπλωματών. Ο Άμποτ ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας Θεσσαλονίκης, ενώ η σορός του Μουλέν μεταφέρθηκε στη Γαλλία, όπου ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς στο Παρίσι.
Η ήδη επισφαλής πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο εξαιτίας του επεισοδίου στη Θεσσαλονίκη. Στις 30 Μαΐου του ιδίου έτους ακολούθησε πραξικόπημα, το οποίο οδήγησε στην καθαίρεση του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ. Οι αιτιάσεις που επικαλέστηκαν οι εμπνευστές της ανατροπής αφορούσαν την οικονομική κακοδιαχείριση, την αποτυχία καταστολής των εσωτερικών εξεγέρσεων, την προσέγγιση προς τη Ρωσία και, βεβαίως, την αδυναμία αποτελεσματικής διαχείρισης της κρίσης που προκλήθηκε από τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης.
Τον Ιούνιο του 1876 ξεκίνησε η δίκη των οθωμανικών αξιωματούχων που κατηγορούνταν για αδράνεια και αποτυχία διαχείρισης της κρίσης. Στις 12 Ιουνίου εκδόθηκε απόφαση που προέβλεπε ελαφρές ποινές, γεγονός που εξόργισε τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ότο φον Βίσμαρκ παρενέβη δηλώνοντας την έντονη δυσαρέσκειά του και αφήνοντας να εννοηθεί πως θεωρούσε την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία συνυπεύθυνη για τα γεγονότα. Υπό το βάρος των γαλλογερμανικών πιέσεων, η οθωμανική διοίκηση ακύρωσε την ετυμηγορία και διέταξε νέα δίκη στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 21 Αυγούστου 1876 πραγματοποιήθηκε η καθαίρεση των στρατιωτικών αξιωματούχων που κρίθηκαν υπεύθυνοι για τη στάση τους. Ανάμεσά τους, ο διευθυντής της αστυνομίας Σαλίμ μπέης, παρών κατά τη διάρκεια του λιντσαρίσματος· ο Ριζά μπέης, κυβερνήτης της κορβέτας Ιντζαλιέ, ο οποίος απέτυχε να κινητοποιήσει εγκαίρως τις ναυτικές δυνάμεις· και ο συνταγματάρχης Αλτά μπέης, στον οποίο επιβλήθηκε ποινή τριετούς φυλάκισης και απώλεια των στρατιωτικών διακρίσεων. Ο πρώην κυβερνήτης της πόλης, Μεχμέτ Ρεφάτ πασάς, είχε ήδη αποπεμφθεί και εξέτιε ποινή φυλάκισης ενός έτους στην Κωνσταντινούπολη.
Ως έμπρακτη αναγνώριση της ευθύνης της, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέβαλε χρηματικές αποζημιώσεις: 600.000 γαλλικά φράγκα στην οικογένεια του Μουλέν και 300.000 φράγκα στη χήρα του Άμποτ, η οποία δεν είχε απογόνους.
Όσον αφορά την τύχη της νεαρής κοπέλας, η οποία αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της κρίσης, οι πληροφορίες παραμένουν συγκεχυμένες. Σύμφωνα με επιστολή του Βρετανού πρεσβευτή, καθώς και με αναφορά του Αμερικανού προξένου Χατζηλαζάρου, η νεαρή οδηγήθηκε από το πλήθος στο Διοικητήριο. Η βρετανική αναφορά προσθέτει ότι κατόπιν εγκαταστάθηκε στην οικία ενός χότζα, όπου και έλαβε το μουσουλμανικό όνομα Αϊσέ (Aiysheh).
Ως το σήμερα
Το παλαιό οθωμανικό Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης, το οποίο βρισκόταν πλησίον του τέμενους Σαατλί —τόπου τέλεσης των τραγικών γεγονότων του 1876— κατεδαφίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και αντικαταστάθηκε από νέο κτηριακό συγκρότημα το έτος 1891, σε κοντινή τοποθεσία. Στο νεότευκτο αυτό κτήριο στεγάζεται σήμερα το Υφυπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, καθιστώντας το εν λόγω σημείο διαχρονικά κέντρο πολιτικής και διοικητικής ισχύος της πόλης.
Το τέμενος Σαατλί, το οποίο αποτέλεσε σκηνή της αιματηρής κορύφωσης του επεισοδίου, καταστράφηκε αργότερα κατά τη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917, η οποία αφάνισε σημαντικό τμήμα του ιστορικού ιστού της πόλης. Ανάμεσα στα δύο προαναφερθέντα κτήρια υπήρχε ένας δρόμος, ο οποίος εξακολουθεί να υφίσταται, φέρει δε σήμερα το όνομα οδός Προξένων, προς τιμήν και διαρκή μνήμη των δολοφονηθέντων προξένων Μουλέν και Άμποτ· μια τοπωνυμική επιλογή που λειτουργεί ως σιωπηλή αλλά εύγλωττη υπενθύμιση της τραγωδίας εκείνης.
Πέραν αυτής, η Θεσσαλονίκη διατηρεί ζωντανό το αποτύπωμα των γεγονότων και σε άλλες οδοτοπικές αναφορές: στην περιοχή πλησίον της συμβολής της λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας με την οδό Μάρκου Μπότσαρη —όπου κατά την εποχή βρισκόταν η οικία του Άγγλου προξένου Εδμόνδου Άμποτ— υπάρχει σήμερα η μικρή οδός Άββοτ Εδμόνδου, παρακείμενη του Βουλγαρικού Προξενείου, διαφυλάσσοντας το όνομά του στη συλλογική μνήμη της πόλης.
Στον απόηχο της μακραίωνης ιστορικής επεξεργασίας του γεγονότος, τον Μάιο του 2016, με αφορμή τη συμπλήρωση 140 ετών από τα αιματηρά γεγονότα, διοργανώθηκε από κοινού αναμνηστική εκδήλωση από τα προξενεία της Γαλλίας και της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με τον Δήμο και το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης. Η εκδήλωση περιλάμβανε ομιλίες και αναφορές στην ιστορική σημασία του επεισοδίου και στη διαχρονική ανάγκη καλλιέργειας της ανεκτικότητας και της απόρριψης κάθε μορφής μισαλλοδοξίας.
Σχόλια