Translate

Γεώργιος Καραϊσκάκης


Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ένας από τους πιο ηρωικούς και ποιητικά τραγικούς ήρωες της Εθνεγερσίας του 1821, γεννήθηκε το 1782 σε ένα τοπίο που μοσχοβολούσε λιβάνι και σιωπή – στο μοναστήρι της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», ανάμεσα στις σκιές των βουνών, στα σύνορα του χωριού Σκουληκαριά του Βάλτου. Ήταν ένας γιος του ελληνικού άγριου τοπίου και των προσευχών της μάνας του, που δούλευε ως παραδουλεύτρα στο μοναστήρι – μια γυναικεία μορφή θρύλου, που έδωσε στο παιδί της μια καταγωγή ντυμένη με μυστήριο και πόνο, και για τον λόγο αυτόν εκείνος έμεινε γνωστός ως «ο γιος της καλόγριας».
Η μοίρα του ήταν σμιλεμένη με τη φωτιά. Ορφανός από μάνα στα οκτώ του χρόνια, βρέθηκε να μεγαλώνει μέσα σε σιωπές και μάχες. Παιδί των Τζουμέρκων και των Αγράφων, της πέτρας και του αγέρα, βωμολόχος, ατίθασος και πεισματάρης, αναζητούσε καταφύγιο στο βλέμμα του βουνού και στους ήχους των κοπαδιών.
Όμως ο Καραϊσκάκης δεν ήταν πλασμένος για τη σιωπή. Μπήκε από μικρός στα σώματα των αρματολών και διέπρεψε για το θάρρος και το μυαλό του. Η μοίρα τον οδήγησε κοντά στον Αλή Πασά, και αργότερα στον Αντώνη Κατσαντώνη, μέχρι που, ακολουθώντας το δικό του αστέρι, έγινε ο ίδιος καπετάνιος. Κάποτε κατηγορήθηκε πως ήταν φίλος του Αλή· δικάστηκε, μεταμελήθηκε, αλλά στο βάθος της καρδιάς του έκαιγε μόνο η αγάπη για την πατρίδα.
Η ψυχή του όμως, φλεγόμενη από έρωτα για τη λευτεριά, ήξερε και να αγαπά. Το 1812 έσμιξε τη ζωή του με την Εγκολπία (Γκόλφω) Ψαρογιάννη, από το Πατιόπουλο του Βάλτου, και απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Δημήτρη, την Πηνελόπη, την Ελένη και τον Σπυρίδωνα, που αργότερα έγινε και εκείνος στρατηγός, κληρονόμος της φλόγας του πατέρα του. Οι κόρες του γεννήθηκαν στο πατρικό σπίτι της Γκόλφως – ένα σπίτι όπου η αγάπη για τον άντρα και για την Ελλάδα, ζεσταινόταν στη φλόγα του καντηλιού.
Κι όταν ήρθε το τέλος, το πρωινό της γιορτής του, 23 Απριλίου 1827, η αυγή τον βρήκε βαριά τραυματισμένο στο Παλαιό Φάληρο. Μετέφεραν το ματωμένο σώμα του στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι. Εκεί, μέσα στο άγιο ημίφως, ξεψύχησε σαν άγγελος πολέμου. Το κορμί του αναπαύτηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, μα η ψυχή του διαλύθηκε στις σκιές της Ιστορίας, ελεύθερη και περήφανη, σαν να 'ταν ποτέ της δούλη.
Ο Καραϊσκάκης δεν ήταν απλώς ένας στρατηγός. Ήταν θρύλος γεννημένος από τη σκληράδα της πέτρας και την τρυφερότητα μιας άγνωστης προσευχής. Ένας άντρας που φλόγισε την Ιστορία με την ίδια δύναμη που αγάπησε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, και την Ελλάδα.
Εθνεγερσία 1821
Η πολεμική δράση του Καραΐσκάκη άρχισε ουσιαστικά από το 1820, όταν με τους Κατσαντωναίους πολέμησε τους Τούρκους στα Γιάννενα. Λίγο αργότερα, μετά το θάνατό του Αλή, κήρυξε την επανάσταση στο Μακρυνόρος και την Εθνεγερσία του 1821 στην Ήπειρο, συγκεκριμένα στο χωριό Βουλγαρέλι Άρτας, στις 15 Μαΐου 1821 στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου, όπως γράφει και η αναρτημένη πλάκα στο Μοναστήρι, με τον θείο του Γώγο Μπακόλα, τον χωριανό του και αρματολό των Τζουμέρκων Γιαννάκη Κουτελίδα και άλλους 200 συμπολεμιστές τους από την Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία και τα Επτάνησα. Συμμετείχε στις δυο πρώτες μάχη της Εθνεγερσίας, στο Κομπότι, όπου στις 8 Ιουνίου 1821 τραυματίστηκε στην περιοχή των γενετικών του οργάνων. Μεταφέρθηκε για νοσηλεία στο στρατιωτικό νοσοκομείο Λουτρακίου όπου αναφέρεται πως είπε τη φράση «όταν γυρίσω θα τους γαμήσω». Μετά την αποθεραπεία του απελευθέρωσε την Άρτα, τότε δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της σημερινής Ελληνικής επικράτειας, συγκεκριμένα το Νοέμβριο του 1821. Μαζί με τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Ιωάννη Μακρυγιάννη συμμετείχε σε πέντε νικηφόρες μάχες στην περιοχή της Αρτας και στον Άγιο Βλάσιο Αιτωλοακαρνανίας.
Στις συχνές αρρώστιες του κατέφευγε στη Χάρη της Παναγίας Προυσιώτισσας. Σε αυτό το Μοναστήρι ακούστηκαν το 1823, κουβέντες του, που φανερώνουν την ψυχή του. Ύστερα απ’ τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο έφεραν νεκρό στο Μοναστήρι τον ήρωα Μάρκο Μπότσαρη. Ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος, νοσηλεύονταν στο μοναστήρι, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του και ασπάστηκε το νεκρό και είπε:
«...άμποτε, Μάρκο ήρωά μου, να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο. Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε μυαλό όσο κανείς άλλος. Καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκηα σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δέ φτάνουμε εμείς».
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου κατέβηκε στη Στερεά και συνέχισε τους αγώνες του. Μετά τη μάχη του Πέτα, αφού βίωσε μια περίοδο ουδετερότητας, με σκοπό να φανεί αρεστός στον Χουρσίτ Πασά και να κρατήσει το προσοδοφόρο αρματολίκι των Αγράφων, ενεπλάκη πιο ενεργά στην επανάσταση και η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη τον τοποθέτησε αρχιστράτηγο στην Ανατολική Ελλάδα. Το 1826, όταν ο Κιουταχής κυρίευσε την Αθήνα και πολιορκούσε την Ακρόπολη με 20.000 στρατό, κατέβηκε στην Ελευσίνα, για να οργανώσει με το Φαβιέρο το στρατόπεδο των Ελλήνων, διαφώνησαν όμως στα πολεμικά σχέδια και ο Φαβιέρος αποχώρησε. Επειδή έμεινε μόνος και οι Τούρκοι διέθεταν πολύ στρατό, αποφάσισε να τους κόψει την επικοινωνία και τον ανεφοδιασμό από τη Θεσσαλία και από πολιορκητές της Ακρόπολης να τους κάνει πολιορκημένους της Αττικής.
Δράση στη Στερεά
Με το σχέδιό του αυτό χτύπησε τα τουρκικά οχυρά στον Ελικώνα και στη Δόμβραινα, δεν κατόρθωσε όμως τίποτε και έφυγε για την Αράχοβα, που την κρατούσε ο Μουσταφάμπεης με τους Τουρκαλβανούς. Στην μάχη οι Τουρκαλβανοί διαλύθηκαν αποδεκατισμένοι και ο Μουσταφάμπεης σκοτώθηκε. Περνώντας απ’ τα Μοναστήρια των Βοιωτών Αγίων, του Οσίου Σεραφήμ του Δομβοϊτου και του Οσίου Λουκά, μαζί με την οργάνωση της άμυνάς τους αντλούσε και ο ίδιος δύναμη, επικαλούμενος με θερμή ψυχή τη βοήθειά τους. Οχυρώθηκε στο Δίστομο απ` όπου οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να τον διώξουν. Τα κατορθώματα του έδωσαν θάρρος στους Έλληνες και αναπτέρωσαν την επανάσταση στη Στερεά, που κινδύνευε να εκφυλιστεί. Η ελληνική κυβέρνηση τότε του έδωσε εντολή να απελευθερώσει με κάθε προσπάθεια την Αθήνα. Με την εντολή αυτή κατέβηκε και στρατοπέδευσε στο Κερατσίνι, έξω από τον Πειραιά, και εκεί άρχισε να καταστρώνει το πολεμικό του σχέδιο. Στην κρίσιμη στιγμή αναμίχθηκαν στην οι στρατιωτικοί Κόχραν και Τσορτς, οι οποίοι επέμειναν για επίθεση κατά μέτωπο, ενώ ο ίδιος ήθελε να εφαρμόσει σχέδιο αποκλεισμού των Τούρκων, μέχρι να παραδοθούν και η γνώμη τους επικράτησε.
Το τέλος του
Στις 23 Απριλίου παραμονή της επίθεσης ο Καραϊσκάκης, βαριά άρρωστος, πληγώθηκε θανάσιμα σε μια συμπλοκή των στρατιωτών του, από αδέσποτη σφαίρα. Η επίθεση κατά του Κιουταχή έγινε στις 24 Απριλίου, σύμφωνα με το σχέδιο του Κόχραν και Τσορτς, αλλά είχε οικτρή αποτυχία και το στρατόπεδο των Ελλήνων διαλύθηκε. Με το θάνατό του η Ελληνική επανάσταση έχασε έναν από τους μεγαλύτερους και ηρωικότερους στρατηγούς της. Ο Καραϊσκάκης άφησε γραπτώς στη διαθήκη του, τόσο την ανάθεση της επιμέλειας των παιδιών του, όσο και τη διαχείριση των χρημάτων που τους άφησε, στον Μήτρο Σκυλοδήμο, ανιψιό του από το Πατιόπουλο Βάλτου, και στον Μήτρο Αγραφιώτη, που ήταν βοηθός του από την εποχή του Αρματολικίου των Αγράφων. Τα ανήλικα ορφανά παιδιά του, που πριν αλλά και μετά το θάνατο του πατέρα τους έζησαν στο Πατιόπουλο, φρόντισαν και ανέθρεψαν οι Συντεκνιώτες, μεταξύ τους ο στενός του φίλος και γείτονάς του Αντώνης Ζαραλής και ο Σωτήρης Συντεκνώτης-Αθανασάκης (γνωστός ως Κουφός), οι οικογένειες του πεθερού του, του Ψαρογιάννη και οι Σκυλοδημαίοι, καθώς και ο πρώτος του ξάδερφος ο Γιαννάκης Διμισκής από την Σκουληκαριά. Η σύζυγος του Γεωργίου Καραϊσκάκη, η Εγκολπία Ψαρογιάννη - Σκυλοδήμου, που απεβίωσε το 1826, τάφηκε στο «Καστρομονάστηρο» στον Κάλαμο.
Μνήμη Γεωργίου Καραϊσκάκη
Η σορός του Καραϊσκάκη είχε ταφεί στο ναό του Αγίου Δημητρίου στο νησί της Σαλαμίνας [4]. Η επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου Καρδίτσας ως γενέτειρας του Καραϊσκάκη. Τα οστά του ήρωα μεταφέρθηκαν το 1838, με πρωτοβουλία του Βασιλιά Όθωνα, και ενταφιάστηκαν στο πεδίο της Μάχης του Φαλήρου, στην περιοχή του Νέου Φαλήρου, σε ένα χώρο μπροστά από το μετέπειτα Στάδιο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Το 1968, με ευθύνη της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων στην οποία ανήκε το Στάδιο Καραϊσκάκης, έγιναν έργα ανακαινίσεως και διαμορφώσεως του περιβάλλοντος χώρου του Σταδίου και τα οστά του Καραϊσκάκη χάθηκαν, πιθανόν πετάχθηκαν από τους υπεύθυνους του έργου, όπως και τα οστά άλλων 28 συναγωνιστών του.
Το 1996 το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Σαλαμίνος και ο τότε ιερέας του Ναού πατέρας Ανάργυρος Ευδαίμων άνοιξαν ξανά τον τάφο του Καραϊσκάκη, που βρίσκονταν τότε εντός του Ναού καθώς αυτός είχε επεκταθεί στα χρόνια που ακολούθησαν την ταφή του και τον ανάσκαψε. Σε μια λάρνακα βρέθηκαν οκτώ οστά από τη σορό του Γεωργίου Καραϊσκάκη, όσα είχε κρατήσει ο ιερέας όταν ο βασιλιάς Οθωνας έκανε την ανακομιδή. Δύο από τα οστά αυτά μεταφέρθηκαν επισήμως, με άδεια των τοπικών αρχών και της Μητροπόλεως Μεγάρων, στο Δήμο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» και το 2002 εναποτέθηκαν στο μνημείο του Καραϊσκάκη στην πλατεία της Σκουληκαριάς, ενώ τα εναπομείναντα ενταφιάστηκαν στον Άγιο Δημήτριο σε διαμορφωμένο μνήμα. Το 2005 το Ελληνικό κράτος αναγνώρισε επίσημα, τη Σκουληκαριά του νομού Άρτας, ως γενέτειρα του Στρατηγού Καραϊσκάκη, λόγος για τον οποίο έδωσε στο Δήμο της περιοχής την ονομασία Δήμος Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Στις 6 Μαΐου 2019, έγινε εκταφή, από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών, και μεταφέρθηκαν στο Μαυρομάτι του Δήμου Μουζακίου Καρδίτσας, όπου και τάφηκαν σε ειδικό μνημείο στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου τα οστά μελών της οικογένειας του Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, πιθανότατα οστά των απογόνων του. Πρόκειται για τα οστά του γιου του, Σπυρίδωνα και της συζύγου του Μαρίας Κομνηνού-Βαρβάκη, των εγγονών του Γεωργίου και Ελισάβετ Σπ. Καραϊσκάκη, καθώς και των δισέγγονων του Σπυρίδωνα, Ιωάννη και Ιουλίας. Μετά από ειδική τελετή με επιμνημόσυνη δέηση και αφού προηγήθηκε σύντομη ιστορική αναδρομή από τους απογόνους του ήρωα του '21 τα οστά τοποθετήθηκαν στο μνημείο, ενώ τελέστηκε τρισάγιο από τον μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Και Φαναριοφαρσάλων Τιμόθεο.

Σχετικά άρθρα

Σχόλια