Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (Κωνσταντινούπολη, 1815 – Αθήνα, 14 Απριλίου 1891) ήταν Έλληνας ιστορικός, που αναγνωρίζεται ως ο «πατέρας» της ελληνικής ιστοριογραφίας και ο θεμελιωτής της αντίληψης της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες, αλλά αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη και τη διδασκαλία της ιστορίας, κυρίως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου καθιέρωσε την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα εποχή. Με το έργο του, και ιδιαίτερα με την πεντάτομη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (1860-1872), επιδίωξε να ανατρέψει τις κυρίαρχες τότε απόψεις που θεωρούσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία περίοδο παρακμής, αποκαθιστώντας την ως αναπόσπαστο και ζωντανό τμήμα της ελληνικής ιστορίας. Η συμβολή του υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας, καθώς υπερασπίστηκε την ιστορική συνέχεια και την αδιάσπαστη ελληνική ψυχή μέσα στους αιώνες.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γεννήθηκε το 1815 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γιος του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου, τραπεζίτη και προκρίτου της ελληνικής κοινότητας της Πόλης, καταγόμενου από τη Βυτίνα της Αρκαδίας, και της Ταρσίας Νικοκλή. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, η οικογένειά του υπέστη τραγικές απώλειες: ο πατέρας του, ο αδελφός του Μιχαήλ, δύο θείοι του (μεταξύ αυτών ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος) και ο γαμπρός του πατέρα του, Δημήτριος Σκαναβής, δολοφονήθηκαν από τον τουρκικό όχλο, ενώ η περιουσία τους δήμευσε. Η μητέρα του με τα οκτώ παιδιά της κατέφυγε στην Οδησσό, όπου ο Κωνσταντίνος συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος του Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ στο γαλλικό Λύκειο Ρισελιέ.
Οικογένεια
Το 1841 παντρεύτηκε τη Μαρία Αφθονίδη, κόρη αξιωματούχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έχουν τρία παιδιά: τον Δημήτριο (1843), ποιητή και θεατρικό συγγραφέα, την Αγλαΐα (1849) και την Ελένη (1854). Βίωσε τον θάνατο του γιου του το 1873, της κόρης του και της συζύγου του το 1890, καθώς και του αδελφού του Πέτρου το 1891.
Το 1830 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο. Ο ίδιος φοίτησε στο Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας, που είχε ιδρύσει ο Ιωάννης Καποδίστριας, με δάσκαλο τον Γεώργιο Γεννάδιο, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Παρά την πολυγλωσσία του (κατείχε γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά) και τη μελέτη του, δεν ολοκλήρωσε επίσημα καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης, γεγονός που αρχικά δυσχέρανε τον διορισμό του στο Πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούνταν "ετερόχθων" - δηλαδή προερχόμενος από περιοχές εκτός του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης υπερασπίστηκε την πολιτική αυτή, επιμένοντας στον αποκλεισμό των μη αυτοχθόνων από το Δημόσιο.
Επαγγελματική σταδιοδρομία
Το 1833 διορίστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου έφτασε έως διευθυντής. Το 1845 απολύθηκε λόγω της πολιτικής περί ετερόχθονων, αλλά την ίδια χρονιά διορίστηκε καθηγητής ιστορίας στο Γυμνάσιο Αθηνών. Την περίοδο αυτή είχε δημόσιες διαφωνίες με τον Γ. Γ. Παππαδόπουλο για ιστορικά ζητήματα.
Το 1848 υπέβαλε αίτηση για θέση υφηγητή Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά απορρίφθηκε λόγω έλλειψης πτυχίου και διδακτορικού. Το 1849 το Πανεπιστήμιο του Μονάχου τον ανακήρυξε διδάκτορα in absentia. Τον Μάρτιο του 1850 υπέβαλε δοκιμαστικό μάθημα στη Νομική Σχολή, χωρίς όμως να διοριστεί.
Τελικά, στις 6 Μαρτίου 1851, διορίστηκε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη θέση του Κωνσταντίνου Σχινά, διδάσκοντας την ιστορία του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή. Το 1856 προήχθη σε τακτικό καθηγητή και διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής το 1861-1862. Διεκδίκησε την πρυτανεία το 1870 και το 1871 χωρίς επιτυχία, αλλά το 1872 εκλέχθηκε πρύτανης.
Το 1875 αναγορεύτηκε επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οδησσού και το 1881 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας της Σερβίας. Υπήρξε επίτιμος πρόεδρος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» και το 1869 ίδρυσε τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων». Τιμήθηκε από τη βασιλική οικογένεια και υπήρξε δάσκαλος των βασιλοπαίδων.
Δημοσιογραφική δράση
Από το 1833 άρχισε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Τριπτόλεμος» του Ναυπλίου. Υπήρξε εκδότης των εφημερίδων «Εθνική» (1847) και «Έλλην» (1858-1860), της οποίας ήταν ιδιοκτήτης και η οποία υποστήριζε την πολιτική του Όθωνα. Συνιδρυτής και διευθυντής από το 1853 της γαλλόφωνης εφημερίδας «Spectateur de l’Orient», που ενημέρωνε τους ξένους για τα ελληνικά ζητήματα, ενώ από το 1856 έως το 1858 ήταν ανταποκριτής στην Αθήνα της εφημερίδας «Ημέρα» της Τεργέστης.
Η σημαντικότερη δημοσιογραφική του παρουσία ήταν στο φιλολογικό περιοδικό «Πανδώρα» (από το 1850), το οποίο συνίδρυσε μαζί με τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή και τον Νικόλαο Δραγούμη. Στο περιοδικό δημοσίευσε περίπου 50 κείμενα, κυρίως ιστοριογραφικά και βιβλιοκριτικές, αν και πολλά ήταν ανυπόγραφα. Η τακτική συνεργασία του με το περιοδικό σταμάτησε το 1861, αλλά συνέχισε να γράφει περιστασιακά σε αυτό και σε άλλα περιοδικά όπως ο «Παρνασσός» και η «Εστία».
Επιστημονικό έργο
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος θεωρείται ο θεμελιωτής της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας και χαρακτηρίζεται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως ο «πατέρας» της ελληνικής ιστοριογραφίας. Είναι ο θεμελιωτής της αντίληψης της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως σήμερα, αφού καθιέρωσε στην διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) και επιδίωξε να αναιρέσει τις κυρίαρχες εκείνη την εποχή απόψεις ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν περίοδος παρακμής και εκφυλισμού, που δεν αναγνωριζόταν ως τμήμα της ελληνικής ιστορίας. Πιστεύεται ότι έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας.
Το 1843 πρωτοεμφανίστηκε με μια διατριβή «Περὶ τῆς ἐποικήσεως σλαβικῶν τινῶν φυλῶν εἰς τὴν Πελοπόννησον», καταδεικνύοντας τα λάθη της θεωρίας του Φαλμεράυερ, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα (1841) είχε μεταφράσει το έργο «Le Centaure» του M. De Guerin, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευρωπαϊκός Ερανιστής». Το 1844 δημοσιεύει μια πραγματεία σχετικά με την άλωση της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, «Το τελευταίον έτος της ελληνικής ελευθερίας», ενώ το 1846 συντάσσει ένα «Επίτομον Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης» και συνεργάζεται στη σύνταξη μιας γαλλικής μεθόδου. Το 1849 δημοσίευσε το «Εγχειρίδιον Γενικής Ιστορίας» προορισμένο για μαθητές Γυμνασίου.
Το 1853 εξέδωσε την πρώτη, σύντομη, μορφή του έργου του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων». Το 1855 εκφώνησε τον εναρκτήριο λόγο του ως καθηγητής, αντικρούοντας θεωρίες που υποβάθμιζαν τη σημασία της δωρικής επίδρασης στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Το 1860 ξεκίνησε η έκδοση της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», έργου που τον καθιέρωσε στον επιστημονικό χώρο. Το συγκεκριμένο έργο ήταν χωρισμένο σε 3 τόμους των 15 βιβλίων και η έκδοσή του τέλειωσε το 1876, με τον τελευταίο τόμο να αναφέρεται συνοπτικά στην Επανάσταση του 1821. Η καλύτερη έκδοση της Ιστορίας είναι αυτή των εκδόσεων Ελευθερουδάκη το 1925 με τις επεμβάσεις του Καρολίδη. Μαθητής του ήταν και ο ιστορικός, και μετέπειτα πρωθυπουργός, Σπυρίδων Λάμπρος, καθώς και ο Παύλος Καρολίδης.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος συνέδεσε ιστορικά την αρχαιότητα με τη νεότερη Ελλάδα μέσω του Βυζαντίου. Τις ίδιες απόψεις είχε υποστηρίξει νωρίτερα ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, στην εισαγωγή του στον τόμο της έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών, το 1852, καθώς επίσης και ο Βρετανός Τζορτζ Φίνλεϊ τo 1851 στο "History of Greece, from its Conquest by the Crusaders to its Conquest by the Turks" και ο Γερμανός Γιόχαν Βίλχελμ Τσινκάιζεν. Ήταν από τους πρώτους εκφραστές της Μεγάλης Ιδέας. Σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο, ο ελληνισμός δεν έσβησε ολοκληρωτικά με την ήττα των Ελλήνων από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ., αλλά συνέχισε να υπάρχει και μάλιστα κατόρθωσε να αναγεννηθεί με τη σύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία δεν ήταν εκφυλισμένο υπόλειμμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, αλλά αποτελούσε την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ως εναρκτήριο σημείο του Νέου Ελληνισμού προσδιόρισε το 1204, δηλαδή την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας.
Διαφώνησε με τον ιστορικό Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, ο οποίος στο έργο του «Ιστορία της χερσονήσου του Μωρέως κατά τον μεσαίωνα» (1830 και 1836) υποστήριζε ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε εξαφανιστεί τον 6ο αι. μ.Χ., ύστερα από την κάθοδο σλαβικών φύλων, επομένως οι νεότεροι Έλληνες δεν είχαν καμία φυλετική συγγένεια με τους αρχαίους.
Επίσης, ο Παπαρρηγόπουλος ήταν ο πρώτος που μελέτησε αναλυτικά την περίοδο της βασιλείας των Ισαύρων, καθώς και ο πρώτος που αναγνώρισε θετικά στοιχεία στις μεταρρυθμίσεις τους. Κατέκρινε πολλά ιστορικά πρόσωπα για την φιλοτουρκική τους στάση, όπως τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ενώ δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα ως τον «Έλληνα σοσιαλιστή της ιε΄ εκατονταετηρίδος».
Ο κύριος λόγος για τον οποίο απέδιδε μεγάλη σημασία στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν το γεγονός ότι πίστευε πως αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του αρχαίου και του νέου ελληνισμού, καθώς η απόδειξη της ενότητας του ελληνικού έθνους ήταν βασική επιδίωξη του Παπαρρηγόπουλου. Για τον Παπαρρηγόπουλο «(...) Ἑλληνικόν ἔθνος ὀνομάζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι ὁμιλοῦσι τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ὡς ίδίαν αὐτῶν γλώσσαν.» Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο ο Παπαρρηγόπουλος θεωρούσε σημαντικό το Βυζάντιο ήταν και η επίτευξη της πολιτικής ενότητας των Ελλήνων, που απουσίαζε από την αρχαία Ελλάδα. Στις απόψεις του Παπαρρηγόπουλου για την εθνική ενότητα αναγνωρίζεται η επίδραση της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και της διδασκαλίας του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Σχινά, με τον οποίο ο Παπαρρηγόπουλος είχε στενή σχέση.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ήταν αυτός που ενέπνευσε τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Στέφανου Δραγούμη, στο να κινηθεί βόρεια, αντιμετωπίζοντας τον σλαβικό κίνδυνο και παραμερίζοντας το Κρητικό Ζήτημα. Οι σχέσεις του εξάλλου με τον Χαρίλαο Τρικούπη ήταν θετικές, μιας και αυτός τον είχε στείλει στην Κωνσταντινούπολη το 1882 για να διευθετήσει εκκλησιαστικά θέματα για την προσαρτημένη γη της Θεσσαλίας.
Ο Παπαρρηγόπουλος υπήρξε επιτελικό στέλεχος της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετατόπιση των απώτατων ορίων των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων από τον Όλυμπο, το Μέτσοβο και τα Κεραύνια όρη προς τον Αίμο, το Σκάρδο και τις εκβολές του Σκούμπιν. Στους πέντε τόμους και στον Επίλογο της Ιστορίας του, ο οποίος εκδόθηκε το 1876 και μεταφράστηκε στα γαλλικά μεσούσης της κρίσης του Ανατολικού ζητήματος, ο Παπαρρηγόπουλος άρθρωσε ένα σχήμα διάκρισης των ιστορικών «ελληνικών χωρών» σε τρεις ζώνες, από τις οποίες η βορειότερη, ανάμεσα στο Δούναβη και τον Αίμο, ήταν εκσλαβισμένη, στην ευρισκόμενη νοτίως του Ολύμπου και των Κεραυνίων επικρατούσε πλήρως η ελληνική γλώσσα και φυλή, ενώ στην ενδιάμεση ζώνη, στη Μακεδονία, δηλαδή, και τη Θράκη, υπήρχε ισορροπία ελληνικής και βουλγαρικής γλώσσας, αλλά ο ελληνισμός ήταν ο «ηθικός κύριος».
Την περίοδο αυτή έγινε γενικά αποδεκτή ως βόρειο όριο των διεκδικούμενων χωρών η νοητή γραμμή Αχρίδας-Στρώμνιτσας-Νευροκοπίου προκειμένου να οργανωθούν περισσότερο αποτελεσματικά οι ελληνικές διεκδικήσεις. Σε απόρρητο υπόμνημά του προς τον ΥπΕξ Αλέξανδρο Κοντοσταύλο το 1884, απαντώντας στο ερώτημα ποια είναι τα όρια του τμήματος της Μακεδονίας που θα μπορούσε αποτελεσματικά να διεκδικήσει η Ελλάδα, ο Παπαρρηγόπουλος, χρησιμοποιώντας ως κριτήρια την ομιλούμενη γλώσσα και γεωπολιτικούς παράγοντες, διέκρινε τη Μακεδονία σε τρεις παράλληλες ζώνες: τη βόρεια, που θεωρούσε εντελώς ξένη προς τον ελληνισμό, την «αναμφισβήτως» ελληνική νότια (ως τη γραμμή Καστοριάς-Σερρών), και τη μεσαία, όπου δεν ομιλούνταν σχεδόν πουθενά η ελληνική ως μητρική και την οποία περιοχή διεκδικούσαν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι.
Ο Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις έπρεπε να περιοριστούν στη νότια και τη μεσαία ζώνη, η οποία θα έπρεπε οπωσδήποτε να περιλαμβάνει τα Βιτώλια, τη Γευγελή, τη Στρώμνιτσα και το Μελένικο, αν και, όπως διευκρίνισε με υπόμνημά του τον επόμενο χρόνο, δε νόμιζε πως η διάκριση αυτή είχε ιστορική βάση ή πως θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί διεθνώς ότι η Μακεδονία περιορίζεται στις δύο αυτές ζώνες.
Η στρατηγική αυτή διεκδίκησης της νότιας και της μεσαίας ζώνης της Μακεδονίας που πρότεινε ο Παπαρρηγόπουλος, ως προϋπόθεση ελληνικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος και σύνδεσης με τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, έγινε αποδεκτή, αρχικά από τον Τρικούπη το 1885, και υιοθετήθηκε ως εθνική επιταγή έως τους Βαλκανικούς πολέμους.
Αξιολόγηση και κληρονομιά
Στο έργο του, κυρίως στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» που δημοσίευσε το 1853, παρουσίασε την ελληνική ιστορία ως μια αδιάσπαστη ενότητα, προωθώντας την αξία και τη σημασία της βυζαντινής περιόδου, η οποία μέχρι τότε θεωρούνταν περίοδος παρακμής και εκφυλισμού. Με την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας (αρχαία, μεσαιωνική, νέα), που καθιέρωσε στη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συνέβαλε στη μείωση της περιφρόνησης προς το Βυζάντιο και στην ανάδειξή του ως κρίσιμο κρίκο της εθνικής συνέχειας.
Ο Παπαρρηγόπουλος επηρεάστηκε από τον ιστορικό Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, που είχε ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια ερμηνείας του ελληνικού χαρακτήρα του Βυζαντίου, και ολοκλήρωσε αυτή την προσπάθεια, δημιουργώντας μια ενιαία αφήγηση της ελληνικής ιστορίας, γνωστή ως νεοελληνικός ιστορισμός. Το έργο του απευθυνόταν όχι μόνο σε ακαδημαϊκούς, αλλά και στο ευρύ κοινό, ενισχύοντας την εθνική αυτογνωσία μέσω δημοσιεύσεων σε περιοδικά και Τύπο, ενώ ο όρος «Ελληνοχριστιανισμός» που χρησιμοποίησε, συνέβαλε στη διαμόρφωση της εθνικής ιδεολογίας και της Μεγάλης Ιδέας, με το Βυζάντιο να προβάλλεται ως πολιτισμικό πρότυπο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Επιπλέον, ο Παπαρρηγόπουλος ξεχώριζε για τη λογοτεχνική του χάρη και την κομψότητα του ύφους του, που έκαναν τα κείμενά του ευανάγνωστα και τις αφηγήσεις του ζωντανές, τοποθετώντας τον πάνω από άλλους σημαντικούς ιστορικούς της εποχής, όπως ο Παύλος Καρολίδης.
Επικριτές και αντιδράσεις
Παρά τη μεγάλη του επιρροή, ο Παπαρρηγόπουλος δέχθηκε έντονη κριτική από πολλούς σύγχρονούς του. Την εποχή που δημοσίευσε την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», κυριαρχούσε η άποψη ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν εκφυλισμένη και θρησκόληπτη, ενώ άλλοι ιστορικοί, όπως ο Κ. Τσοποτός, υποστήριζαν ότι οι ελληνικές κοινότητες ήταν προϊόν του οθωμανικού φορολογικού συστήματος και δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ Βυζαντίου και Νεότερης Ελλάδας.
Μια μεγάλη μερίδα λογίων κατέκρινε την προσπάθειά του να εντάξει το Βυζάντιο μεταξύ της αρχαίας και της νεότερης Ελλάδας. Για παράδειγμα, ο Στέφανος Κουμανούδης το 1853 χρησιμοποίησε τον όρο «Ζαμπελιοπαπαρρηγοπούλειος σχολή» με αρνητική διάθεση, ενώ ο Δημήτριος Μαυροφρύδης χαρακτήριζε τις ιδέες του «φαντασιοκοπήματα». Είχε επίσης επιστημονικές διαφωνίες με τον Κωνσταντίνο Σάθα και κατηγορήθηκε ως σλαβόφιλος. Εναντίον του εκφράστηκαν και προσωπικές επιθέσεις, όπως ότι επιβουλευόταν την πανεπιστημιακή περιουσία ή ότι εξασφάλιζε κρατική χρηματοδότηση για φιλοκυβερνητική πολιτική.
Πολλές επικρίσεις προέρχονταν από τοπικιστικό πνεύμα: ο Μαργαρίτης Δήμιτσας διόρθωνε στοιχεία για τη Μακεδονία, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης έκανε παρατηρήσεις για τον Μωριά, ο Π. Βεργώτης επισήμανε ελλείψεις σχετικά με τα Επτάνησα, ενώ ο Παύλος Καρολίδης και ο Νικόλαος Δραγούμης διαφώνησαν σε συγκεκριμένα ιστορικά σημεία.
Συνολική εικόνα
Ο Παπαρρηγόπουλος δεν προσέφερε μόνο μια ενιαία εικόνα της ελληνικής ιστορίας, αλλά απέδωσε με συγκινητικό τρόπο τα πάθη και τα δράματα του σύγχρονου Ελληνισμού, επηρεάζοντας βαθιά την εθνική ταυτότητα και την ιστοριογραφία της νεότερης Ελλάδας. Παρά τις επικρίσεις και τις μεταγενέστερες αναθεωρήσεις, το έργο του παραμένει μνημείο της ελληνικής ιστοριογραφίας και η τριμερής του θεώρηση της ελληνικής ιστορίας εξακολουθεί να αποτελεί βασικό ιδεολόγημα στη δημόσια και σχολική ιστορία.
Αυτό το άρθρο συνδυάζει όλες τις πληροφορίες από τα δύο δοσμένα κείμενα, παρουσιάζοντας πλήρως την κληρονομιά, το έργο και τις επικρίσεις που δέχθηκε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Συγγραφικό έργο
Τα σημαντικότερα από τα έργα του είναι τα εξής[56]:
Περί τῆς ἐποικίσεως σλαβικῶν τινῶν φυλῶν εἰς τήν Πελοπόννησον (1843)
Τό τελευταῖο ἔτος της ὲλληνικῆς ἐλευθερίας (1844)
Στοιχεία γενικής ιστορίας κατά το σύστημα του Γάλλου Λευί (1845)
Ἑγχειρίδιον τῆς γενικῆς ἱστορίας (1849-52)
Ἑγχειρίδιον: Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους (1853)
Περί της αρχής και της διαμορφώσεως των φυλών του αρχαίου Ελληνικού Έθνους (1855)
Ἱστορικαί πραγματεῖαι (1858)
Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους (1860-72) και Επίλογος (1877)
Ὁ μεσαιωνικός ὲλληνισμός καί ἡ στάσις τοῦ Νίκα, κατά τόν κ. Παῦλον Καλλιγᾶ (1868)
Histoire de la civilisation hellénique (1878)
L'Église orthodoxe d'Orient. Réponse à notre époque (1879)
Επιστολιμαία ιστορήματα (για τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού) στο περιοδικό "Εστία"
Ὁ στρατάρχης Γεώργιος Καραϊσκάκης καἰ ἄλλα ἱστορικά ἕργα (1889)
Τα διδακτικώτερα πορίσματα της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (1899)
Μετέφρασε το έργο «Le Centaure» του M. De Guerin, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευρωπαϊκός Ερανιστής», και το 1846 συνέταξε ένα «Επίτομον Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης»
Σχόλια