Translate

Μιχαήλ Καταπότης

Ο Μιχαήλ Καταπότης  (Λάστρος Λασιθίου, 20 Δεκεμβρίου 1878 - 30 Απριλίου 1947) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Κρήτης και της Σητείας στον 20ό αιώνα, με πολυσχιδή δράση ως γιατρός, πολιτικός, λόγιος, ιστοριοδίφης και κοινωνικός παράγοντας.

Γεννήθηκε στη Λάστρο Σητείας στις 20 Δεκεμβρίου 1878. Ορφανός πατρός από την ηλικία των 4 ετών, τον μεγάλωσε εξ ολοκλήρου η μητέρα του, Μαρία το γένος Γαλετάκη, μια στοργική γυναίκα που φρόντισε να μην του λείψει τίποτα και να του προσφέρει την καλύτερη δυνατή μόρφωση. Ήταν μοναχογιός.

Ολοκλήρωσε το Γυμνάσιο Νεάπολης το 1894, έχοντας ως καθηγητή τον φιλόλογο και ιστορικό Στέφανο Ξανθουδίδη. Αμέσως μετά εργάστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος στο Ελληνικό Σχολείο Σητείας. Μόλις συγκέντρωσε τα απαραίτητα εφόδια, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1900 με το πτυχίο της Ιατρικής. Επί τρία έτη εργάστηκε ως ιατρός στη Σητεία και στη συνέχεια μετέβη στη Γαλλία, όπου ειδικεύθηκε στη γυναικολογία και μαιευτική χειρουργική.

Το 1897 έλαβε μέρος στην Επανάσταση της Κρήτης ως αντιπρόσωπος των επαναστατών της Σητείας, διαπραγματευόμενος με τους Γάλλους το ζήτημα της κατάθεσης των όπλων. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 με το βαθμό του Υπιάτρου Υγειονομικού, κυρίως στην Ήπειρο. Από το 1915 ως το 1916 υπηρέτησε ως χειρουργός του μοναδικού Α’ Στρατιωτικού Νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης. Το 1917 υπηρέτησε ως γιατρός του 9ου Συντάγματος, το 1918 πρόσφερε υπηρεσίες στην Υγειονομική Υπηρεσία του Υπουργείου των Στρατιωτικών, ενώ το 1940-41 υπηρέτησε ως χειρουργός του Δ’ Στρατιωτικού Νοσοκομείου Αθηνών.

Η πολιτική του δράση ξεκίνησε νωρίς: το 1906 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Σητείας, το 1910 βουλευτής της Κρητικής Βουλής ως πληρεξούσιος Σητείας (με 561 ψήφους) και το 1912 μέλος της Επαναστατικής Συνέλευσης των Κρητών. Το 1915 εκλέγεται βουλευτής Λασιθίου με το κόμμα των Φιλελευθέρων (συνδυασμός Ελευθερίου Βενιζέλου), όπου εκλέγεται δεύτερος με 8.774 ψήφους, μετά τον Μιχάλη Κ. Σφακιανάκη και πριν τον Μιχ. Κοθρή και Νικ. Παπαδάκη. Από τότε εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής μέχρι το 1936. Υπηρέτησε ως βουλευτής Λασιθίου από τις 31 Μαΐου 1915 ως τις 29 Οκτωβρίου 1915 και από τις 12 Ιουλίου 1917 ως το 1920 (Κ΄ κοινοβουλευτική περίοδος), στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση από το 1920 (εκλογή στις 22 Φεβρουαρίου 1921) ως το 1922 και από το 1923 ως το 1926, ενώ έκανε και μεταγενέστερη θητεία ως γερουσιαστής (εκλέχθηκε το 1931 στη θέση του αποβιώσαντος Νικολάου Γιαννικάκη) και ως βουλευτής μέχρι το 1936. Το 1932 διορίστηκε Γενικός Διοικητής Κρήτης επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου και παρέμεινε μέχρι το 1933. Για τελευταία φορά ήταν υποψήφιος στις εκλογές του 1946 με τον Ανεξάρτητο Δημοκρατικό Συνδυασμό, χωρίς να εκλεγεί (1.511 ψήφοι). Μετά το θάνατό του τον διαδέχθηκε ως υποψήφιος βουλευτής με το ίδιο κόμμα ο Μιχαήλ Χλουβεράκης, επίσης γιατρός.

Παράλληλα με την πολιτική και ιατρική του σταδιοδρομία, ο Καταπότης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την επιστημονική έρευνα, κυρίως με τη λέπρα. Συνεργάστηκε με τον Γάλλο Νομπελίστα Charles Nicolle, διευθυντή του Ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδας, με τον οποίο επισκέφθηκαν επανειλημμένα τη Σπιναλόγκα για να μελετήσουν και να βελτιώσουν τις συνθήκες των ασθενών. Από την πρώτη δεκαετία που άσκησε την ιατρική, πραγματεύτηκε περίπου 10 ιατρικές μελέτες στην ελληνική και γαλλική γλώσσα, τις οποίες δημοσίευσε στα περιοδικά: «Κρητικός Αστήρ», «Ιατρική Εφημερίς», «Γαληνός», «Presse Medicale Clinique» κ.ά. Υπήρξε πρωτοπόρος της υγειονομικής φροντίδας στην Κρήτη, με ιδιαίτερη συμβολή στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των λεπρών στη Σπιναλόγκα.

Μεγάλος ιστοριοδίφης, ο Καταπότης επηρεάστηκε από τον καθηγητή του Στέφανο Ξανθουδίδη και ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία της Κρήτης και της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Σητείας. Κατά τις επισκέψεις του στα χωριά της περιοχής συγκέντρωσε ιστορικό υλικό από προφορικές παραδόσεις, αρχιτεκτονικά και επιγραφικά μνημεία, αρχεία μονών και κοινοτήτων, κώδικες κ.ά., το οποίο αξιοποίησε σε μια σειρά μελετών, οι περισσότερες από τις οποίες δημοσιεύτηκαν στο ιστορικό και λαογραφικό περιοδικό «Μύσων» που ίδρυσε ο ίδιος το 1932 και εξέδιδε ανά τετράμηνο ως το 1938 σε επτά τόμους. Στο περιοδικό αυτό συνεργάστηκαν και άλλοι επιφανείς λόγιοι της εποχής με αξιόλογες ιστορικές, λαογραφικές και αρχαιολογικές πραγματείες. Ο ίδιος δημοσίευσε σημαντικές ιστορικές ερευνητικές εργασίες από την εποχή της Ενετοκρατίας, με διάσημη τη μελέτη του για την οικογένεια του ποιητή του Ερωτόκριτου Βιτσέντζου Κορνάρου (1932), την οικογένεια Τζαγκαρόλων, τη Μονή της Κυρίας Ακρωτηριανής (Τοπλού), τον Εμμανουήλ Ν. Λελυμπάκη, τη Σφάκα Σητείας, την επιδρομή των Τούρκων στις Στεφανές (1829) κ.ά., μέχρι και την ύστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ευελπιστούσε να εκδώσει τουλάχιστον 10 τόμους με το υλικό που είχε συγκεντρώσει, αλλά ο πόλεμος και η κατοχή διέκοψαν τη δραστηριότητα του περιοδικού.

Σημαντική ήταν η αντιπαράθεση που ξέσπασε μέσω του «Μύσωνα» με τον διευθυντή του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, Νικόλαο Παπαδάκη, σχετικά με τη θέση της εκκλησίας του Αγίου Ισιδώρου και την τοποθέτηση του Ιταλού περιηγητή και χαρτογράφου Christoforo Buondelmonti. Ο Παπαδάκης υποστήριζε ότι ο Άγιος Ισίδωρος βρισκόταν στο Σαμώνιο ακρωτήριο (Κάβο Σίδερος), ενώ ο Καταπότης επέμενε πως ο Άγιος Ισίδωρος που είδε ο Buondelmonti ήταν στη θέση της σημερινής Μονής της Παναγίας της Ακρωτηριανής (Τοπλού), που μετατράπηκε σε μοναστήρι στα χρόνια της Ενετοκρατίας, τον 15ο ή 16ο αιώνα. Η διαμάχη αυτή δεν κατέληξε πουθενά, όμως αργότερα η Μάρθα Αποσκίτη, σύζυγος του Στυλιανού Αλεξίου, σε μελέτη της έγραψε πως η πιθανή θέση της παλιάς ενετικής εκκλησίας καθορίζεται στη Μονή Τοπλού.

Ο Καταπότης, εξαίρετος γιατρός και σπουδαίος πολιτικός, χρησιμοποίησε τις γνώσεις του και την επιστήμη του για την υγεία του λαού και δεν αποκόμισε περιουσία. Συνέβαλε τα μέγιστα στην εκπαίδευση της ιδιαίτερης πατρίδας του και έργο δικό του είναι η ίδρυση του Γυμνασίου Σητείας στη θέση που βρίσκεται ακόμη και σήμερα, μαζί με τον γιατρό Κωνσταντίνο Τακάκη και τον αρχιμανδρίτη/καθηγητή Μάξιμο Μαρκαντωνάκη.

Έκανε δύο γάμους: τον πρώτο με τη Δέσποινα Ρουσελάκη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Γεώργιο Μ. Καταπότη, ποιητή και μετέπειτα Δήμαρχο Σητείας, ενώ το 1941 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Καλλιόπη Κουρουπάκη.

Για τελευταία φορά κατήλθε ως υποψήφιος στις εκλογές του 1946 με τον Ανεξάρτητο Δημοκρατικό Συνδυασμό αλλά δεν εξελέγη βουλευτής, συγκεντρώνοντας 1.511 ψήφους. Μετά το θάνατό του τον διαδέχθηκε ως υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα του ο Μιχαήλ Χλουβεράκης, επίσης γιατρός.

Απεβίωσε πάμφτωχος σε ηλικία 69 ετών στις 30 Απριλίου 1947. Η νεκρολογία του γράφτηκε από τον Γεώργιο Κ. Σπυριδάκη (1906-1975), καθηγητή Πανεπιστημίου (Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών) και λαογράφο από το Κατσιδώνι Σητείας. Το άγαλμά του κοσμεί σήμερα πλατεία της πατρίδας του, της Σητείας, ως ελάχιστο δείγμα τιμής για την προσφορά του στην τοπική κοινωνία και στην Κρήτη γενικότερα.








Σχόλια