Η Μάχη στο Μανιάκι, 20 Μαΐου 1825
Κατά την έναρξη του 1825, η Ελληνική Επανάσταση διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο αφανισμού. Ο κίνδυνος δεν προερχόταν μόνον από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιμπραήμ, αλλά και από τον εμφύλιο σπαραγμό, που είχε αποδυναμώσει τις ελληνικές δυνάμεις. Ο Αιγύπτιος στρατηλάτης, έχοντας ήδη κυριεύσει το Νεόκαστρο (κάστρο της Πύλου), εγκαθίδρυσε ταχύτατα την κυριαρχία του σχεδόν σε ολόκληρη τη Μεσσηνία, με σκοπό να κινηθεί κατόπιν εναντίον της Τριπολιτσάς – διοικητικού και στρατηγικού κόμβου της Πελοποννήσου, τον οποίο οι Έλληνες διατηρούσαν υπό τον έλεγχό τους από την πρώτη φάση της Επανάστασης.
Την εποχή εκείνη, στις ελεύθερες ελληνικές περιοχές την εξουσία ασκούσε το Εκτελεστικό Σώμα, υπό την προεδρία του Γεωργίου Κουντουριώτη. Ωστόσο, κορυφαίοι αγωνιστές όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κρατούνταν φυλακισμένοι, ως αποτέλεσμα της σφοδρής πολιτικής και στρατιωτικής διαμάχης που είχε προηγηθεί.
Ο Παπαφλέσσας, υπουργός τότε των Στρατιωτικών, αντελήφθη εγκαίρως τον επαπειλούμενο κίνδυνο για την Επανάσταση. Με έντονο αίσθημα ευθύνης, αποφάσισε να κινηθεί άμεσα και προσωπικά. Στις 27 Απριλίου 1825, διορίστηκε από το Εκτελεστικό για να αναλάβει την εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ και ήδη από την επομένη αναχώρησε από το Ναύπλιο. Με ταχύτητα και αποφασιστικότητα, περιήλθε περιοχές της κεντρικής και νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, με σκοπό να στρατολογήσει μαχητές.
Φθάνοντας στην Τριπολιτσά, αντιμετώπισε απογοητευτική εικόνα: ασυνεννοησία, αδράνεια και απροθυμία μεταξύ των στρατιωτών για ενεργό δράση. Παρά τη φιλία του με τον Κουντουριώτη και τη μέχρι τότε πολιτική του αντιπαλότητα με τον Κολοκοτρώνη, δεν δίστασε να εισηγηθεί την αποφυλάκιση του τελευταίου καθώς και άλλων έγκλειστων οπλαρχηγών στην Ύδρα – κίνηση που καταδεικνύει την πολιτική του ωριμότητα και τον πατριωτικό του προσανατολισμό.
Κατόπιν, ο Παπαφλέσσας μετέβη στο Λεοντάρι της Αρκαδίας, όπου κατόρθωσε να συγκεντρώσει σώμα περίπου 1.500 ανδρών (κατά άλλες πηγές 1.200 ή ακόμη και 2.500). Με αυτή τη δύναμη κατευθύνθηκε προς τη δυτική Μεσσηνία και οχύρωσε το χωριό Μανιάκι, το οποίο είχε επιλέξει λόγω της φυσικής του οχυρότητας και της στρατηγικής του θέσης.
Καθώς οι στρατιωτικές εξελίξεις καθίσταντο δραματικές και η κοινή γνώμη εντεινόταν, το Εκτελεστικό Σώμα υπέκυψε τελικώς στις λαϊκές πιέσεις και, στις 17 Μαΐου 1825, προέβη σε αμνήστευση των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Στο πλαίσιο της εθνικής ανάγκης, τούς ανετέθη και η ηγεσία του στρατοπέδου που είχε σχηματιστεί στην περιοχή πέριξ του Νεόκαστρου – μιας νευραλγικής στρατηγικής θέσης, λόγω της εγγύτητάς της στα μέτωπα της Μεσσηνίας.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική πλευρά υστερούσε σημαντικά στον τομέα των πληροφοριών. Δεν υπήρχαν επαρκή και αξιόπιστα δεδομένα για τη διάταξη και τις κινήσεις των οθωμανικών δυνάμεων. Αντιθέτως, ο Ιμπραήμ Πασάς διέθετε καλά οργανωμένες υπηρεσίες πληροφοριών, μέσω των οποίων εντόπισε εγκαίρως τις θέσεις των ανδρών του Παπαφλέσσα. Επιπλέον, με ευρηματική τακτική, διέσπειρε αντιφατικές ειδήσεις, προκαλώντας σύγχυση και ανασφάλεια στο ελληνικό στρατόπεδο.
Εκμεταλλευόμενος τη στρατηγική υπεροχή του, ο Ιμπραήμ εκκίνησε την επίθεσή του με δύναμη περίπου 3.000 ανδρών, αποτελούμενη τόσο από ιππείς όσο και από πεζούς. Η αιφνιδιαστική του κίνηση βρήκε τις ελληνικές δυνάμεις ανεπαρκώς οχυρωμένες στα πρόχειρα ταμπούρια που είχαν στηθεί βιαστικά στο Μανιάκι. Η γεωμορφολογία της περιοχής και η ελλιπής προετοιμασία των ελληνικών θέσεων προσέδιδαν σημαντικό πλεονέκτημα στο αιγυπτιακό ιππικό.
Μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο, αρκετοί από τους οπλαρχηγούς πρότειναν τη μεταφορά της μάχης σε άλλη τοποθεσία, υποστηρίζοντας ότι το πεδίο ήταν ακατάλληλο για άμυνα και ότι η επίθεση του ιππικού θα καθιστούσε τα πρόχειρα χαρακώματα ευάλωτα. Ωστόσο, ο Παπαφλέσσας, επιμένοντας στο αρχικό του σχέδιο και ευελπιστώντας στην άμεση άφιξη ενισχύσεων, αρνήθηκε να μετακινήσει τη θέση της σύγκρουσης. Παρέμεινε στο Μανιάκι, αποφασισμένος να αντισταθεί, ακόμη και υπό δυσμενείς συνθήκες, επιδιώκοντας αφενός να ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ και αφετέρου να αναζωπυρώσει το ηθικό των Ελλήνων.
Προ της μάχης, 19η Μαΐου 1825
Την 19η Μαΐου 1825, τα αιγυπτιακά στρατεύματα, υπό την ηγεσία του Ιμπραήμ Πασά, εμφανίστηκαν στην περιοχή, κινούμενα από το Ναυαρίνο με κατεύθυνση την Αρκαδιά (σημερινή Κυπαρισσία). Η εμφάνισή τους υπήρξε επιβλητική και δέος κατέλαβε μεγάλο μέρος του ελληνικού στρατοπέδου. Περίπου 1.000 Έλληνες πολεμιστές, βλέποντας την ισχύ και τον όγκο της αιγυπτιακής παράταξης, κυριεύθηκαν από φόβο και εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Υποχωρώντας ατάκτως και μυστικά, διασκορπίστηκαν στα πέριξ της περιοχής, αφήνοντας το κύριο σώμα του ελληνικού στρατεύματος αποδυναμωμένο και ευάλωτο.
Η εντύπωση που προκαλούσε η μαζική εμφάνιση του εχθρικού στρατού αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην αφήγηση του Φωτάκου, ο οποίος σημειώνει με παραστατικότητα: «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν». Η εν λόγω περιγραφή υπογραμμίζει τη συντριπτική υπεροχή των αιγυπτιακών δυνάμεων και το βαρύ ψυχολογικό κλίμα που επικρατούσε στους Έλληνες μαχητές.
Κατόπιν της εγκατάλειψης των θέσεών τους από το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματος, η δύναμη του Παπαφλέσσα περιορίστηκε σε περίπου 500 άνδρες, αν και ορισμένες πηγές αναφέρουν μικρότερο αριθμό – 300 ή κατ’ άλλους έως και 600 πολεμιστές. Παρά τη συντριπτική αριθμητική διαφορά και τις δυσμενείς τακτικές συνθήκες, ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας και οι λιγοστοί σύντροφοί του δεν εγκατέλειψαν το πεδίο. Η απόφασή τους να παραμείνουν στο Μανιάκι υπήρξε αναμφίβολα πράξη ύψιστης αυτοθυσίας και ηρωισμού· εντούτοις, πολλοί ιστορικοί την έχουν χαρακτηρίσει ως στρατηγικό σφάλμα, καθώς οδήγησε σε ανώφελη αιματοχυσία χωρίς ουσιαστικό επιχειρησιακό όφελος.
Έναρξη της μάχης
Η μάχη εκδηλώθηκε το πρωί της 20ής Μαΐου 1825 και διήρκεσε περίπου οκτώ ώρες. Αντιμέτωποι με τους εμπειροπόλεμους Οθωμανούς και τους Γάλλους αξιωματικούς που πλαισίωναν τις αιγυπτιακές δυνάμεις, οι λίγοι Έλληνες υπερασπιστές πολέμησαν με αξιοσημείωτη γενναιότητα και αφοσίωση· ωστόσο, ήταν αναμενόμενο ότι η αντίστασή τους θα κάμπτονταν, δεδομένης της στρατιωτικής υπεροχής των αντιπάλων. Οι δυνάμεις του Ιμπραήμ ολοκλήρωσαν τον ελιγμό της κύκλωσης και εξαπέλυσαν διαδοχικές επιθέσεις, οι οποίες αρχικά αποκρούστηκαν με θάρρος από τους Έλληνες μαχητές.
Καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, οι εχθρικές επιθέσεις ανεστάλησαν προσωρινά για να παραχωρηθεί χρόνος στο στράτευμα του Ιμπραήμ να σιτιστεί. Εκείνη τη στιγμή, αρκετοί από τους εναπομείναντες Έλληνες οπλαρχηγούς προέτρεψαν τον Παπαφλέσσα να οργανώσει έξοδο, με στόχο να σωθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι από τους υπερασπιστές, εκμεταλλευόμενοι το ορεινό και δύσβατο έδαφος της περιοχής. Ο ίδιος όμως αρνήθηκε σθεναρά την πρόταση, καθοδηγούμενος από ποικίλους λόγους: όχι μόνο ένιωθε προδομένος και οργισμένος για την εγκατάλειψη από μεγάλο μέρος των ανδρών του, αλλά δεν ήθελε και να επιστρέψει ηττημένος στο Ναύπλιο. Εξάλλου, θεωρούσε ότι η πιθανότητα σωτηρίας θα ήταν μηδαμινή, δεδομένης της ευθυγράμμισης του τακτικού οθωμανικού στρατού, ενώ παράλληλα διατηρούσε την πεποίθηση πως οι ενισχύσεις που ανέμενε θα κατέφθαναν σύντομα.
Όταν οι οθωμανικές δυνάμεις εξαπέλυσαν τη γενική έφοδο, εισέβαλαν στα πρόχειρα οχυρώματα (ταμπούρια) των Ελλήνων και κατέσφαξαν σχεδόν το σύνολο των μαχητών. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο ίδιος ο Παπαφλέσσας, του οποίου το σώμα και το κεφάλι εντοπίστηκαν σε διαφορετικά σημεία του πεδίου της μάχης – μαρτυρία της αγριότητας της σύγκρουσης. Ελάχιστοι μόνο κατάφεραν να διαφύγουν, και τούτο επετεύχθη μετά από σκληρό αγώνα μέσα από μια ρεματιά, της οποίας την έξοδο φρουρούσαν οθωμανικά αποσπάσματα, καθιστώντας την διαφυγή σχεδόν αδύνατη.
Οι πολυπόθητες ενισχύσεις που ανέμενε ο Παπαφλέσσας δεν έφθασαν ποτέ στο Μανιάκι. Ο Δημήτριος Πλαπούτας, επικεφαλής δύναμης 1.500 ανδρών, περιορίστηκε στο να ρίξει μερικές τουφεκιές από μακριά, με σκοπό να εμψυχώσει τους πολιορκημένους Έλληνες και να αναπτερώσει το ηθικό του Παπαφλέσσα. Εν τω μεταξύ, ο αδελφός του, Νικήτας Φλέσσας, ο οποίος βάδιζε με 700 άνδρες, καθώς και ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης με 1.000 αγωνιστές, πληροφορήθηκαν την τραγική έκβαση της μάχης μόνον όταν έφθασαν στο χωριό Κουτήφαρι. Έκτοτε, αδυνατώντας να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια, επέστρεψαν στις βάσεις τους.
Μνήμη της μάχης
Η αιματηρή αναμέτρηση άφησε ανεξίτηλα ίχνη στον χώρο της. Ακόμη και έπειτα από την παρέλευση πολλών ετών, ο τόπος της μάχης μαρτυρούσε τη φρίκη της σύγκρουσης: κρανία Ελλήνων και Οθωμανών, σκισμένα από σπαθιές, διατηρούνταν έκθετα στο φως του χρόνου, απομεινάρια ενός ηρωικού αλλά άνισου αγώνα.
Η μάχη στο Μανιάκι έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως συμβολική πράξη θυσίας, ενδεικτική του πνεύματος της Επανάστασης του 1821. Ο Γρηγόριος Δικαίος Παπαφλέσσας, ως κεντρική μορφή της σύγκρουσης, αποθεώθηκε από μεταγενέστερους· χαρακτηριστικά, σε λιθογραφία της εποχής που εκδόθηκε στο Παρίσι, φέρει τον τίτλο «Νέος Λεωνίδας», υπαινιγμός άμεσος προς τον θρυλικό βασιλέα της Σπάρτης και την αυτοθυσία των Θερμοπυλών.
Κατά την παράδοση, η οποία έχει καταγραφεί από ορισμένους ιστορικούς της επανάστασης, μετά το πέρας της μάχης ο Ιμπραήμ διέταξε τους στρατιώτες του να αναζητήσουν το νεκρό σώμα του Γρηγορίου Παπαφλέσσα. Όταν το εντόπισαν, τους έδωσε εντολή να τοποθετήσουν το κεφάλι επάνω στο ακέφαλο σώμα και να το στηρίξουν πάνω σε μία βελανιδιά που υψωνόταν στον τόπο της σύγκρουσης. Ο Ιμπραήμ, θαυμάζοντας το επιβλητικό παράστημα του εκλιπόντος, ανέφερε, σύμφωνα με τον Φωτάκο, πως: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επάθαινε άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον έπιαναν ζωντανόν». Μία λαϊκή αφήγηση προσθέτει πως ο Ιμπραήμ φίλησε τον Παπαφλέσσα στο μέτωπο, ως ένδειξη σεβασμού και αναγνώρισης της ανδρείας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.
Μετά τη νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ προχώρησε ακάθεκτος προς την κατάληψη της Αρκαδιάς (σημερινής Κυπαρισσίας). Ακολούθως ολοκλήρωσε την υποταγή της Μεσσηνίας, πυρπολώντας την Καλαμάτα. Η αποφασιστική ήττα που υπέστη ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στη μάχη της Τραμπάλας άνοιξε το δρόμο στον Ιμπραήμ να εισβάλει στην καρδιά της Πελοποννήσου και να θέσει υπό τον έλεγχό του την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο της περιοχής.
Σχόλια