Translate

Ιωάννης Μακρυγιάννη

Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης (Κροκύλειο Φωκίδας, 1797 - Αθήνα, 27 Απριλίου 1864), μια σημαντική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και στρατηγός κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1797 στο χωριό Αβορίτι, κοντά στο Λιδορίκι της Φωκίδας, και πέθανε στις 27 Απριλίου 1864 στην Αθήνα από υπερβολική εξάντληση, ύστερα από τα χρόνια των αγώνων και των περιπετειών του. Κηδεύτηκε με τιμές στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, αναγνωρισμένος ως ένας από τους ήρωες της Εθνεγερσίας.

Οικογενειακή Κατάσταση του Ιωάννη Μακρυγιάννη
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης παντρεύτηκε την Αικατερίνη (Κατίγκω) Σκουζέ, κόρη του Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ, και μαζί απέκτησαν συνολικά δώδεκα παιδιά, εκ των οποίων επέζησαν έξι γιοι και τα δύο κορίτσια. Ο Μακρυγιάννης και η Κατίγκω παντρεύτηκαν το 1825, και από τον γάμο τους προέκυψε μια πολυμελής οικογένεια. Τα πρώτα τέσσερα παιδιά του Μακρυγιάννη έλαβαν αρχαιοελληνικά και οικογενειακά ονόματα: το πρώτο παιδί, Λεωνίδας (1826), το δεύτερο, Δημήτριος (όνομα του πατέρα του Μακρυγιάννη), το τρίτο, Γιώργης (1844-1873), και το τέταρτο, Όθων (1833-1901). Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν τα εξής: Νικόλαος (1837-1860), Βασιλική (1839-1911), Θρασύβουλος (1842-1865), Κίτσος (1848-1928) και Ελένη (1850-1910). Δυστυχώς, τέσσερα από τα αγόρια του Μακρυγιάννη πέθαναν σε νεαρή ηλικία, και η οικογένεια υπήρξε πλήρως δοκιμαζόμενη από τις απώλειες.

Η καταγωγή του Μακρυγιάννη προερχόταν από την οικογένεια Τριανταφυλλοδημητραίων, και ο παππούς του, Τριαντάφυλλος Δημητρίου, ήταν σημαντική προσωπικότητα της περιοχής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Δημητρίου Τριανταφύλλου, όμως το παρατσούκλι «Μακρυγιάννης» προήλθε από το ψηλό του ανάστημα, το οποίο αποτέλεσε χαρακτηριστικό του από τη νεαρή του ηλικία.

Η οικογένεια του Μακρυγιάννη υπήρξε ιδιαίτερα πληγωμένη από τις κακουχίες της εποχής. Ο πατέρας του, Δημήτριος, σκοτώθηκε από τους Τούρκους όταν ο Μακρυγιάννης ήταν μόλις ενός έτους. Μετά την απώλεια αυτή, η οικογένεια του Μακρυγιάννη κατέφυγε στη Λιβαδειά για να γλιτώσει από τη βία και τις καταπιέσεις των Οθωμανών κατακτητών. Οι προσωπικές του τραγωδίες και η σκληρή καθημερινότητα που βίωσε από νεαρή ηλικία, φαίνεται να διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του και το αίσθημα του αγώνα για ελευθερία και δικαιοσύνη που χαρακτήρισε όλη τη ζωή του.

Από τα πρώτα χρόνια
Από νεαρή ηλικία έδειξε το επιχειρηματικό του πνεύμα. Στα 14 του, το 1811, εργάστηκε στα κτήματα του Αθανάσιου Λιδωρίκη στην Άρτα, γραμματέα του Αλή Πασά, και από το 1814 ανέπτυξε το δικό του εμπορικό δίκτυο, χρησιμοποιώντας δανεικά χρήματα και αρχικά ένα μικρό κεφάλαιο. Οι εμπορικές του δραστηριότητες, μαζί με την εμπλοκή του στη χρηματοδότηση, του απέφεραν μια σεβαστή περιουσία, αν και αργότερα επικρίθηκε για την τοκογλυφία του. Το 1820, ενώ βρισκόταν στην Άρτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, χωρίς να είναι σαφές από ποιον, αφού δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στα Απομνημονεύματά του.

Το Σεπτέμβριο του 1820, ο Μακρυγιάννης συνελήφθη μαζί με τον Θανάση Λιδωρίκη από τον βοεβόδα της Ναυπάκτου, Μπαμπά πασά. Χάρη στις επαφές του με το περιβάλλον του Αλή Πασά, καταφέρνει να απελευθερωθεί, ενώ ο Λιδωρίκης, χρησιμοποιώντας το δίκτυο των γνωριμιών του, εξασφάλισε την ελευθερία του και του Μακρυγιάννη. Στις 13 Μαρτίου 1821, ο Μακρυγιάννης, αφού πέρασε από το Μεσολόγγι, κατευθύνθηκε στην Πάτρα με σκοπό να πραγματοποιήσει εμπορικό ταξίδι και να ενημερωθεί για την κατάσταση στην περιοχή προς όφελος των Φιλικών της Άρτας. Στην Πάτρα έγινε αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές και, κινούμενος από υποψίες, αναγκάστηκε να καταφύγει στο ρωσικό προξενείο για να γλιτώσει. Μετά από ανθρωποκυνηγητό, διέφυγε με μια φελούκα, αλλά αργότερα συνελήφθη στην επιστροφή του στην Άρτα και φυλακίστηκε ως ύποπτο πρόσωπο, λόγω των σχέσεών του με το περιβάλλον του Αλή Πασά.

Τελικά, απελευθερώθηκε με τη βοήθεια του Ισμαήλ μπέη από την Κόνιτσα, ενός Αλβανού αξιωματούχου και εξαδέλφου του Αλή Πασά. Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων, ο Μακρυγιάννης έπαιξε έναν ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη της Επανάστασης, ενώ η δράση του στην περιοχή των Ιωαννίνων και στην Πελοπόννησο τον καθιέρωσε ως έναν από τους πρωταγωνιστές του αγώνα.

Επαναστατική Δράση του Μακρυγιάννη
Ο Μακρυγιάννης, καταγωγής από την Άρτα, αναδείχθηκε σε μία από τις πιο εξέχουσες στρατιωτικές μορφές του Αγώνα για την Ανεξαρτησία της Ελλάδας. Στα πρώτα στάδια της Επανάστασης του 1821, συνελήφθη από τους Τούρκους στην Πάτρα, καθώς φερόταν ως ύποπτος για συμμετοχή στις εξεγερτικές κινήσεις. Στις 10 Απριλίου του ίδιου έτους, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Σαββάτου, φυλακίστηκε στην Άρτα, από όπου κατάφερε να διαφύγει ύστερα από δύο μήνες, αποδεικνύοντας την ακλόνητη θέληση του να συνεχίσει τον αγώνα.

Αρχικά, υπηρέτησε υπό τις διαταγές του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα, του οποίου η στρατηγική ικανότητα εκτιμήθηκε από τον Μακρυγιάννη. Μαζί, έλαβαν μέρος στις μάχες του Σταυρού και του Πέτα (11 Σεπτεμβρίου 1821), όπου κατάφεραν να νικήσουν τις ισχυρές δυνάμεις του Χασάν μπέη, με αποτέλεσμα την τραυματισμένη αλλά θριαμβευτική ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας. Στην σημαντική αυτή μάχη, ο Μακρυγιάννης υπέστη τραυματισμό στο πόδι.

Ακολούθησε η πολιορκία της Άρτας το Νοέμβριο του 1821, κατά την οποία συμμετείχε στην εκπόρθηση της πόλης. Μετά την πολιορκία και την αποθεραπεία του στο Σερνικάκι Σαλώνων, ο Μακρυγιάννης εντάχθηκε στα τοπικά δίκτυα των ενόπλων και προυχόντων της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, υποστηρίζοντας το έργο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Το καλοκαίρι του 1821, ως επικεφαλής 10 ανδρών, πήρε μέρος στην κατάληψη της Υπάτης.

Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της πτώσης της Αθήνας, συμμετείχε στις μάχες ως στρατιώτης. Αντιλαμβανόμενος τις αδικίες του φρούραρχου Γιάννη Γκούρα στην Ακρόπολη, ο Μακρυγιάννης προσέφερε τις υπηρεσίες του και του προσφέρθηκε το αξίωμα του πολιτάρχη. Ωστόσο, η απογοήτευση από τη συμπεριφορά των ηγετών και η φιλαργυρία του Γκούρα τον ώθησαν να αποχωρήσει, κατευθυνόμενος προς τη Σαλαμίνα.

Το 1823 συνεργάστηκε με τον Νικηταρά και συμμετείχε σε πλήθος στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Στερεά Ελλάδα. Το 1825, υπερασπίστηκε το Νεόκαστρο απέναντι στον Ιμπραήμ και, το ίδιο έτος, συμμετείχε στην κρίσιμη μάχη των Μύλων της Αργολίδας, όπου με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη και 300 άνδρες, κατόρθωσαν να καταβάλουν τις δυνάμεις του Ιμπραήμ.

Το 1826, κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας της Ακρόπολης, ο Μακρυγιάννης, τραυματίστηκε σοβαρά στη μάχη του Σερπετζέ και μεταφέρθηκε στην Αίγινα για θεραπεία, ενώ αναζήτησε βοήθεια από την Κυβέρνηση. Επέστρεψε στην Ακρόπολη για να συνεργαστεί με τον Καραϊσκάκη και να σπάσουν τον οθωμανικό κλοιό, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μετά την αποτυχία αυτής της προσπάθειας, ανέλαβε το αξίωμα του φρούραρχου της Ακρόπολης, θέση στην οποία επιβεβαίωσε την ανδρεία και τη στρατηγική του ικανότητα υπερασπίζοντας το εθνικό σύμβολο της Αθήνας με απαράμιλλη γενναιότητα.

Η πορεία του Μακρυγιάννη δεν σταμάτησε με τις μεγάλες μάχες του Αγώνα. Στην υπεράσπιση της ελληνικής ανεξαρτησίας, παρέμεινε ενεργός, συμμετέχοντας σε επικίνδυνες αποστολές στην Αθήνα και τον Πειραιά, συνεισφέροντας καθοριστικά στην τελική νίκη. Η στρατηγική του ευφυΐα και η ηγετική του ικανότητα τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πλέον σημαντικούς στρατηγούς της Ελληνικής Επανάστασης.

Καποδιστριακή περίοδος
Κατά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα το 1828, ο Μακρυγιάννης, ενταγμένος στον νέο πολιτικό και στρατιωτικό σχηματισμό, ανέλαβε, με την ευλογία της κυβέρνησης, τη θέση του «Γενικού Αρχηγού της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου και Σπάρτης». Το ίδιο έτος, μαζί με την οικογένειά του, εγκαταστάθηκε στο Άργος, όπου παρέμεινε μέχρι το 1832. Η εν λόγω θέση, αν και αντανακλούσε την εμπιστοσύνη του Καποδίστρια προς το πρόσωπό του, προκάλεσε αντιδράσεις στις τάξεις των Πελοποννησίων, οι οποίοι τον εξέλαβαν ως υποστηρικτή του καθεστώτος και ως αντίπαλο του Κολοκοτρώνη και άλλων ηγετικών μορφών του Αγώνα. Παρά τις αντιδράσεις, το 1829 ο Μακρυγιάννης εκλέχθηκε πληρεξούσιος των Αρτινών στην Εθνοσυνέλευση του Άργους, ενώ το 1830 ανέλαβε το αξίωμα του χιλίαρχου. Ωστόσο, το αξίωμα αυτό αφαιρέθηκε αργότερα λόγω των διαφορών που ανέκυψαν μεταξύ του ιδίου και του Καποδίστρια.

Η σχέση του Μακρυγιάννη με τον Κυβερνήτη επιδεινώθηκε σταδιακά. Επηρεασμένος από τη φημολογία που κυκλοφορούσε περί των προθέσεων του Καποδίστρια να περιορίσει την εδαφική έκταση του νέου ελληνικού κράτους στην Πελοπόννησο, ήλθε σε ρήξη με τον κυβερνητικό ηγέτη. Συγκρουόμενος με την αυταρχική πολιτική και τις μεθόδους του, ο Μακρυγιάννης κατηγόρησε τον Καποδίστρια για την καλλιέργεια ενός κλίματος χαφιεδισμού και για τις προσπάθειες που κατέβαλε ώστε να υπονομεύσει την έλευση του Λεοπόλδου ως βασιλιά της Ελλάδας. Παράλληλα, κατηγόρησε τον Καποδίστρια για τη συνέχιση της ληστείας στην Πελοπόννησο, καταγγέλλοντας τον για προσπάθειες διατήρησης της προσωπικής του εξουσίας.

Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση μεταξύ των δύο ανδρών σημειώθηκε όταν ο Μακρυγιάννης αρνήθηκε να υπογράψει τον όρκο που ο Καποδίστριας απαιτούσε από τους δημόσιους υπαλλήλους, θεωρώντας τον προσβλητικό για την τιμή του. Η άρνηση του Μακρυγιάννη είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από τη θέση του Αρχηγού της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου, με τον Νικηταρά να τον αντικαθιστά τον Μάιο του 1830. Ο Κυβερνήτης του πρότεινε να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα στα νησιά του Αιγαίου, πρόταση που εκείνος αρνήθηκε, με το σκεπτικό ότι δεν ήθελε να υποκαταστήσει τους αγωνιστές εκεί.

Το καλοκαίρι του 1831, η δράση της αντικαποδιστριακής μυστικής οργάνωσης, γνωστής ως Δύναμις ή Ηρακλέους, ήρθε στο φως. Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι κλήθηκαν να ορκιστούν ότι δεν ανήκουν σε αυτήν την οργάνωση. Ο Μακρυγιάννης αρνήθηκε να υπογράψει τον απαιτούμενο όρκο, προτείνοντας τη δική του εκδοχή, η οποία όμως απορρίφθηκε. Ο ίδιος κηρύχθηκε εκτός υπηρεσίας, αν και συνέχισε να αντιδρά έντονα στην κυβερνητική πολιτική.

Μέσα στην αναταραχή των πολιτικών εξελίξεων, ο Μακρυγιάννης σχεδίασε την κατάληψη του Παλαμηδίου, με στόχο την πίεση προς τον Καποδίστρια για τη σύγκληση Συνέλευσης. Ωστόσο, το σχέδιο ναυάγησε εξαιτίας της άρνησης των αντιπολιτευόμενων στην Ύδρα να χρηματοδοτήσουν την επιχείρηση.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια τον Οκτώβριο του 1831, ο Μακρυγιάννης κατευθύνθηκε στην Κόρινθο και από εκεί στην Ιτέα, προκειμένου να ενισχύσει τον οπλαρχηγό Στάθη Κατζικογιάννη, συμμετέχοντας ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις του τόπου. Παράλληλα, συνέχισε τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του, στα οποία καταγγέλλει τις αυταρχικές πρακτικές του Καποδίστρια και αναδεικνύει τη δύσκολη πολιτική κατάσταση κατά τη διάρκεια της Καποδιστριακής διακυβέρνησης.

Βασιλεία Όθωνα και Πολιτική Δράση του Μακρυγιάννη
Με την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα το 1833, ο Μακρυγιάννης επιδίωξε να εκφράσει τη νομιμοφροσύνη του στον νέο βασιλιά, υποβάλλοντας σειρά υπομνημάτων για την αποκατάσταση των αγωνιστών της Επανάστασης και την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους. Αν και αρχικά έδειξε την ελπίδα του για μια θετική πορεία για τους πολεμιστές του 1821, σύντομα αντιλήφθηκε τις πολιτικές αδικίες που συνόδευαν τη βασιλεία του Όθωνα. Η στάση των Βαυαρών, που επιδεικνυόταν κυρίως μέσω της περιφρόνησης προς τους αγωνιστές, τού προκάλεσε απογοήτευση. Η κακή μεταχείριση των ανθρώπων του αγώνα ήταν η κύρια αιτία της απογοήτευσής του, αποτυπώνοντας την προσωπική του στάση και τις πολιτικές του ενέργειες.

Στα τέλη Μαρτίου του 1833, ο Μακρυγιάννης προήχθη σε ταγματάρχη στο πρώτο από τα δέκα τάγματα ακροβολιστών που συστάθηκαν για την αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας στην πρωτεύουσα. Παρά τις επιτυχίες του στον τομέα αυτό, αρνήθηκε να αναλάβει επιτελική θέση στη νεοσύστατη χωροφυλακή, θεωρώντας τη συμμετοχή του σε αυτόν τον θεσμό εξαρτημένη από την ξένη επιρροή και καταπιεστική για τις ελευθερίες του ελληνικού λαού.

Η πολιτική δράση του Μακρυγιάννη ως δημοτικός σύμβουλος στην Αθήνα τον έφερε σε ευθεία σύγκρουση με τις εξουσίες. Με σκοπό την προστασία των συμφερόντων του ελληνικού λαού και την προάσπιση των ελευθεριών του, κατάφερε να κινητοποιήσει το δημοτικό συμβούλιο να εκδώσει ψήφισμα που καλούσε τον Όθωνα να παραχωρήσει σύνταγμα στον ελληνικό λαό, ενέργεια που καταδείκνυε τη βαθιά δυσαρέσκεια του Μακρυγιάννη για τις καταχρήσεις και την υπερφορολόγηση που υπέφερε ο λαός από τη διοίκηση του Άρμανσμπεργκ και των Βαυαρών.

Από το 1836 έως το 1840, ο Μακρυγιάννης αποσύρθηκε από την πολιτική σκηνή, επιλέγοντας να αφοσιωθεί στην τέχνη της ζωγραφικής και να καταγράψει σκηνές από τον Ιερό Αγώνα του 1821. Παρά την αποστασιοποίησή του, η ανάγκη του για δικαιοσύνη και ελευθερία τον οδήγησε να επανέλθει στην πολιτική σκηνή το 1840, προχωρώντας στη συγκρότηση ενός ευρύτερου πολιτικού κινήματος που συσπείρωσε γύρω του δημοκρατικούς και φιλελεύθερους άντρες, διεκδικώντας την παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα.

Η κορύφωση αυτών των προσπαθειών του ήρθε με την αναίμακτη εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όταν, με τη βοήθεια του στρατού και του Δημήτριου Καλλέργη, ο Όθωνας αναγκάστηκε να παραχωρήσει το Σύνταγμα. Στη διαμόρφωση του Συντάγματος του 1844, ο Μακρυγιάννης συμμετείχε ενεργά, επηρεάζοντας τις εξελίξεις προς τη δημοκρατική αποκατάσταση. Παράλληλα, το 1845 υπήρξε στόχος μιας αποτυχημένης απόπειρας δολοφονίας, που κατηγορήθηκε από τον αντιπολιτευόμενο τύπο ως επινοημένη από τον ίδιο για να εξυπηρετήσει τους πολιτικούς του σκοπούς.

Η πολιτική του δράση και οι σχέσεις του με αντιφρονούντες και εξόριστους δημοκράτες τον οδήγησαν σε νέες συγκρούσεις με την βασιλεία του Όθωνα. Το 1852, η επίσκεψη του Πολωνού εξόριστου στρατηγού Μίλβιτς στην Ελλάδα, η οποία θεωρήθηκε ένδειξη συνωμοσίας κατά του καθεστώτος, οδήγησε στη σύλληψή του και στην κατηγορία για προδοσία και συνωμοσία. Στις 16 Μαρτίου 1853, το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο δια απαγχονισμού, μία απόφαση που συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Εν τέλει, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη και αργότερα σε κάθειρξη δέκα ετών, χάρη στην παρέμβαση του ελληνικού λαού και της διεθνούς κοινότητας.

Ο Μακρυγιάννης φυλακίστηκε στις απάνθρωπες συνθήκες του Μενδρεσέ, όπου υπέστη σοβαρές σωματικές κακουχίες και η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Σύμφωνα με μαρτυρίες, υπέφερε φρικτά, καθώς «διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων», ενώ η σωματική του υγεία είχε σοβαρά κλονιστεί. Παρά τις συνθήκες φυλάκισης, αποφυλακίστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1854 με τη μεσολάβηση του Δημήτριου Καλλέργη, αλλά η υγεία του παρέμεινε εύθραυστη.

Στο κίνημα του 1862 κατά της βασιλείας του Όθωνα, ο Μακρυγιάννης αναδείχθηκε σε σύμβολο αντίστασης και της λαϊκής αντεπίθεσης. Οι κάτοικοι της Αθήνας τον αποθέωσαν και τον περιέφεραν θριαμβευτικά στην πόλη, αναγνωρίζοντας το ρόλο του ως ηγετική μορφή του αγώνα. Στις εκλογές του 1863 εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Αθήνας και το 1869 προήχθη σε αντιστράτηγο, αν και η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί από τα τραύματα και την καταπίεση που υπέστη καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Ως πληρεξούσιος Αθηνών, ο Μακρυγιάννης συμμετείχε στις συζητήσεις στην Εθνοσυνέλευση του 1844 σχετικά με τα δικαιώματα των ετεροχθόνων. Ως ένθερμος υποστηρικτής του αυτοχθονισμού, υπήρξε ένας από τους πιο έντονα θορυβώδεις εκπροσώπους αυτής της θέσης και άνοιξε το ζήτημα του αποκλεισμού των ετεροχθόνων από τις δημόσιες θέσεις. Η παρέμβασή του οδήγησε τη συζήτηση στην ανάγκη προσδιορισμού των προσόντων όσων αξίωναν δημόσιες θέσεις, επηρεάζοντας τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης. Παρά τις θέσεις του αυτές, ο Μακρυγιάννης θα εκφράσει στην προσωπική του αφήγηση κριτική για την πολιτική αυτή και τη διαίρεση που αυτή δημιούργησε, την οποία απέδιδε σε συνωμοσία των πολιτικών και των ξένων.

Το καλοκαίρι του 1844, συμμετείχε στις εκλογές για την πρώτη Βουλή μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, αλλά δεν εκλέχτηκε, παρόλο που κέρδισε το 48% των ψήφων στην Αθήνα. Παρά τη μη εκλογή του, συμμετείχε στην έκδοση της εφημερίδας Εθνοκρατία και ανέλαβε το ταμείο της εκδοτικής εταιρείας. Τον Ιούνιο του 1845, αποκάλυψε μια αντισυνταγματική μυστική εταιρεία στον Υπουργό Στρατιωτικών Κίτσο Τζαβέλα, ενώ είχε προειδοποιηθεί για πιθανή απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του, η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουνίου από δύο άγνωστους άνδρες.

Το τέλος του Ιωάννη Μακρυγιάννη
Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1844, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης αποσύρθηκε ουσιαστικά από κάθε μορφή ενεργούς δράσης και περιορίστηκε στην αρθρογραφία, χωρίς να εμπλέκεται εμφανώς στα πολιτικά δρώμενα της εποχής. Σταδιακά, δεχόταν όλο και λιγότερους επισκέπτες στο σπίτι του, με τους περισσότερους να είναι παλιοί του συναγωνιστές, καλόγεροι και περιηγητές που έρχονταν να τον συναντήσουν για να συζητήσουν μαζί του για τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Παρά τα προβλήματα με την υγεία του και τις συνέπειες από τα τραύματα που υπέστη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ο Μακρυγιάννης παρέμεινε πάντοτε ενήμερος για την επικαιρότητα, αν και αποφεύγοντας να αναμιγνύεται ενεργά στα πολιτικά ζητήματα.

Η κακή κατάσταση της υγείας του, που οφειλόταν σε τραύματα, ασθένειες και εγκεφαλικές βλάβες, τον οδήγησε στο να αποστασιοποιηθεί πλήρως από το κίνημα του 1848, το οποίο έλαβε χώρα στην Ελλάδα, και να προβάλλει ως λόγο την αδυναμία του λόγω της κακής του υγείας.

Όσον αφορά την οικογένειά του, η ζωή του Μακρυγιάννη υπήρξε ιδιαίτερα φορτισμένη από προσωπικές απώλειες. Είχε παντρευτεί την Αικατερίνη (Κατίγκω) Σκουζέ, κόρη του Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ, και μαζί απέκτησαν 12 παιδιά, από τα οποία επέζησαν έξι γιοι και δύο κόρες. Μεταξύ αυτών, τα πρώτα τέσσερα παιδιά τους έλαβαν ονόματα από την οικογενειακή παράδοση και την αρχαία ελληνική ιστορία. Το πρώτο παιδί, ο Λεωνίδας, γεννήθηκε το 1826, ενώ το δεύτερο, Δημήτριος, πήρε το όνομα του πατέρα του Μακρυγιάννη. Ανάμεσα στους άλλους γιους του Μακρυγιάννη ήταν ο Γιώργης (1844-1873), ο οποίος πήρε το όνομα του πατέρα της Κατίγκως, και ο Όθων (1833-1901). Τέσσερα από τα παιδιά του πέθαναν σε νεαρή ηλικία, με τον γιο Δημήτριο να πεθαίνει μόλις 3,5 ετών, πιθανότατα λόγω κάποιου συστηματικού νοσήματος, όπως συγγενής ανοσοανεπάρκεια ή σακχαρώδης διαβήτης, καθώς είχε συχνά προβλήματα υγείας και πάθαινε φλεγμονές.

Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ιωάννη Μακρυγιάννη καταγράφηκε με αριθμό 218 στις 27 Απριλίου 1864. Η πράξη αυτή, η οποία αναφέρεται στο βιβλίο Ληξιαρχείον Αθηνών 1836-2006. Ιστορικά Στοιχεία και Σωζόμενα Αρχεία του Ελευθερίου Σκιαδά, υπογράφτηκε από τον κτηματία Ιωάννη Ντάβαρη, ενώ μάρτυρες του θανάτου ήταν οι Γεώργιος Κίτζος και Σταύρος Φιλυπήδος. Ο θάνατος του Μακρυγιάννη συνέβη γύρω στις 3 το πρωί, και η πράξη του θανάτου υπογράφηκε από τον δημαρχεύοντα Εμμανουήλ Κουτσικάρη.

Μνήμη Μακρυγιάννη
Το τοπωνύμιο Μακρυγιάννη παραπέμπει σε περιοχή της Αθήνας, ακριβώς κάτω και νοτιοδυτικά από την Ακρόπολη. Η περιοχή αυτή συνδέεται με τον ίδιο τον Στρατηγό, ο οποίος διατηρούσε εκεί μέρος της ακίνητης περιουσίας του. Η τοποθεσία αυτή αναδεικνύει το συναισθηματικό και ιστορικό βάρος της περιοχής, καθώς υπήρξε το σπίτι και το κέντρο της ζωής του. Στη μνήμη του Μακρυγιάννη δεσπόζει ο ανδριάντας του, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο Θέατρο του Διονύσου, στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο σημείο που περνά καθημερινά πλήθος κόσμου, θυμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη συνεισφορά του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ο ανδριάντας αποτελεί σύμβολο της πολιτικής και στρατιωτικής του προσφοράς και της σημασίας του στην εθνική απελευθέρωση.

Ο τελευταίος απόγονος του Στρατηγού Μακρυγιάννη ήταν ο Κίτσος Μαλτέζος, ο οποίος ανήκε στις νεότερες γενιές του Μακρυγιάννη. Ο Κίτσος, φοιτητής της Νομικής Σχολής και αφοσιωμένος εθνικιστής, βρήκε τραγικό τέλος κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν δολοφονήθηκε από κομμουνιστές συναδέλφους του. Ο θάνατός του έλαβε χώρα σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν οι πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των ελλήνων αντιστασιακών έφτασαν στο αποκορύφωμά τους.

Αντιφατική φυσιογνωμία
Η προσωπικότητα του Μακρυγιάννη χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις, οι οποίες συχνά οδηγούσαν σε συγκρούσεις, τόσο με τους συναγωνιστές του όσο και με την κοινωνία της εποχής του. Παρά την αδιαμφισβήτητη συμμετοχή του στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και την ηρωική του στάση, ο Μακρυγιάννης ήταν επίσης αντιμέτωπος με σοβαρές πολιτικές και οικονομικές αντιφάσεις. Μία από τις πιο γνωστές αντιφάσεις του ήταν η σύγκρουση που προέκυψε γύρω από την κατανομή οικοπέδων στην αθηναϊκή γη, γεγονός που προκάλεσε εντάσεις και δυσαρέσκεια μεταξύ των αγωνιστών του 1821.

Η οικονομική του στάση και η συμπεριφορά του οδήγησαν σε αρνητικές κριτικές από τους συγχρόνους του, οι οποίοι τον θεωρούσαν φιλοχρήματο. Πολλοί θεωρούσαν πως ο Μακρυγιάννης εκμεταλλευόταν τη δημόσια περιουσία που αποκτούσε η ελληνική κυβέρνηση για προσωπικό όφελος. Παράλληλα, η προσωπική του στάση απέναντι στη φτώχεια και την ένδεια, ειδικά κατά τη διάρκεια της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων (1843-1844), αποκαλύπτει την απροκάλυπτη ρεαλιστική του θεώρηση. Ο Μακρυγιάννης δήλωσε με σφοδρότητα: «Αν είναι να μείνωμε ημείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία», αποδεικνύοντας έτσι την αντίθεσή του στην ιδέα της ελευθερίας αν αυτή συνεπαγόταν θυσία της ευημερίας και της αξιοπρέπειας του λαού.

Αυτές οι δηλώσεις και η συμπεριφορά του Μακρυγιάννη καθιστούν τη φυσιογνωμία του ένα αντικείμενο αντιφάσεων και αντιπαραθέσεων, με μια ισχυρή τάση να επιδιώκει προσωπικά οφέλη ακόμη και μέσα από τις δυσκολίες του αγώνα για την ελευθερία.

Μαρτυρίες και Τεκμήρια του Μακρυγιάννη
Οι μαρτυρίες και τα τεκμήρια που μας άφησε ο Στρατηγός Μακρυγιάννης αποτελούν πολύτιμο ιστορικό υλικό για την κατανόηση των γεγονότων της Επανάστασης του 1821 και των πολιτικών και στρατιωτικών διαδικασιών της εποχής. Τα στοιχεία αυτά κατατάσσονται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες:

Απομνημονεύματα – Ο πρώτος και πιο γνωστός ιστορικός λόγος του Μακρυγιάννη. Τα Απομνημονεύματα, καταγεγραμμένα σε προσωπική μαρτυρία, περιγράφουν τα βιώματα και τις στρατηγικές του στην Επανάσταση, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες για τη δράση του και τις πολιτικές του απόψεις. Στο έργο αυτό, ο Μακρυγιάννης αναφέρεται και σε προσωπικές του κρίσεις σχετικά με τους συναγωνιστές του και τη μορφή του Αγώνα.

Ιστορικά Έγγραφα – Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει διάφορα έγγραφα που αναφέρονται σε εκθέσεις του Μακρυγιάννη προς τη Διοίκηση και τις εφημερίδες της εποχής. Επίσης περιλαμβάνει επιστολές, όρκους, και άλλα έγγραφα που συνδέονται με τις εμπορικές και λοιπές δραστηριότητές του στην Άρτα πριν την Επανάσταση. Αυτά τα έγγραφα προσφέρουν μια εικόνα της πολυδιάστατης προσωπικότητας του Μακρυγιάννη, ο οποίος δεν περιορίστηκε μόνο στη στρατιωτική δράση, αλλά και στη διοικητική και εμπορική ζωή της εποχής.

«Κάδρα του Πολέμου» – Πρόκειται για μια σειρά εικόνων που δημιούργησε ο Μακρυγιάννης με τη βοήθεια του ζωγράφου Παναγιώτη Ζωγράφου. Ο Μακρυγιάννης, σύμφωνα με τα Απομνημονεύματά του, είχε ζητήσει αρχικά από έναν ξένο ζωγράφο να απεικονίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις της Επανάστασης. Αλλά, καθώς δεν έμεινε ικανοποιημένος από το έργο του και λόγω της γλωσσικής αδυναμίας επικοινωνίας, αντικατέστησε τον ζωγράφο με τον Παναγιώτη Ζωγράφο. Η συνεργασία τους διήρκεσε από το 1836 έως το 1839 και καρποφόρησε με 25 πίνακες που απεικονίζουν σκηνές του πολέμου και της απελευθέρωσης. Οι εικόνες αυτές φέρουν την προσωπική σφραγίδα του Μακρυγιάννη, καθώς «υπαγορεύονται» από τις δικές του κρίσεις και ερμηνείες για τα γεγονότα της Επανάστασης. Το 1839, παρουσίασε αυτές τις εικόνες σε διπλωμάτες, φιλέλληνες, στρατιωτικούς και πολιτικούς.

Οράματα και Θάματα – Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει το δεύτερο Ιστορικό έργο του Μακρυγιάννη, το οποίο αναφέρεται σε θρησκευτικά και προφητικά οράματα που υπηρέτησαν ως εκφράσεις της εσωτερικής του πίστης και των προσωπικών του βιωμάτων. Ενσωματώνει έντονα τη θρησκευτική διάσταση της εποχής και την προσμονή του για τη θεϊκή βοήθεια στην εκπλήρωση του εθνικού ιδεώδους.

Τα Κάδρα του Πολέμου: Ζωγραφική και Πολιτική
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα «κάδρα του πολέμου», τα έργα που εικονίζουν τις πολεμικές επιχειρήσεις της Ελληνικής Επανάστασης, έχουν ιδιαίτερη ιστορική σημασία. Όπως μας αναφέρει ο Μακρυγιάννης, οι εικόνες του πολέμου αποτελούν παραστατικά εργαλεία για την ανάδειξη της ηρωικής προσφοράς των Ελλήνων στον αγώνα για την ελευθερία. Η δημιουργία αυτών των έργων είχε ως σκοπό την ανάδειξη της προσωπικής του συμβολής και του ηρωισμού του ελληνικού λαού, ενώ παράλληλα εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς τις ξένες δυνάμεις που στήριξαν την ελληνική ανεξαρτησία.

Η αρχική συνεργασία με τον φράγκο ζωγράφο, ο οποίος δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του Μακρυγιάννη, αποκαλύπτει τη συνείδηση του στρατηγού για την ανάγκη του να αναδείξει την Ελληνική Επανάσταση με έναν συγκεκριμένο τρόπο, μακριά από εξωτερικές πολιτισμικές επιρροές που θα αλλοίωναν την ελληνική εθνική ταυτότητα. Η αντικατάσταση του αρχικού ζωγράφου με τον Παναγιώτη Ζωγράφο, και η παραγωγή 25 έργων από το 1836 έως το 1839, συνιστά μια σημαντική καλλιτεχνική προσπάθεια για να καταγραφεί η επανάσταση σύμφωνα με τις επιθυμίες του ίδιου του Μακρυγιάννη. Η παρουσίαση αυτών των έργων σε ξένους διπλωμάτες και φιλέλληνες στην Αθήνα της εποχής συνδέει την τέχνη με τη διπλωματική και πολιτική στρατηγική, ενώ παράλληλα οι πίνακες απέχουν από το να θεωρηθούν απλώς καλλιτεχνικά έργα, καθώς φέρουν μέσα τους το βάρος της εθνικής και πολιτικής πράξης.

Η αποστολή των εικόνων στους ξένους πρέσβεις αποτέλεσε ταυτόχρονα πράξη ευγνωμοσύνης και διπλωματικής πολιτικής, ενώ αντικατοπτρίζει και τον τρόπο που ο Μακρυγιάννης ήθελε να προβάλει τη νέα Ελλάδα στον διεθνή κόσμο, ως έθνος που είχε κερδίσει την ελευθερία του με αίμα και θυσίες.

«Το περιεχόμενο τής γραφής τού Μακρυγιάννη είναι ο ατελείωτος και πραγματικός αγώνας ενός ανθρώπου που, με όλα τα ένστικτα τής φυλής του ριζωμένα βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά. Πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε –όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο– πάντα ορθός, ώς το τέλος: άνθρωπος στο ύψος τού ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι.»
-Γ. Σεφέρης, «Ένας Έλληνας, ο Μακρυγιάννης»

Σχόλια