Ο Ανδρέας Τυπάλδος Λασκαράτος, διαπρεπής σατιρικός ποιητής και πεζογράφος, γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς την 1η Μαΐου 1811, στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα. Η γέννησή του τοποθετείται χρονικά σε μια περίοδο έντονων πολιτικών μεταβολών, κατά την οποία τα Επτάνησα μεταβαίνουν από τη γαλλική στη βρετανική κυριαρχία. Από νεαρή ηλικία, έλαβε την πρώτη του εκπαίδευση κοντά στον λόγιο Νεόφυτο Βάμβα, στη Σχολή του Κάστρου.
Σε ηλικία είκοσι ενός ετών, με την υποστήριξη του θείου του, Δελαδέτσιμα, διορίστηκε γραφέας της Γερουσίας στην Κέρκυρα και εγγράφη στη Νομική Σχολή του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ο διορισμός και η εγγραφή του υπαγορεύτηκαν από τις φιλοδοξίες του θείου του, ο οποίος τον προόριζε για δικαστική σταδιοδρομία. Ο ίδιος, ωστόσο, επιθυμούσε να ακολουθήσει σπουδές στην ιατρική.
Μετά την επιστροφή του στην Κεφαλονιά, εργάστηκε για ένα χρονικό διάστημα ως πρωτοκολλητής στο Ειρηνοδικείο. Παραιτήθηκε από τη θέση αυτή προκειμένου να συνεχίσει τις νομικές του σπουδές στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην Πίζα και στο Παρίσι. Επανήλθε στην Κεφαλονιά το 1839 και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα επί μόλις τρία έτη. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, επανήλθε προσωρινά στη δικηγορία εξαιτίας οικογενειακών υποθέσεων, πλην όμως η Γερουσία αρνήθηκε να του χορηγήσει τη σχετική άδεια.
Κατά την περίοδο αυτή, επιδόθηκε σε σειρά ταξιδιών με σκοπό τη γλωσσική και λαογραφική μελέτη. Μετέβη στην Κρήτη, όπου ασχολήθηκε με τη μελέτη του τοπικού ιδιώματος και των λαϊκών της τραγουδιών. Ταξίδεψε επίσης στην Αθήνα, τη Σύρο, την Κόρινθο, την Πάτρα και το Μεσολόγγι.
Μαθητής του Ανδρέα Κάλβου και γνώριμος του Διονυσίου Σολωμού, ο Λασκαράτος υπήρξε επηρεασμένος από το πνευματικό κλίμα των δύο μεγάλων ποιητών, γεγονός που αποτυπώνεται στη μεταγενέστερη πνευματική του πορεία. Η ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία εκτείνεται σε πολλαπλά είδη, ωστόσο έγινε κυρίως γνωστός για τα λιβελογραφήματά του, τα οποία διακρίνονται για τη σφοδρότητα και την ευθύτητα της κριτικής του, ιδίως έναντι των εκπροσώπων της εκκλησιαστικής και κοινωνικής εξουσίας. Η επιθετικότητά του αυτή οδήγησε στην αφοριστική απόφαση της τοπικής Εκκλησίας, ένα γεγονός που καθόρισε τη δημόσια εικόνα του.
Υπήρξε παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένιου, μέλος επιφανούς και ευκατάστατης οικογένειας της Κεφαλονιάς. Από τον γάμο τους απέκτησαν δύο γιους και επτά κόρες.
Ο Ανδρέας Λασκαράτος διακρίθηκε, μεταξύ άλλων, και στον χώρο της σατιρικής δημοσιογραφίας, ιδρύοντας και εκδίδοντας πληθώρα εντύπων – μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο Λύχνος – με στόχο την αμείλικτη καταγγελία της κοινωνικής υποκρισίας, της ηθικής εκτροπής και της θεσμικής αδικίας. Με ανεξάντλητο σαρκασμό και θάρρος, καταφέρθηκε επανειλημμένως κατά της πολιτικής ανικανότητας και φαυλότητας της εποχής του, ενώ η πολεμική του στρεφόταν ιδίως εναντίον των θρησκευτικών προλήψεων και της αυθαίρετης εξουσίας του κλήρου.
Η πλέον χαρακτηριστική σύγκρουση με την Εκκλησία σημειώθηκε το 1856, όταν ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδων Κοντομίχαλος προέβη, στις 16/28 Φεβρουαρίου του έτους εκείνου, στην επίσημη καταδίκη και αφορισμό του έργου του Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς. Η συνοδευτική παραίνεση προς τον συγγραφέα περιελάμβανε απαίτηση για άμεση απόσυρση και καταστροφή του βιβλίου. Επειδή ο Λασκαράτος δεν συμμορφώθηκε, λίγες ημέρες αργότερα εκδόθηκε και προσωπικός αφορισμός εναντίον του. Η επίμαχη έκδοση κατηγορήθηκε ότι χλεύαζε χριστιανικές τελετές και παραδόσεις, προκαλώντας ισχυρές αντιδράσεις τόσο στον λαό όσο και σε κύκλους του ιερατείου.
Προ της εκκλησιαστικής ποινής, ο ίδιος ο Λασκαράτος είχε καταγγείλει στις αρχές ότι το περιεχόμενο του βιβλίου του είχε ήδη προκαλέσει αναταραχές στην τοπική κοινωνία, κυρίως από αχθοφόρους και άλλους κατοίκους, γεγονός που κατέστησε αναγκαία την αστυνομική επέμβαση. Πράγματι, σε αναφορά του Επάρχου Κεφαλονιάς προς τη Γερουσία, ημερομηνίας 4 Μαρτίου (Νέου Ημερολογίου), σημειώνεται πως: «ο Μητροπολίτης, ο κλήρος και διάφοροι κοινωνικοί κύκλοι ηγανάκτησαν σφόδρα, θεωρούντες το βιβλίον ως περιέχον ύβρεις και βλασφημίας», και επιβεβαιώνεται η παρέμβαση των δυνάμεων τάξης για την προστασία του συγγραφέα.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο ίδιος ο Έπαρχος ενημέρωσε τον Άγγλο τοποτηρητή της Επτανήσου, W.P. Talbot, ότι αδυνατούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια του Λασκαράτου σε δημόσιους χώρους και τον συμβούλευσε να παραμείνει στο σπίτι του. Σε επιστολή του προς τον τοποτηρητή, ο Λασκαράτος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να εγκαταλείψει το νησί στις 15 Μαρτίου, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι φεύγει «αφορισμένος απ’ τον κλήρο σαν ασεβής και διωγμένος απ’ την Κυβέρνηση σαν διασαλευτής της δημοσίας τάξεως!»
Καταφεύγοντας στη Ζάκυνθο, δεν διέφυγε ούτε εκεί την εκκλησιαστική αντίδραση: εντός του ιδίου έτους, αφορίστηκε εκ νέου, αυτήν τη φορά από τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Νικόλαο Κοκκίνη. Ο πρώτος του αφορισμός ήρθη μόλις έναν χρόνο πριν τον θάνατό του, από τον Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Γεράσιμο Δόριζα.
Αν και το αυθεντικό κείμενο του προσωπικού αφορισμού του Ανδρέα Λασκαράτου δεν έχει διασωθεί, έχει ωστόσο σωθεί το επίσημο κείμενο του αφορισμού του βιβλίου Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς.
Ο Ανδρέας Λασκαράτος απεβίωσε στις 24 Ιουλίου 1901 στο Αργοστόλι, πόλη όπου είχε εγκατασταθεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ύστερα από σειρά διώξεων που υπέστη τόσο από την εκκλησιαστική όσο και από την πολιτική εξουσία. Παρά την απομόνωση στην οποία οδηγήθηκε, το πνευματικό του έργο παραμένει έως σήμερα ζωντανό και διαχρονικό, μαρτυρώντας τον ριζοσπαστικό του λόγο και το οξύ του πνεύμα.
Όσοι έχουν εντρυφήσει στα γραπτά του, αναγνωρίζουν σ’ αυτόν έναν διανοητή που διέθετε εντυπωσιακή διαύγεια και διορατικότητα· έναν άνθρωπο που έβλεπε πέρα από τα στενά όρια της εποχής του, επισημαίνοντας με τόλμη παθογένειες της κοινωνίας και διατυπώνοντας με πάθος αιτήματα μεταρρυθμιστικά. Πολλές από τις θέσεις και τις προειδοποιήσεις του, οι οποίες άλλοτε αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα ή λοιδορία, έχουν με την πάροδο του χρόνου επαληθευτεί, επιβεβαιώνοντας εκ των υστέρων το εύρος της σκέψης και την ιστορική του διορατικότητα.
Κυριότερα έργα
Στιχουργήματα (1872)
Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς (1872)
Ιδού ο άνθρωπος (ή ανθρώπινοι χαρακτήρες, 1874)
Ποιήματα και ανέκδοτα (1884)
Οι καταδρομές μου εξαιτίας του «Λύχνου» (1888)
Απόκριση στον αφορισμό (1908)
Αυτοβιογραφία (1912)
Εκδοθέντα έργα
Από τα έργα του μετά θάνατον έχουν εκδοθεί κατά καιρούς τα ακόλουθα:
Ποιήματα, Φέξης, Αθήνα 1916
Στοχασμοί, Γανιάρης και Σία, 1921
Ήθη, έθιμα και δοξασίες της Κεφαλλονιάς, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1924
Αυτοβιογραφία, Δημητράκος, Αθήνα 1927
Τα παθήματά μου και οι παρατηρήσεις μου στις φυλακές της Κεφαλλονιάς, Κοντομάρης και Σία, Αθήνα 1930
Τέχνη του δημηγορείν και συγγράφειν, Κολιατσάδα, Αθήνα 1954
Ποιήματα, Μαρής, Αθήνα 1958
Άπαντα, τόμοι 1-3, Αθήνα 1959
Βιογραφικά μου ενθυμήματα, Αθήνα 1966
Ιδού ο άνθρωπος, Πάπυρος, Αθήνα 1969
Ιδού ο άνθρωπος, Ερμής 1970
Ένα ανέκδοτο ποίημα, τυπ. Κείμενα, 1976
Ποιήματα, Μαρής, Αθήνα 1976
Αυτοβιογραφία, Γνώση, Αθήνα 1983
Ιδού ο άνθρωπος, Νέος σταθμός, Αθήνα 2001
Ιστορία ενός αρχιεπισκόπου, Βερέττα, Αθήνα 2005
Reflections, translated by Simon Darragh, εκδ. «Αιώρα», Αθήνα 2015
Σχόλια