Translate

Απελευθέρωση της Σμύρνης: Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει τη Σμύρνη, 2 Μαΐου 1919

Στις 15 Μαΐου 1919 (παλαιό ημερολόγιο: 2 Μαΐου), πραγματοποιείται μία από τις πλέον εμβληματικές πράξεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, η οποία αποτέλεσε και την απαρχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Η ενέργεια αυτή δεν υπήρξε αυθαίρετη· αποτέλεσε απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου των νικητριών δυνάμεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έλαβε χώρα στο πλαίσιο της εφαρμογής των όρων της ανακωχής του Μούδρου, που είχε υπογραφεί με την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Οκτώβριο του 1918.

Η Ελλάδα κλήθηκε, με επίσημη εντολή των Συμμάχων, να αναλάβει την ευθύνη της διατήρησης της τάξης και της προστασίας των πληθυσμών στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης —στο Βιλαέτι Αϊδινίου, όπως αποκαλούνταν τότε διοικητικά η περιοχή— καθώς υπήρχε ορατός ο κίνδυνος καταλήψεως της πόλης από τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία προετοίμαζαν μονομερή κάθοδο στην Ιωνία.

Ο ελληνικός στρατός, δρώντας ως εντολοδόχος της Αντάντ, ανέλαβε με στρατιωτική και διοικητική ευθύνη τη διαχείριση της περιοχής. Η παρουσία του εκεί θα διαρκέσει περισσότερο από τρία έτη, σε μια ταραγμένη εποχή, μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την οριστική αποχώρησή του στις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους (παλ. ημ. 24 Αυγούστου), σφραγίζοντας τραγικά την κατάρρευση της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία.

Το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε απλώς μια στρατιωτική επιχείρηση, αλλά σηματοδότησε την απαρχή μιας από τις πιο δραματικές και σημαίνουσες σελίδες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Ο Ηλίας Βενέζης, γιος της Ιωνίας και αυτόπτης μάρτυρας των επερχόμενων δραμάτων, περιγράφει με την ευαισθησία του λόγου του τη στιγμή αυτή ως:
«Μια από τις συγκλονιστικές σελίδες της νεώτερης ιστορίας μας άρχισε. Έχει την οικονομία αρχαίου δράματος, την αμείλικτη αναγκαιότητά του, την κορύφωση του πάθους και της λάμψεως, την πυκνότητα της δράσεως. Και στο βάθος το πεπρωμένο που ελλοχεύει» (Μικρασία Χαίρε, Εστία, 1956).

Η πορεία προς τη στιγμή αυτή είχε ξεκινήσει ήδη από τις 30 Οκτωβρίου 1918, όταν στο λιμάνι του Μούδρου της Λήμνου υπογράφηκε η συνθηκολόγηση των ηττημένων Οθωμανών. Με τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, η παλαιά γεωπολιτική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχιζε να καταρρέει, και στη θέση της αναδυόταν ένα νέο πλέγμα κρατών στη βάση του δικαιώματος των λαών για αυτοδιάθεση. Ειδικότερα, η απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών από την ισλαμική κυριαρχία έμοιαζε πλέον με επιταγή της διεθνούς συγκυρίας.

Οι ελληνικές διεκδικήσεις και η εντολή της Αντάντ

Η ιδέα της ελληνικής διεκδίκησης της Ιωνίας είχε ήδη διατυπωθεί από το 1915, με τις βρετανικές προτάσεις περί ανταλλαγμάτων για την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Ωστόσο, η επικράτηση των φιλογερμανών μοναρχικών και ο εμφύλιος Διχασμός μετέθεσαν την υλοποίησή της και άφησαν χώρο στις ιταλικές φιλοδοξίες. Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα της ενσωμάτωσης της Ιωνίας στην ελληνική επικράτεια παρέμεινε πυρήνας της εξωτερικής πολιτικής των Φιλελευθέρων.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε ήδη διαμορφώσει τη γεωπολιτική εκείνη θεώρηση που ήθελε την Ελλάδα κυρίαρχη στο Αιγαίο, όχι μόνο για την προστασία από μελλοντικές επιβουλές, αλλά και ως μέσο διασφάλισης της πολιτισμικής και εθνικής συνέχειας του ελληνισμού. Η ανατολική ακτή του Αιγαίου –με προεξάρχουσα τη Σμύρνη– θεωρούνταν απαραίτητο συμπλήρωμα του εθνικού κορμού, τόσο από στρατηγική όσο και από ιστορική άποψη. Η θεώρηση αυτή συναντούσε τις εύλογες προσδοκίες της πολυπληθούς και ακμαίας ελληνικής κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε υποστεί διώξεις και βιαιότητες στο πλαίσιο της γενοκτονικής πολιτικής των Νεοτούρκων κατά τα προηγούμενα χρόνια.

Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, στη μελέτη του Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία, επισημαίνει ότι η παρουσία ισχυρών ελληνικών πληθυσμών εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους, όπως αυτά ορίστηκαν το 1832, δημιουργούσε ανεπίλυτα προβλήματα στην εθνική ολοκλήρωση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει:
«Σε ολόκληρη έκτοτε τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η δημόσια ζωή του ελεύθερου βασιλείου θα κυριαρχηθεί, σε όλες τις εκφάνσεις της, από την παρόρμηση για την απελευθέρωση όσων ομοεθνών είχαν, ερήμην της θέλησής τους, παραμείνει υπό τον οθωμανικό ζυγό… Η Σμύρνη κατείχε το επίκεντρο σε μια ευρύτερη ζώνη, όπου διαχρονικά είχε δεσπόσει ο ελληνισμός».

Έτσι, η απόβαση στη Σμύρνη δεν ήταν απλώς το στρατιωτικό αποκορύφωμα μιας επιτυχημένης διπλωματικής προσπάθειας, αλλά η θεατρική έναρξη ενός εθνικού δράματος, με βαθιές ρίζες στο παρελθόν και δυσοίωνες προβολές στο μέλλον. Στο φόντο του ενθουσιασμού για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, ελλόχευε το πεπρωμένο που, όπως προφήτευσε ο Βενέζης, επρόκειτο να εκδηλωθεί με όλη του τη δύναμη.

Η ελληνική διεκδίκηση της Σμύρνης: από την ιστορική επίκληση στην πράξη της Αντάντ

Στις 31 Δεκεμβρίου 1918, η Ελλάδα κατέθεσε επίσημο υπόμνημα στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων για την Ειρήνη, διατυπώνοντας τις εθνικές της διεκδικήσεις. Η επιχειρηματολογία της ελληνικής αποστολής δεν περιορίστηκε μόνο στη γεωστρατηγική σκοπιμότητα ή στα δημογραφικά δεδομένα· επικαλέστηκε και τα ιστορικά δίκαια, τα οποία, όπως υποστήριζε, συνηγορούσαν υπέρ της ελληνικής παρουσίας και κυριαρχίας στις περιοχές της Ιωνίας. Ήταν η φωνή ενός έθνους που αναζητούσε την αποκατάσταση των κοιτίδων του, αιώνες μετά την απώλειά τους.

Η ευκαιρία για την πραγμάτωση αυτού του οράματος δεν άργησε να παρουσιαστεί. Τον Μάιο του 1919, μέσα στο μεταπολεμικό ρευστό τοπίο, οι ηγέτες των νικητριών δυνάμεων — ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, ο Γάλλος Ζορζ Κλεμανσό και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον — πρότειναν στην Ελλάδα να αναλάβει την κατοχή της Σμύρνης, προκειμένου να αποτραπεί η αιφνιδιαστική κατάληψή της από ιταλικά στρατεύματα, τα οποία είχαν ήδη προβεί σε προετοιμασίες για μονομερή στρατιωτική δράση. Η πρόταση αυτή, αποτέλεσμα της αυξανόμενης καχυποψίας των Συμμάχων απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας, προσέφερε στην ελληνική κυβέρνηση μια μοναδική ευκαιρία.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ηγέτης με γεωπολιτική διορατικότητα και φιλελεύθερη τόλμη, αντιλήφθηκε αμέσως τη βαρύτητα της στιγμής. Άδραξε την ευκαιρία και ο ελληνικός στρατός, ως εντολοδόχος της Αντάντ, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη. Από τούδε και στο εξής, το ζήτημα έπαυε να είναι στρατιωτικό και ετίθετο πλέον ως πολιτικό και εθνικό αίτημα: η ενσωμάτωση της περιοχής υπό καθεστώς πλήρους και αναγνωρισμένης κυριαρχίας από το ελληνικό κράτος.

Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θεσμοθετήθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της, η διοίκηση της ζώνης της Σμύρνης περιερχόταν στην Ελλάδα, με τη ρητή πρόβλεψη ότι η πλήρης προσάρτηση θα ετίθετο προς έγκριση από τους κατοίκους της, μέσω δημοψηφίσματος που θα διεξαγόταν μετά την πάροδο πενταετίας.

Στο ιστορικό αυτό πλαίσιο, δύο θεμελιώδεις ανάγκες φαίνεται να εξυπηρετήθηκαν: αφενός, η στρατηγική κατοχύρωση του Αιγαίου, μέσα από την ελληνική παρουσία και στην ανατολική του ακτή· αφετέρου, η προστασία των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, οι οποίοι από το 1914 είχαν υποστεί συστηματικούς διωγμούς, εκτοπίσεις και σφαγές στο πλαίσιο της γενοκτονικής πολιτικής των Νεότουρκων.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον, εκφράζοντας τις ανθρωπιστικές αρχές του Δεκατετραλόγου του, αναγνώριζε τη δικαιοσύνη του ελληνικού αιτήματος. Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του:
«Τρέφω ζωηρή συμπάθεια απέναντι σε κάθε δίκαιη προσπάθεια να ανακουφιστούν οι δεινές ταλαιπωρίες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Κανείς άλλος δεν έχει υποφέρει περισσότερο και πιο άδικα από αυτούς…»
Παράλληλα, επιβεβαίωνε την ανάγκη απαλλαγής των πληθυσμών αυτών από την «ωμότητα και την καταπίεση εις βάρος τους από ισχυρές και αυταρχικές κυβερνήσεις».

Υπήρχε άλλος δρόμος;

Αναλογιζόμενοι τη συγκυρία, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν υπήρχε εναλλακτική οδός. Την εποχή εκείνη, η Ελλάδα βρισκόταν ανάμεσα στις νικήτριες δυνάμεις του Μεγάλου Πολέμου, χωρίς να έχει υποστεί ιδιαίτερες στρατιωτικές απώλειες μεταξύ 1916 και 1918. Παράλληλα, ο ελληνισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας — ένας πληθυσμός τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων ψυχών — είχε υποστεί τη βαρβαρότητα μιας γενοκτονίας που είχε προμελετηθεί και οργανωθεί μεθοδικά. Μπροστά σε αυτό το ιστορικό και ηθικό βάρος, η διεκδίκηση της Σμύρνης δεν ήταν απλώς μία πράξη εθνικής φιλοδοξίας· υπήρξε, κυρίως, απόπειρα αποκατάστασης δικαιοσύνης και προστασίας ενός κόσμου που απειλούνταν με αφανισμό.

Η γεωπολιτική ευκαιρία και το όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης

Η περιρρέουσα διεθνής συγκυρία κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1910 ευνοούσε σαφώς τις ελληνικές επιδιώξεις. Η οικουμενική ανατροπή που επέφερε ο Μεγάλος Πόλεμος δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο ρήγμα στις ισορροπίες που για αιώνες συγκρατούσαν τον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου υπό την ετοιμόρροπη σκιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μέσα σε αυτό το ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, η Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου ανέλαβε να προτείνει τον εαυτό της ως δύναμη αναπλήρωσης του κενού που δημιουργούσε η κατάρρευση του παλαιού οθωμανικού κόσμου. Όπως εύστοχα σημειώνει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, η δύναμη με τη συνδρομή της οποίας θα μπορούσε να ευοδωθεί η πολιτική επέκτασης των ελληνικών συνόρων ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Στη συγκυρία εκείνη, η Βρετανία διένυε το απόγειο της ναυτικής και παγκόσμιας ισχύος της και, το κυριότερο, είχε απεμπλακεί πλέον από το δόγμα της διατήρησης της οθωμανικής «ακεραιότητας», που για δεκαετίες υπήρξε τροχοπέδη για κάθε εθνικό όραμα των υποτελών λαών της αυτοκρατορίας.

Εντός αυτών των ιστορικών συμφραζομένων, η Ελλάδα πρόβαλλε ως η φυσική υποψήφια για να καταλάβει τον ρόλο μιας περιφερειακής δύναμης στο σταυροδρόμι των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Η πολιτική σκέψη του Βενιζέλου αξιοποίησε στο έπακρο την ευνοϊκή αυτή συγκυρία, καθιστώντας την Ελλάδα μέρος του σχεδιασμού των νικητριών δυνάμεων για το μεταπολεμικό μέλλον.

Το εγχείρημα της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919, εκτελεσμένο υπό την αιγίδα της Αντάντ, δεν θύμιζε τις απελπισμένες προσπάθειες της Επανάστασης του 1821. Αντιθέτως, η ελληνική πρωτοβουλία εκδηλωνόταν σε έναν κόσμο όπου οι παγκόσμιες δυνάμεις είχαν ήδη λάβει μια θεμελιώδη απόφαση: τη διάλυση του λεγόμενου «Μεγάλου Ασθενούς» της Ευρώπης, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος, το διεθνές σύστημα δεν απλώς ανεχόταν, αλλά ευνοούσε ενεργά την επαναχάραξη των συνόρων με βάση το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών.

Κατά συνέπεια, θα ήταν αντίθετο προς τη λογική της εποχής και τις πολιτικές στοχεύσεις των νικητών να αποκλειστεί η Ελλάδα από τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού γεωπολιτικού χάρτη. Η εθνική της ολοκλήρωση, εξάλλου, αποτελούσε ακόμη ένα ανολοκλήρωτο εγχείρημα. Εν έτει 1919, ο ελληνικός χώρος δεν είχε ακόμη αποκτήσει την ενότητα που θα απέδιδε στο κράτος του τη φυσιογνωμία ενός πλήρους έθνους-κράτους.

Ο αναγκαίος όρος για να επιτευχθεί αυτή η ολοκλήρωση ήταν η ενσωμάτωση των ελληνικών, πληθυσμιακά και πολιτισμικά ακμαίων, περιοχών της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης. Οι πόλεις της Μικράς Ασίας, με αιώνια ελληνική παρουσία, δυναμικά αστικά κέντρα με ζωηρό εθνικό αίσθημα και ακμαία οικονομική ζωή, συνιστούσαν το τελικό κομμάτι ενός εθνικού μωσαϊκού που φιλοδοξούσε να καταστεί πλήρες.

Η Ιστορία, σε εκείνη τη μοναδική στιγμή, έμοιαζε έτοιμη να προσφέρει στην Ελλάδα τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας του ιστορικού της πεπρωμένου. Ήταν η ώρα που η εθνική ιδέα και η διεθνής πολιτική συγκυρία συντονίζονταν αρμονικά — αλλά και τραγικά, όπως θα αποδεικνυόταν λίγο αργότερα.

Η άφιξη του Κεμάλ και η απαρχή του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος

Τέσσερις μόλις ημέρες μετά την εμβληματική αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, στις 2 Μαΐου 1919, ένα άλλο γεγονός, παράλληλα δραματικό, θα λάβει χώρα στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, καθοριστικό για την εξέλιξη της Μικρασιατικής Τραγωδίας. Με την έγκριση των συμμάχων και κατ’ εντολή του σουλτάνου, ο Οθωμανός αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ πασάς διορίζεται επιφορτισμένος να μεταβεί στον Πόντο, με αποστολή —φαινομενικά— την αποκατάσταση της τάξης και την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών. Στις 19 Μαΐου, ο Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα· ωστόσο, η εντολή του θα λειτουργήσει ως προκάλυμμα για τη ριζική ανατροπή του οθωμανικού καθεστώτος και την έναρξη ενός νέου, σκληρού εθνικιστικού αγώνα.

Από τη στιγμή εκείνη, ο Μουσταφά Κεμάλ αυτονομείται από την Υψηλή Πύλη και αναδεικνύεται σε ηγέτη ενός κινήματος με κεντρικό στόχο όχι μόνο την ανατροπή της Παλαιάς Τάξης των Οθωμανών αξιωματούχων, αλλά κυρίως την επιβολή ενός τουρκικού εθνικού κράτους, απαλλαγμένου από τις «απειλές» των εθνοτήτων που επί αιώνες συγκροτούσαν το πολυεθνικό οικοδόμημα της Αυτοκρατορίας.

Η ιδεολογική και οργανωτική βάση αυτού του νέου κινήματος δεν ήταν παρά η συνέχεια των παλαιών παρακρατικών και εθνικιστικών οργανώσεων, εκείνων που είχαν ήδη αιματοκυλήσει την Ανατολή κατά την περίοδο 1914–1918, κατά την οποία διαπράχθηκαν μαζικές σφαγές και εκτοπισμοί κατά των Αρμενίων και των Ελλήνων. Το κεμαλικό στρατόπεδο, στο ξεκίνημά του, ουδόλως είχε τον χαρακτήρα που του απέδωσαν μεταγενέστεροι απολογητές· δεν υπήρξε «αντιιμπεριαλιστικό» κίνημα με την έννοια της αντίστασης στην ξένη κυριαρχία, αλλά ένα καθαρά αντιμειονοτικό και εθνοκαθαρτικό εγχείρημα.

Αυτό επιβεβαιώνεται από σύγχρονες τουρκικές προοδευτικές φωνές, όπως ο κοινωνιολόγος Attila Tuygan, ο οποίος, στο δοκίμιό του «Γενοκτονία για τη “μητέρα-πατρίδα”» (συμπεριλαμβανόμενο στη συλλογική έκδοση Η Γενοκτονία στην Ανατολή, εκδ. Ε-Ιστορικά, 2013), διατυπώνει με σαφήνεια:

«Ο ισχυρισμός ότι ο τουρκικός εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δεν θεμελιώνεται από πουθενά».

Την άποψη αυτή ενισχύει και ο διακεκριμένος ιστορικός και μελετητής των γενοκτονιών, Taner Akçam, ο οποίος καταδεικνύει ότι:

«Ο απελευθερωτικός πόλεμος δεν δόθηκε κατά των εισβολέων, αλλά κατά των μειονοτήτων».

Τα Σωματεία Άμυνας και Δικαίου (Müdafaa-i Hukuk Cemiyetleri), που αποτέλεσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα του κεμαλικού κινήματος, δεν γεννήθηκαν ως αντίσταση στον δυτικό ιμπεριαλισμό, αλλά ως αντίδραση στην παρουσία και στις εθνικές διεκδικήσεις των Ρωμιών και των Αρμενίων. Χαρακτηριστικά, όπως επισημαίνεται στη σχετική βιβλιογραφία, από τα πρώτα σωματεία που ιδρύθηκαν μετά την ανακωχή του Μούδρου (Οκτώβριος 1918), τρία στόχευαν ρητώς εναντίον των Αρμενίων και δύο κατά των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Έτσι, ήδη από το 1919, και ενόσω η Ελλάδα επιχειρούσε —με διεθνή νομιμοποίηση— να αποκαταστήσει τα δίκαια του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, ο τουρκικός εθνικισμός θεμελιωνόταν επάνω στην εξάλειψη αυτής της παρουσίας. Το κεμαλικό κίνημα δεν αποτέλεσε απλώς απάντηση στην ελληνική απόβαση· υπήρξε η κορύφωση ενός σχεδίου εθνοτικής ομογενοποίησης που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται ήδη από το 1914 και επρόκειτο να ολοκληρωθεί με το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με ανείπωτο κόστος για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής.

Το Χρονικό της Απόβασης στη Σμύρνη (Μάιος 1919)
Η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη, γεγονός μείζονος ιστορικής σημασίας για την πορεία του Νεότερου Ελληνισμού, δεν υπήρξε αποτέλεσμα συγκυριακής πολιτικής, αλλά καρπός μακρόχρονων εθνικών προσδοκιών και ώριμων διπλωματικών χειρισμών σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον.

Η εντολή της ιστορίας
Στις 8 Μαΐου 1919 (25 Απριλίου, παλαιό ημερολόγιο), η 1η Μεραρχία του ελληνικού στρατού —γνωστή και ως «Σιδηρά Μεραρχία»— με διοικητή τον συνταγματάρχη Πυροβολικού Νικόλαο Ζαφειρίου, λαμβάνει διαταγή να προετοιμαστεί για επιβίβαση. Η μεραρχία στρατοπέδευε τότε στην Ελευθερούπολη Καβάλας, και η αποστολή της, όπως την περιέγραψε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υπήρξε τιμητική και μοναδική στη μακρά ιστορία του εθνικού στρατού.

Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος, σε ένα ενθουσιώδες και εμψυχωτικό τηλεγράφημα προς τα στρατεύματα, υπογράμμιζε τον συμβολισμό της αποστολής:

«Απεφασίσθη υπό των μεγάλων Δυνάμεων η διά του ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισις της τάξεως εκεί... Είναι ανάγκη όπως έκαστος εκ των ανδρών της Μεραρχίας εμπνέεται από την συναίσθησιν ότι ο ίδιος αντιπροσωπεύει την Ελλάδα... Από την εμπιστοσύνην ην θα εμπνεύσητε εις όλα τα ξένα στοιχεία και προ παντός το πολυαριθμότερον Τουρκικόν, θα εξαρτηθή εν μεγάλω μέτρω η πραγματοποίησις των εθνικών μας πόθων...».

Η αναχώρηση προς το ιστορικό πεπρωμένο
Στις 13 Μαΐου (30 Απριλίου π.ημ.), η 1η Μεραρχία επιβιβάζεται στα ελληνικά και συμμαχικά πλοία και αναχωρεί από το λιμάνι της Ελευθερούπολης με κατεύθυνση τη Σμύρνη. Η νηοπομπή συνοδεύεται από τέσσερα ελληνικά και τρία βρετανικά αντιτορπιλικά, υποδηλώνοντας την επίσημη και συμμαχική διάσταση της αποστολής.

Την επόμενη ημέρα, 14 Μαΐου (1 Μαΐου π.ημ.), η νηοπομπή σταθμεύει στο λιμάνι της Γέρας στη Μυτιλήνη. Εκείνες τις ώρες, στη Σμύρνη επικρατεί πυρετός αναμονής και εθνικής έξαρσης. Ο ελληνισμός της πόλης έχει ήδη πληροφορηθεί το επικείμενο γεγονός και πλήθη συγκεντρώνονται στον περίβολο της Αγίας Φωτεινής. Η αίθουσα του Μητροπολιτικού Μεγάρου ασφυκτιά από πλήθος που αναμένει την άφιξη του Ύπατου Αρμοστή της Ελλάδος, ναυάρχου Ηλία Μαυρουδή.

Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, κορυφαία μορφή του εκεί ελληνισμού, ανεβαίνει στο βήμα και με λόγο μεγαλοπρεπή και εθνικά φορτισμένο, αναγγέλλει τη συγκλονιστική είδηση:

«Αδελφοί, το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων εκπληρούνται... Η μικρά και ένδοξος Ελλάς, μεγενθυνομένη ούτω, θα βαδίση γοργώ τω βήματι προς ένδοξότατον μέλλον... Το ζήτημα ήτο να θέση άπαξ τον πόδα της επί της Μικράς Ασίας και της Θράκης και τον έθηκε πλέον βαρύν».

Και κατέληξε με παλμό και συγκίνηση:

«Ζήτω η Μεγάλη μας Πατρίς Ελλάς! Ζήτω η Ελληνική Σμύρνη! Ζήτω ο Βενιζέλος! Ζήτω ο ναύαρχός μας Ηλίας Μαυρουδής! Ζήτω η ένωσίς μας μετά της μητρός Ελλάδος!».

Η απόβαση και η κατάληψη της πόλης
Το μεσημέρι της 14ης Μαΐου, στρατιωτικά αγήματα αποβιβάζονται από τα ελληνικά θωρηκτά «Αβέρωφ», «Λήμνος» και «Κιλκίς», καταλαμβάνοντας στρατηγικά σημεία της προκυμαίας και ενισχύοντας τη φρουρά του ελληνικού προξενείου. Παράλληλα, καταλαμβάνεται το τουρκικό εξωτερικό φρούριο της Σμύρνης.

Την ίδια στιγμή, συμμαχικά στρατεύματα (κυρίως γαλλικά, ιταλικά και βρετανικά) αποβιβάζονται για να προστατεύσουν τις δικές τους αρμοστείες, υπογραμμίζοντας την πολυεθνική σημασία του εγχειρήματος, αλλά και τη σημασία της παρουσίας των Ελλήνων ως ρυθμιστικού παράγοντα τάξης.

Η 15η Μαΐου 1919 (2 Μαΐου π.ημ.) θα καταγραφεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη του ελληνισμού ως ημέρα δικαίωσης. Η ελληνική παρουσία στην Ιωνία αποκτά πλέον επίσημο χαρακτήρα και θεσμική υπόσταση, φέροντας όχι μόνο την ελπίδα της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και το βάρος μιας ιστορικής αποστολής.

Η Απόβαση των Ελληνικών Στρατευμάτων στη Σμύρνη (15 Μαΐου 1919)
Ξημερώματα της 15ης Μαΐου 1919 (2 Μαΐου με το παλαιό ημερολόγιο), η ελληνική νηοπομπή αποπλέει από τον κόλπο της Γέρας στη Λέσβο με προορισμό τη Σμύρνη. Η ιστορική αποστολή εισέρχεται στην τελική της φάση. Λίγες ώρες αργότερα, οι πρώτες ενδείξεις της επικείμενης κατάληψης είναι ορατές στην πόλη.

Νωρίς το πρωί, στους τοίχους της Σμύρνης αναρτάται προκήρυξη —τυπωμένη στα ελληνικά και στα τουρκικά στα πιεστήρια της εφημερίδας Αμάλθεια— με την οποία ο Διοικητής του Ελληνικού Στρατού Κατοχής απευθύνεται στους κατοίκους:

«Φέρω εις γνώσιν υμών ότι κατ’ εντολήν της κυβερνήσεώς μου (ενεργούσης εκ συμφώνου μετά των Συμμάχων) προβαίνω εις στρατιωτικήν κατάληψιν της Σμύρνης και των πέριξ. Η κατοχή αύτη σκοπόν έχει την εξασφάλισιν των πληθυσμών και προστασίαν εν γένει της εννόμου τάξεως...»

Η ανακοίνωση αυτή σκοπό είχε να κατευνάσει τις ανησυχίες, να καθησυχάσει τα διάφορα εθνοτικά στοιχεία της πόλης και να προσδώσει επίσημο χαρακτήρα στη στρατιωτική παρουσία.

Στις 7:30 π.μ., το υπερωκεάνιο «Πατρίς» εισέρχεται πρώτο στο λιμάνι της Σμύρνης, προκαλώντας ξέσπασμα ενθουσιασμού στους Έλληνες κατοίκους που είχαν κατακλύσει την προκυμαία. Ακολουθούν τα πλοία «Ατρόμητος», «Θεμιστοκλής», «Αδριατικός» και «Έλδα», μεταφέροντας στρατεύματα και υλικό.

Στις 7:50, από τη γέφυρα του θωρηκτού «Αβέρωφ», ο μέραρχος Νικόλαος Ζαφειρίου δίνει το σύνθημα της αποβίβασης. Ο σηματωρός του «Πατρίς» σαλπίζει και οι πρώτοι Εύζωνοι του 1/38 Συντάγματος πατούν τη γη της Ιωνίας.

Η αναπάντεχη συμπλοκή
Η επιχείρηση εξελίσσεται ομαλά μέχρι τις 10:30, οπότε πυροβολισμοί ακούγονται από την περιοχή του τελωνείου και παραλιακών κτιρίων. Αρχικά θεωρούνται άσκοποι πυροβολισμοί ενθουσιασμού. Ωστόσο, σύντομα αποδεικνύεται πως πρόκειται για οργανωμένη επίθεση από κρυμμένους Τούρκους στρατιώτες και ένοπλους πολίτες. Το 1/38 Σύνταγμα, που εκείνη την ώρα πορευόταν προς το Διοικητήριο, δέχεται τα πυρά.

Η σύγκρουση διαρκεί περίπου μία ώρα. Οι ελληνικές δυνάμεις καταφέρνουν να επιβληθούν, αλλά με απώλειες. Οι πρώτοι νεκροί της Μικρασιατικής Εκστρατείας καταγράφονται: οι Εύζωνοι Βασίλειος Δάλαρης και Γεώργιος Παπακώστας.

Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 2 νεκρούς στρατιώτες και 42 τραυματίες, εκ των οποίων οι 9 ήταν πολίτες. Από τουρκικής πλευράς, υπήρξαν 5 νεκροί και 16 τραυματίες, ανάμεσά τους και άμαχοι. Αναφέρονται επίσης 47 νεκροί άλλων εθνοτήτων, αποτέλεσμα της σύγχυσης και της ανταλλαγής πυρών σε μια πολυεθνοτική πόλη.

Οι συνέπειες της συμπλοκής
Μετά την καταστολή της ανταρσίας, οι ελληνικές δυνάμεις προχωρούν σε μαζικές συλλήψεις. Ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής της Σμύρνης, Ναδίρ Πασάς, δύο στρατηγοί, 28 ανώτεροι αξιωματικοί, 123 κατώτεροι, 540 οπλίτες και περίπου 2.000 άτακτοι ένοπλοι. Η Σμύρνη έχει πλέον περάσει ουσιαστικά και συμβολικά υπό ελληνικό έλεγχο.

Η εγκαθίδρυση της ελληνικής διοίκησης
Στις 19 Μαΐου 1919 (8 Μαΐου π.ημ.), καταφθάνει στη Σμύρνη ο Αριστείδης Στεργιάδης, ορισμένος από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδας στη Μικρά Ασία. Η παρουσία του σηματοδοτεί τη μετάβαση από στρατιωτική σε πολιτική διοίκηση και την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας διοίκησης που θα εγγυάται τάξη, δικαιοσύνη και συνύπαρξη σε ένα πολυεθνοτικό περιβάλλον.

Η Συνθήκη των Σεβρών και η Ζώνη της Σμύρνης
Η στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας στη Σμύρνη εδραιώνεται και νομικά με τη Συνθήκη των Σεβρών, η οποία υπογράφεται στις 10 Αυγούστου 1920 (28 Ιουλίου π.ημ.). Με βάση τα άρθρα 65 έως 83 της Συνθήκης, παραχωρείται στην Ελλάδα η διοίκηση της περιοχής, γνωστής ως Ζώνης της Σμύρνης, με πρόβλεψη ότι μετά από πέντε χρόνια και κατόπιν δημοψηφίσματος των κατοίκων, η περιοχή θα μπορούσε να προσαρτηθεί οριστικά στο ελληνικό κράτος.

Ένα όνειρο αιώνων είχε αρχίσει να αποκτά σχήμα και υπόσταση. Ωστόσο, όπως η ιστορία θα δείξει, το εγχείρημα θα αποδειχθεί εύθραυστο...

Σχόλια