Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863 – 29 Απριλίου 1933) υπήρξε Έλληνας ποιητής, ένας από τους σημαντικότερους της σύγχρονης εποχής, γνωστός και ως «ο Αλεξανδρινός» λόγω της ζωής και της δράσης του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Γεννήθηκε σε οικογένεια φαναριώτικης καταγωγής, με τον πατέρα του Πέτρο Ιωάννη Καβάφη να είναι εύπορος μεγαλέμπορος βαμβακιού και τη μητέρα του Χαρίκλεια Φωτιάδη να προέρχεται από παλιά οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1870, η οικογένεια αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και μετακόμισε στην Αγγλία, όπου ο Καβάφης σπούδασε αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, φοίτησε στο εμποροπρακτικό λύκειο «Ερμής» και εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων δημοσιογράφος, μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος και υπάλληλος στις Υπηρεσίες Αρδεύσεων, όπου παρέμεινε μόνιμα από το 1892 έως το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη. Τα σημαντικότερα ποιητικά του έργα δημιούργησε μετά τα 40 του χρόνια, ενώ πολλά ποιήματά του παρέμειναν ως προσχέδια. Καβάφης ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Αθήνα, όπου γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες της λογοτεχνίας και της τέχνης, και αφοσιώθηκε στην ποίηση, αφήνοντας ανεξίτηλο στίγμα στη νεοελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία.
Καταγωγή και Οικογένεια
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 29 Απριλίου 1863 και πέθανε στην ίδια πόλη στις 29 Απριλίου 1933, την ημέρα των 70ών γενεθλίων του. Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου-Ιωάννη Καβάφη (Κωνσταντινούπολη, 1814 - Αλεξάνδρεια, 1870) και της Χαρίκλειας Γεωργάκη Φωτιάδη (Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως, 1834 - Αλεξάνδρεια, 1899).
Η οικογένεια Καβάφη ήταν φαναριώτικη, με βαθιές ρίζες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βυζαντινή παράδοση. Ο προ-προπάππος του Κωνσταντίνου, Ιωάννης Καβάφης, υπήρξε κυβερνήτης του Ιασίου, ενώ ο προπάππος του, Πέτρος Καβάφης, ήταν Γραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τη μητρική πλευρά, ο προπάππος Μιχαήλ Σκαρλάτος Πάντζος, αδελφός του Μελετίου Πατριάρχη Αλεξανδρείας, διετέλεσε επίσης κυβερνήτης του Ιασίου. Ο προ-προ-προπάππος Θεοδόσιος Φωτιάδης, αδελφός του Κυρίλλου Επισκόπου Καισαρείας Φιλίππων, ήταν αξιωματούχος της Οθωμανικής κυβέρνησης.
Ο πατέρας του, Πέτρος-Ιωάννης Καβάφης, ήταν τέταρτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας. Ήταν εύπορος έμπορος βαμβακιού, με ελληνική και βρετανική υπηκοότητα, που μετά από διαμονή σε Κωνσταντινούπολη, Λονδίνο και Λίβερπουλ, εγκαταστάθηκε το 1850 στην Αλεξάνδρεια. Εκεί δημιούργησε επιχείρηση εισαγωγής υφασμάτων από το Μάντσεστερ και πιθανόν εξαγωγής σιτηρών, βαμβακιού και βουβαλοδερμάτων. Υπήρξε από τους ιδρυτές της Ελληνικής Κοινότητας της Αλεξάνδρειας και το 1869 τιμήθηκε με το Μετζιδιέ 3ης Τάξεως για τη συμβολή του στο εμπόριο και τη βιομηχανία.
Η μητέρα του, Χαρίκλεια, καταγόταν από οικογένεια εμπόρων κοσμημάτων που μετοίκησε από τη Σινώπη του Πόντου στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο Κωνσταντίνος ήταν το μικρότερο από τα εννέα παιδιά της οικογένειας, με έξι μεγαλύτερα αδέλφια: Πέτρο-Ιωάννη, Αριστείδη, Αλέξανδρο, Παύλο (που πέθανε το 1860), Τζον και την Ελένη που πέθανε οκτώ μηνών, καθώς και τον δεύτερο Παύλο που πήρε το όνομα του πρώτου.
Παιδικά Χρόνια και Εκπαίδευση
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αλεξάνδρεια, σε συνθήκες μεγάλης ευημερίας. Η οικογένεια διέμενε σε διώροφο σπίτι στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, όπου στο ισόγειο στεγάζονταν τα γραφεία του εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία», με κύριο συνέταιρο τον θείο του, Γεώργιο Καβάφη, εγκατεστημένο στο Λονδίνο. Η οικογένεια ζούσε με πολυτελή τρόπο, έχοντας Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα γκουβερνάντα, Ιταλό αμαξά, Αιγύπτιο θυρωρό και πολλούς Έλληνες υπηρέτες.
Το 1870, με τον θάνατο του πατέρα του, ξεκίνησε η οικονομική παρακμή της οικογένειας. Το 1872, η μητέρα του με τα παιδιά μετακόμισε στην Αγγλία, όπου έμειναν έξι χρόνια, κυρίως στο Λίβερπουλ αλλά και στο Λονδίνο, κοντά στην οικογένεια του θείου Γεωργίου. Εκεί ο Κωνσταντίνος φοίτησε σε αγγλικό σχολείο, μαθαίνοντας αγγλικά ως μητρική γλώσσα, ενώ παράλληλα διδάχθηκε ελληνικά και γαλλικά από οικοδιδάσκαλο. Παραθέριζε στο Ντόβερ.
Κατά την παραμονή στην Αγγλία, άρχισε να μελετά μόνος του, χρησιμοποιώντας δανειστικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, και ξεκίνησε τη σύνταξη ενός ιστορικού λεξικού, το οποίο δεν ολοκλήρωσε, καθώς τα λήμματα σταμάτησαν στη λέξη «Αλέξανδρος».
Το 1879 η οικογένεια επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Καβάφης φοίτησε στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής», γνωρίζοντας και συνδέοντας φιλίες με τους Μικέ Ράλλη, Ιωάννη Ροδοκανάκη και Στέφανο Σκυλίτση.
Εξέγερση του 1882 και Παραμονή στην Κωνσταντινούπολη
Το 1882, κατά τη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης του Οράμπι, ο αγγλικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια και το σπίτι της οικογένειας καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά. Η οικογένεια μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη και φιλοξενήθηκε επί τρία χρόνια από τον παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη.
Η παραμονή στην Πόλη ήταν καθοριστική: εκεί άρχισε να εκδηλώνεται η ομοφυλοφιλία του Καβάφη, σύμφωνα με τη Ροδόπη (Ρίκα) Αγαλλιανού-Σεγκοπούλου, με «συνένοχο» τον εξάδελφό του Γεώργιο Ψυλιάρη. Παράλληλα, άρχισε να εκφράζει ενδιαφέρον για πολιτική και δημοσιογραφία, ενώ ξεκίνησε τις πρώτες συστηματικές προσπάθειες στην ποίηση. Την ίδια περίοδο συνέχισε τις σπουδές του στην αρχαία και μεσαιωνική ελληνική φιλολογία.
Επιστροφή στην Αλεξάνδρεια και Επαγγελματική Καριέρα
Τον Οκτώβριο του 1885, η οικογένεια επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Καβάφης αποποιήθηκε την αγγλική υπηκοότητα και απέκτησε την ελληνική.
Τα πρώτα χρόνια εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα: δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888), και από το 1889 άμισθος γραμματέας στο Γραφείο Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το 1892 έγινε έμμισθος υπάλληλος και παρέμεινε εκεί για τριάντα χρόνια, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη.
Σε επιστολή του 1890 προς τον Γενικό Επιθεωρητή των Αρδεύσεων αναφέρεται η αξία της εργασίας του Καβάφη, η οξυδέρκεια και η πολυγλωσσία του (γνώση ελληνικών, γαλλικών, ιταλικών, αγγλικών και αραβικών).
Πνευματική Δραστηριότητα και Ταξίδια
Το 1891 εξέδωσε το πρώτο αξιόλογο ποίημά του, «Κτίσται», και δημοσίευσε σημαντικά πεζά κείμενα, όπως τα άρθρα για τα «Ελγίνεια» και το κείμενο «Ολίγαι λέξεις περί στιχουργίας».
Το 1897 ταξίδεψε με τον αδελφό του Τζον στη Μασσαλία, το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου επισκέφθηκαν μουσεία, όπερες, θέατρα και καμπαρέ της υψηλής κοινωνίας.
Το 1899 πέθανε η μητέρα του, γεγονός που τον συγκλόνισε.
Το 1901 και το 1903 ταξίδεψε στην Ελλάδα, όπου γνώρισε σημαντικούς λογοτέχνες όπως τον Κίμωνα Μιχαηλίδη, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Ιωάννη Πολέμη και τον ζωγράφο Γεώργιο Ροϊλό. Το 1903 δημοσιεύτηκε το πρώτο σημαντικό άρθρο για τον Καβάφη στην Ελλάδα, από τον Ξενόπουλο στα «Παναθήναια» με τίτλο «Ένας Ποιητής». Την ίδια χρονιά έγραψε και το σημαντικό πεζό κείμενό του «Ποιητική», έναν φιλοσοφικό έλεγχο των ποιημάτων του.
Εγκατάσταση στην Οδό Λέψιους και Κοινωνική Ζωή
Το 1907 εγκαταστάθηκε στο σπίτι-εργαστήρι της οδού Λέψιους 10, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Εκεί τον επισκέφθηκαν προσωπικότητες της λογοτεχνίας και του πνευματικού κόσμου, όπως ο Ιταλός φουτουριστής Τομάζο Μαρινέτι, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης, η ποιήτρια Μυρτιώτισσα και ο Έντουαρντ Φόρστερ, ο οποίος τον προώθησε στον αγγλόφωνο κόσμο.
Το 1908, μετά την οριστική αναχώρηση του αδελφού του Παύλου στο εξωτερικό, έμεινε μόνος. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του, προτιμώντας τον φωτισμό με κεριά.
Τελευταία Χρόνια και Θάνατος
Το 1922 παραιτήθηκε από τη θέση του στις Αρδεύσεις, δηλώνοντας ότι επιτέλους ελευθερώθηκε από αυτή τη «μισήτη δουλειά», και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη συμπλήρωση του ποιητικού του έργου.
Το 1926 τιμήθηκε από την κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου με το παράσημο του Φοίνικος, το οποίο αποδέχθηκε με σεβασμό προς την Ελληνική Πολιτεία.
Το 1927 γνώρισε τη Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Νίκο Καζαντζάκη.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Καβάφης άρχισε να αισθάνεται ενοχλήσεις στον λάρυγγα, γεγονός που τον οδήγησε να κόβει τα τσιγάρα στη μέση, να σωπαίνει όλο και περισσότερο και να καταλαμβάνεται από μελαγχολία. Το 1932 διαγνώστηκε με καρκίνο του λάρυγγα και μεταφέρθηκε στην Αθήνα για θεραπεία, συνοδευόμενος από τον κληρονόμο του Αλέκο και τη σύζυγό του, τη φιλόλογο Ρίκα Σεγκοπούλου.
Επί τέσσερις μήνες νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός, όπου υποβλήθηκε σε τραχειοτομία και έχασε οριστικά τη φωνή του. Επικοινωνούσε με γραπτά σημειώματα και μετά την ανάρρωσή του εγκαταστάθηκε αρχικά στην Κηφισιά και αργότερα σε ξενοδοχείο κοντά στην Πλατεία Ομονοίας. Τον δεξιώθηκαν προσωπικότητες όπως το ζεύγος Κώστα και Ελένης Ουράνη, ενώ ο συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος εκτέλεσε έργο βασισμένο σε δέκα καβαφικά ποιήματα.
Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου η υγεία του επιδεινώθηκε. Η σύζυγος του κληρονόμου του ετοίμασε βαλιτσούλα για την εισαγωγή του στο Ελληνικό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1933, την ημέρα των γενεθλίων του. Το τελευταίο του ποίημα, «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας», δημοσιεύτηκε μετά θάνατον. Η επιτύμβια πλάκα του είναι απλή και λιτή, αναγράφοντας:
«ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ / ΠΟΙΗΤΗΣ / ΘΑΝΩΝ ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΗΝ 29ην / ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1933».
Διακρίσεις
Το 1912, ο Κωνσταντίνος Καβάφης απέρριψε την πρόταση του Αντώνη Μπενάκη για την έκδοση ενός πολυτελούς τόμου με ποιήματά του, επιδεικνύοντας έτσι την ποιότητα του χαρακτήρα του και τη σταθερότητά του στις προσωπικές του αρχές. Στη διάρκεια της ζωής του συνδέθηκε με στενές φιλίες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο διπλωμάτης και εξάδελφος του δολοφονημένου εθνικιστή διανοούμενου Ίωνα Δραγούμη, Φίλιππος Δραγούμης. Η ποίησή του μελοποιήθηκε από τον Δημήτρη Μητρόπουλο, ενώ ο Άγγλος συγγραφέας E. M. Forster συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του έργου του στην αγγλική κοινωνία, εκδίδοντας το «Pharos and Pharillon», μια συλλογή δοκιμίων και μεταφράσεων.
Η δημόσια υπηρεσία αποτέλεσε για τον Καβάφη ένα σταθερό βιοποριστικό πλαίσιο, από το οποίο παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1922, φέρνοντας τον βαθμό του υποτμηματάρχη. Η αναγνώριση της ποιητικής του προσφοράς ήρθε το 1926, όταν η δικτατορική κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου του απένειμε το Αργυρό Παράσημο του Τάγματος του Φοίνικος. Ο ίδιος αποδέχθηκε το παράσημο με σεβασμό προς την Ελληνική Πολιτεία, δηλώνοντας ότι η επιστροφή του θα αποτελούσε προσβολή προς αυτήν.
Την ίδια χρονιά, στην Αλεξάνδρεια εκδόθηκε το μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό «Αλεξανδρινή Τέχνη», το οποίο ουσιαστικά διευθυνόταν και υποστηριζόταν οικονομικά από τον Καβάφη. Το 1927, ο ποιητής γνωρίστηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη και συνδέθηκε φιλικά με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, γεγονότα που ενίσχυσαν το πνευματικό του κύκλο και την επιρροή του στην ελληνική λογοτεχνία και τέχνη.
Η πορεία του Καβάφη, από την άρνηση έκδοσης συλλογής έως την επίσημη τιμητική διάκριση και τις σημαντικές πνευματικές γνωριμίες, αποτυπώνει την αταλάντευτη αφοσίωσή του στην τέχνη και την προσωπική του συνέπεια, στοιχεία που συνέβαλαν στην καθιέρωσή του ως μιας από τις σημαντικότερες μορφές της νεοελληνικής ποίησης.
Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του ποιητή:
Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης τὴν καταγωγήν, ἀλλὰ ἐγεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια — σ' ἕνα σπίτι τῆς ὁδοῦ Σερίφ· μικρὸς πολὺ ἔφυγα, καὶ ἀρκετὸ μέρος τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας τὸ πέρασα στὴν Ἀγγλία. Κατόπιν ἐπισκέφθην τὴν χώραν αὐτὴν μεγάλος, ἀλλὰ γιὰ μικρὸν χρονικὸν διάστημα. Διέμεινα καὶ στὴ Γαλλία. Στὴν ἐφηβικήν μου ἡλικίαν κατοίκησα ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ δὲν ἐπῆγα. Ἡ τελευταία μου ἐργασία ἦταν ὑπαλλήλου εἰς ἕνα κυβερνητικὸν γραφεῖον ἐξαρτώμενον ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Δημοσίων Ἔργων τῆς Αἰγύπτου. Ξέρω Ἀγγλικά, Γαλλικὰ καὶ ὁλίγα Ἰταλικά.
Θεματολογία του Ποιητικού Έργου
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καβάφης κατηγοριοποίησε τα ποιήματά του σε τρεις κύριες θεματικές ενότητες:
Ιστορικά Ποιήματα
Φιλοσοφικά Ποιήματα
Ηδονικά ή Αισθησιακά Ποιήματα
Ιστορικά Ποιήματα
Τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, με την Αλεξάνδρεια να κατέχει εξέχουσα θέση ως τόπος και πηγή έμπνευσης. Επιπλέον, πολλά ποιήματα αναφέρονται στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, ενώ δεν λείπουν και μυθολογικές αναφορές, όπως στο ποίημα «Τρώες». Σημαντικό είναι ότι ο Καβάφης αποφεύγει να αντλήσει έμπνευση από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, όπως η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ή από την κλασική αρχαιότητα. Οι περίοδοι που επιλέγει χαρακτηρίζονται από παρακμή ή μεγάλες αλλαγές, και οι ήρωες που παρουσιάζει είναι συχνά «ηττημένοι», πρόσωπα που βιώνουν την αποτυχία ή την ήττα.
Τα ιστορικά ποιήματα διαδραματίζονται κυρίως σε πόλεις της ανατολικής Μεσογείου, με την Αλεξάνδρεια να κυριαρχεί ως σκηνικό. Οι χαρακτήρες είναι είτε γνωστά ιστορικά πρόσωπα είτε δημιουργήματα της φαντασίας του ποιητή, και μέσα από αυτούς αποτυπώνονται ανθρώπινες συμπεριφορές που σημαδεύονται από την πρόσκαιρη επιτυχία και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση.
Οι ερευνητές διακρίνουν τα ιστορικά ποιήματα σε διάφορες κατηγορίες, όπως:
Ψευδοϊστορικά: Ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά και αλληγορικά, δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες (όρος που εισήγαγε ο Γιώργος Σεφέρης).
Ιστορικοφανή: Ποιήματα όπου φανταστικά πρόσωπα εμπλέκονται σε ιστορικό πλαίσιο (όρος του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου).
Ιστοριογενή: Ποιήματα που βασίζονται σε άμεσο ιστορικό υλικό (όρος του Μιχάλη Πιερή).
Ηδονικά ή Αισθησιακά Ποιήματα
Αυτά τα ποιήματα αποτελούν την πιο λυρική πλευρά του έργου του Καβάφη και επικεντρώνονται στην προσωπική σεξουαλική ζωή του ποιητή, με κυρίαρχο θέμα την ομοφυλοφιλία. Τα ποιήματα αυτά εκφράζουν αναμνήσεις πραγματικών ή φανταστικών ερώτων, όπου το παρελθόν και ο οραματισμός προκαλούν τα συναισθήματα, όχι το παρόν.
Φιλοσοφικά Ποιήματα
Τα φιλοσοφικά ποιήματα, που ονομάζονται επίσης «διδακτικά», χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες σύμφωνα με τον Ε. Π. Παπανούτσο:
Ποιήματα με συμβουλές προς ομοτέχνους, δηλαδή ποιήματα για την ποίηση και την τέχνη του λόγου.
Ποιήματα που πραγματεύονται θέματα όπως το χρέος (π.χ. «Θερμοπύλες»), η ανθρώπινη αξιοπρέπεια (π.χ. «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»), η μοίρα (π.χ. «Καισαρίων») και άλλα φιλοσοφικά ζητήματα.
Μορφή και Τεχνική της Ποίησης
Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη είναι ιδιόμορφες και πρωτοποριακές για την εποχή του. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι:
Ιδιότυπη γλώσσα: Μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία από την Κωνσταντινούπολη.
Λιτός λόγος: Ελάχιστα επίθετα, που έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία και δεν είναι κοσμητικά.
Ουδέτερη γλώσσα: Σχεδόν πεζολογική, μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής, χωρίς να αποκαλύπτει άμεσα τα συναισθήματα.
Σύντομα ποιήματα: Συχνά με ιαμβικό ρυθμό, αλλά τόσο επεξεργασμένο που είναι δύσκολο να διακριθεί.
Ομοιοκαταληξία: Δεν υπάρχει σε όλα τα ποιήματα, και όταν υπάρχει είναι χαλαρή και περιστασιακή.
Σημεία στίξης: Παίζουν σημαντικό ρόλο στο νόημα και στην απαγγελία, όπως η ειρωνεία ή το χαμήλωμα του τόνου.
Καβάφης & Εθνικισμός
Για την ελληνικότητα του Καβάφη γράφει ο Κωνσταντίνος Δημαράς:
«...ὁ Καβάφης εἶναι φανατικὸς ἐθνικόφρων, ὅπως μαρτυροῦν ὅσοι τὸν ἐγνώρισαν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ δράση του στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὅπως φανερώνεται στὰ ποιήματά του» αν και η Ελλαδοκεντρική συντηρητική παράταξη, με προεξάρχοντα τον Κωστή Παλαμά στάθηκε κριτικά αρνητική απέναντι στον Αλεξανδρινό ποιητή.
Η λογοτέχνιδα Καλλιόπη Α. Σφαέλλου, που έζησε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, καταθέτει εμπεριστατωμένη άποψη για την ελληνολατρεία και τον εθνικισμό του Καβάφη, με όρους πού επεξηγεί και τεκμηριώνει, στη σχετική με τον ποιητή μελέτη της. Η συγγραφέας χρησιμοποιώντας τα κείμενα του Καβάφη αποδεικνύει το πόσο εκτιμούσε και περηφανεύονταν ο ποιητής για τον εθνικισμό του. Καθόλου κραυγαλέος αλλά έμμεσος ο εθνικισμός του ποιητή δεν έχει την αρχαία στενή έννοια της αφοσιώσεως στο «άστυ», αλλά απλώνεται σ' ολόκληρη τη φυλή. Γράφει:
«...ό εθνικισμός του Καβάφη δεν ήταν μιά στιγμιαία παροδική έξαρση, αλλά καλύπτει όλο τόν ελληνισμό, σ' όλες τις εκδηλώσεις καί σ' όλες τίς εποχές. Παρουσιάζεται σταθερά από τά πρώτα κιόλας βήματα του, ώς τις παραμονές τού θανάτου του, όταν τό 1931 διαλαλούσε τις νίκες τού Μεγάλου Αλεξάνδρου καί τη δημιουργία ενός καινούριου μεγάλου κόσμου, πιστεύοντας στην ενότητα τής ελληνικής φυλής....» .
Το 1930 ο Καβάφης δήλωσε σε Αθηναίο δημοσιογράφο:
«Ἐὰν τοῦ λόγου σας μὲ πάρετε καὶ διὰ σοβινιστήν, τόσο τὸ καλύτερον. Καὶ ἂν μὲ γράψετε ὡς τοιοῦτον (δηλ. σοβινιστή), δὲν θὰ μὲ κακοφανεῖ.» .
Ο φυλετισμός του Καβάφη απέβλεπε στην αναβίωση ενός Ελληνικού Βυζαντίου. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Τίμος Μαλάνος, όταν πρωτογνώρισε τον Καβάφη και τον ρώτησε αν είχε γράψει πατριωτικό ποίημα, ο Καβάφης απάντησε:
«Αν και έζησα όλες τες συγκινήσεις των πολέμων του ’12 και του ’13, και συχνά αργά τα βράδυα κατέβαινα απ’ το σπίτι να μάθω τίποτα νεώτερο για τα Ιωάννινα, σχετικώς δεν έγραψα ούτε ένα στίχο. Δεν είμαι ποιητής πατριώτης, αλλά φυλετικός. Και εννοώ με την λέξη φυλετικός, την πλήρη αποκατάσταση της ελληνικής φυλής. Δηλαδή να προσαρτηθεί στην σημερινήν Ελλάδα κάθε μέρος με ελληνική συνείδηση, όπως λ.χ. ο Πόντος και τα παράλια της Μικράς Ασίας». Ο ποιητής διατηρούσε άσβεστο μέσα του το όνειρο της μεγάλης Ελλάδος και δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Το Κυπριακό ζήτημα», όπου αναφέρεται στο όνειρο «της επανόδου της ξενιτεμένης Κύπρου στους κόλπους της Ελληνίδος γης», τονίζοντας ότι δεν είναι ανάγκη να αποδείξει ότι είναι ελληνική, γιατί είναι «ως να απεδείκνυέ τις ότι οι Πελοποννήσιοι είναι Έλληνες» και σημειώνει: «...ας ελπίσωμεν, ότι μίαν ημέραν οι πόθοι των Κυπρίων, ή ορθότερον των Ελλήνων όλων, περί ενώσεως της νήσου μετά του Ελληνικού Βασιλείου, θα εκπληρωθώσιν. Εν τη Μεγάλη Βρετανία υπάρχει φιλοδίκαιος πεφωτισμένη και πανίσχυρος δημοσία γνώμη. Η Κύπρος ήτις δια την Ελλάδα είναι μέγα βήμα προς τα πρόσω, δια την Αγγλίαν είναι βάρος, δυσκολία τις, πηγή φροντίδων».
Καβάφης & Φασισμός
Η πραγματική ή υποτιθέμενη ιδεολογική σχέση του ποιητή με τον φασισμό προκλήθηκε από επιστολή που δημοσιεύθηκε σε Αθηναϊκή εφημερίδα το 1928, η οποία προέρχεται από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τον τότε τόπο διαμονής του Καβάφη. Η επιστολή έχει ως αποδέκτη τον Θεόδωρο Υψηλάντη, απόγονο της γνωστής οικογένειας και αρχηγό του κόμματος «Ένωσις Ελλήνων Φασιστών». Το ρεπορτάζ της εφημερίδος με τον τίτλο «Ἐκδηλώσεις ὑπὲρ τοῦ φασισμοῦ. Τηλεγραφήματα καὶ ἐπιστολαὶ πρὸς τὸν κ. Ὑψηλάντη-Ἐξ Ἀλεξανδρείας», αναφέρει:
«Ἔντιμε καὶ ἔνδοξε Ἀρχηγέ,
Πλήρεις εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως διὰ τὴν ὑφ᾿ ἡμῶν ἀνάληψιν τῆς ἀρχηγίας τοῦ Φασιστικοῦ ἀγῶνος διαδηλοῦμεν τὴν ἀπεριόριστον ἀφοσίωσίν μας εἰς τὰ Ἰδεώδη τοῦ Φασισμοῦ καὶ ἀπεκδεχόμεθα παρ᾿ ὑμῶν τὴν πραγμάτωσιν ἱερῶν σκοπῶν, ἀναστήλωσιν γοήτρου Ἑλληνικοῦ ὀνόματος, ἀποκατάστασιν ἱερῶν καὶ αἰωνίων θεσμῶν, ἐκρίζωσιν ψυχοφθόρων καὶ ἐθνοφθόρων τάσεων μαλλιαρισμοῦ, κομμουνισμοῦ, δημοκρατισμοῦ.
Παρακαλοῦμεν ὅπως μᾶς δεχθῆτε ὑπὸ τὴν ἀμίαντον σημαίαν σας.
Ἡ φασιστικὴ ὁμάς
Σωκ. Λαγουδάκης, Βασ. Ἀθανασόπουλος, Κ. Καβάφης, Γ. Πετρίδης, Σ. Γιαννακάκης, Ν. Καρδάρης, Μ. Ἀνταῖος, Γιάγκος Περίδης.
(Ἕπονται καὶ ἄλλαι ὑπογραφαί)».
Από την πλευρά τους, ορισμένοι υποστηρίζουν πως η επιστολή από την Αλεξάνδρεια είναι αποτέλεσμα κακού αστεϊσμού, αμφισβητώντας πως η επιστολή φέρει την υπογραφή του μεγάλου ποιητή. Οι περισσότεροι στηρίζουν την άποψη τους σε δημοσίευμα εφημερίδος της Αλεξάνδρειας το οποίο αναφέρει:
«..Κατάπληκτοι εμείναμεν αναγνώσαντες εις το “Σκριπ” και εις την στήλην των εκδηλώσεων υπέρ του Φασισμού και την ακόλουθον εκδήλωσιν, διαβιβασθείσαν εξ Αλεξανδρείας προς τον Αρχηγόν της Ενώσεως των Ελλήνων Φασιστών κ. Θεόδωρον Υψηλάντην: Ιδού η επιστολή δι’ ης διηρμηνεύθη η συμμετοχή εις την “Ένωσιν” των Ελλήνων Φασιστών της Αλεξανδρείας: (σ.σ. Η εφημερίδα αναδημοσιεύει το περιεχόμενο της επιστολής που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Σκριπ»).
Το δημοσίευμα συνεχίζει:
«..Ο τελευταίος εκ των υπογραφομένων είναι ο συνεργάτης μας “Σκαραβαίος”, ο οποίος μάς διεβεβαίωσεν ότι ούτε υπέγραψεν, ούτε έλαβε γνώσιν τοιαύτης επιστολής. Και επειδή δεν είναι δυνατόν να υποπτεύσωμεν ότι πρόκειται περί πλαστουργηθείσης εις το γραφείο του “Σκριπ” επιστολής, αφού τα ονόματα των υπογραφόντων εκτός δύο ή τριών δεν είναι γνωστά εις τας Αθήνας, κλίνομεν να παραδεχθώμεν ότι η επιστολή εστάλη παρά τινός λογίου ή φίλου των γραμμάτων, επιθυμούντος να αστεϊσθεί με τους ενταύθα φίλους του και να σκώψει εν ταυτώ και την προσπάθειαν του κ. Υψηλάντου, φιλοδοξήσαντος να καταρτίσει τον Ιερόν Λόχον των Ελλήνων Φασιστών».
Το δημοσίευμα της Αλεξανδρινής εφημερίδος δεν κάνει καμία αναφορά στο όνομα του Καβάφη και περιορίζεται -αυστηρά- σε διάψευση που αφορά τον συνεργάτη της, ο οποίος δεν είναι γνωστό και διαπιστωμένο εάν προέβη κι αυτός σε ανάλογη διάψευση ή υπό πίεση -μια συνηθισμένη πρακτική επαγγελματικού εκφοβισμού πιθανόν και εκβιασμού- παραχώρησε την πρωτοβουλία στην εφημερίδα προκειμένου να μην εκτεθεί ο ίδιος, καθώς στην περίπτωση που είχε υπογράψει το αποσταλέν κείμενο η υπογραφή του ήταν στην διάθεση του Θεόδωρου Υψηλάντη και του κόμματος Ένωσις Ελλήνων Φασιστών. Επίσης, παρά την εμπλοκή του ονόματος του ο ίδιος ο ποιητής, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ουδέποτε διέψευσε ή έστω αρνήθηκε ότι υπέγραψε το εν λόγω κείμενο. Το 2010 γνωστός Αθηναίος blogger -κομμουνιστικών πεποιθήσεων, ενεργό μέλος του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, υπάλληλος του εν λόγω κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα του επιτίθεται στον φιλόλογο και ιστορικό συγγραφέα Σαράντο Καργάκο κατηγορώντας τον πως προχειρολόγησε με την ανάδειξη της επιστολής που δημοσιεύθηκε στην Αθηναϊκή εφημερίδα, δίχως όμως να παρουσιάσει στοιχεία που ανατρέπουν τα δεδομένα της επιστολής παρά καταφεύγοντας σε εικασίες και υποθέσεις.
Καβάφης & Κομμουνισμός
Η αριστερά στην Ελλάδα τάχθηκε από την αρχή, με σφοδρό και κατηγορηματικό τρόπο, εναντίον του Καβάφη που γι' αυτήν ήταν εκπρόσωπος της παρακμάζουσας αριστοκρατίας και αποικιοκρατίας, αρχαιολάτρης, εθνικιστής, φυλετιστής, καθαρευουσιάνος, λόγος για τον οποίο τον υβρίζει ο Ιωάννης Ψυχάρης, αλλά και ομοφυλόφιλος, καθώς η αριστερά της εποχής ήταν άκρως πουριτανή. Ο μαρξιστής Γιάννης Κορδάτος χαρακτηρίζει τον Καβάφη «...απόστημα της λογοτεχνίας μας, γι’ αυτό και πρέπει να αποκοπεί» και συνεχίζει: «Πιστεύω πως θα’ ρθει καιρός που ο Καβάφης θα ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκαν ο Αχ. Παράσχος και άλλοι ποιητές, που είχαν μεγάλη δημοσιότητα». Ο Κορδάτος, που υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός προς τον Καβάφη, γράφει ότι έγινε γνωστός κυρίως μετά το 1922 και τη μικρασιατική καταστροφή, καθώς «...απηχούσε το πνεύμα της απαισιοδοξίας και τις ιδέες της παρακμής» ενώ γράφει ότι «..ορισμένα ποιήματά του εκφράζουν την πίκρα που αισθανόταν για τον ξεπεσμό του και το μίσος ενάντια στους νεόπλουτους» και παραθέτει την φερόμενη ως άποψη της ανιψιάς του Καβάφη Ελένης Coletti, σύμφωνα με την οποία: «..Είχε το κόμπλεξ της χαμένης περιουσίας. Αισθανόμενος ξεπεσμένος στην κοινωνία του, αντιδρούσε θυμίζων στους άλλους εκείνο που ήσαν άλλοτε οι δικοί του».
Από την πλευρά του ο Κώστας Βάρναλης γράφει: «Χωρίς αμφιβολία ο Καβάφης είναι ένας μοναδικά ιδιότυπος ποιητής. Ασεβής σε όλα, από τη μορφή ίσαμε την ουσία {...} Το περιεχόμενο αυτής της ποίησης είναι σχεδόν ένα επεισόδιο ιστορικό ή προσωπικό του ποιητή -κι αυτό το τελευταίο συχνά σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο, άρα απρόσωπο. Κι αυτό το επεισόδιο περιγράφεται ή σκηνοθετείται χωρίς λυρική έξαρση, χωρίς πάθος, μια χρονογραφική ξηρότητα. Δεν φαίνεται να βγαίνει από την καρδιά παρά από το μυαλό».
Συμβολισμοί και Σκηνοθετική Ικανότητα
Η τέχνη του Καβάφη λειτουργεί κυρίως μέσω συμβόλων και αρχετύπων, που δίνουν υπαινικτικό και πολυεπίπεδο νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν και τις τοποθετεί στο παρόν, συχνά ως προειδοποίηση για το μέλλον. Η σχέση του με τη συλλογική ψυχή είναι προδρομική για τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τεχνικής του είναι η σκηνοθετική ικανότητα, που θυμίζει πεζογραφικό ή θεατρικό λόγο. Επιπλέον, συχνά υποδύεται περσόνες, δημιουργώντας πολυεπίπεδη και αινιγματική ποίηση, όπου είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιος μιλάει και με ποιον ταυτίζεται ο ποιητής.
Η ειρωνική διάθεση, γνωστή ως «καβαφική ειρωνεία», συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας, δημιουργώντας κοινωνικά διδακτικά ποιήματα. Οι ηδονιστικοί προσανατολισμοί αναμειγνύονται με κοινωνικές επισημάνσεις, κάνοντας δύσκολη την οριοθέτηση θεματικών κύκλων στην ποίησή του. Η ιστορία, οι αισθήσεις και ο στοχασμός αναμειγνύονται σε μια ενιαία οντότητα, που ο ίδιος ο Καβάφης αποκαλούσε «ενιαίο καβαφικό κύκλο», καθιστώντας το έργο του πρωτεϊκό.
Η Κατάταξη και Η Μελέτη του Έργου του
Μετά το θάνατο του Καβάφη, το έργο του μελετήθηκε εκτενώς και ταξινομήθηκε σε τρεις ενότητες:
Αναγνωρισμένα Ποιήματα: Συνολικά 154, από τα οποία 153 δημοσιεύθηκαν εν ζωή και ένα, το «Εις τα Περίχωρα της Αντιοχείας», συμπεριλήφθηκε στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του 1935.
Αποκηρυγμένα Ποιήματα: Ποιήματα που ο ίδιος ο Καβάφης απέρριψε ή αναθεώρησε.
Κρυμμένα Ποιήματα: Ανεκδοτα ποιήματα και ατελή ποιητικά σχεδιάσματα (περίπου 30), που εκδόθηκαν με τη φιλολογική επιμέλεια της Renata Lavagnini το 1994.
Οι σημαντικότεροι βιογράφοι του είναι ο Τίμος Μαλάνος και ο Στρατής Τσίρκας.
Η σταδιακή καταξίωση του Καβάφη άρχισε από τη δεκαετία του 1920 και έπειτα, με δημοσιεύσεις σε περιοδικά όπως ο «Βωμός» (1919) και η «Μούσα» (1922). Θαυμαστές του ήταν νέοι λογοτέχνες όπως ο Τέλλος Άγρας, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, η Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος) και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ενώ καταξιωμένοι λογοτέχνες όπως ο Μιλτιάδης Μαλακάσης εξέφραζαν τον θαυμασμό τους.
Εργογραφία
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης αποτελεί μια μοναδική μορφή στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης, με έργο που χαρακτηρίζεται από βαθιά φιλολογική γνώση, ιστορικό βάθος και πρωτοποριακή γλωσσική τεχνική. Η εργογραφία του περιλαμβάνει 155 αναγνωρισμένα ποιήματα, ενώ έχουν εντοπιστεί δεκάδες ακόμη, κυρίως νεανικά και ατελή, που δεν ολοκληρώθηκαν ή αποκηρύχθηκαν από τον ίδιο.
Η δημοσιότητα του έργου του ήταν περιορισμένη κατά τη διάρκεια της ζωής του, καθώς ο Καβάφης αρνιόταν να εκδώσει επίσημα συλλογές, προτιμώντας να τυπώνει και να διανέμει τα ποιήματά του χειροποίητα σε περιορισμένο κύκλο φίλων και ενδιαφερομένων. Η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του εκδόθηκε το 1935, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, γεγονός που σηματοδότησε την ευρύτερη αναγνώριση και σεβασμό του έργου του από την κριτική και το κοινό.
Η θεματολογία της ποίησής του αντλεί κυρίως από την ελληνιστική εποχή, την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, με έντονη παρουσία της Αλεξάνδρειας ως ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου. Ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν ως «ποιητής-ιστορικός», ενώ πολλά από τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται ως ψευδοϊστορικά, όπου το ιστορικό υλικό χρησιμοποιείται μεταφορικά και αλληγορικά για να εκφράσει υπαρξιακές και κοινωνικές αλήθειες. Η ποίησή του διαπραγματεύεται ζητήματα όπως η αβεβαιότητα για το μέλλον, η ηδονή, το ήθος, η ψυχολογία των ανθρώπων, η ομοφυλοφιλία και η νοσταλγία.
Τα πρώτα ποιήματά του, που χρονολογούνται από το 1886, ήταν γραμμένα σε αρχαΐζουσα καθαρεύουσα με ρομαντική και απαισιόδοξη διάθεση, ύφος που αργότερα απέρριψε. Από το 1900 και μετά, η ποίησή του απέκτησε τον χαρακτηριστικό προσωπικό χαρακτήρα της, με πρωτοτυπία, πλούτο εκφράσεων και βαθύτερη φιλοσοφική διάσταση. Το πρώτο σωζόμενο κείμενο του Καβάφη είναι το ημερολόγιο «Constantipoliad - An Epic» (1882), γραμμένο στα αγγλικά, που περιγράφει την αναχώρηση της οικογένειάς του από την Αλεξάνδρεια και το πολεμικό κλίμα της εποχής.
Τα πρώτα του πεζά και ποιήματα δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, όπως η «Κωνσταντινούπολις» και ο «Έσπερος», συχνά με το όνομα Κωνσταντίνος Φ. Καβάφης, υπογραφή που αργότερα αποκήρυξε. Το ενδιάμεσο «Φ» πιθανολογείται ότι ήταν φόρος τιμής στον παππού του από τη μητρική πλευρά, Γεωργάκη Φωτιάδη.
Η γλώσσα του έργου του αποτελεί ένα κράμα καθαρεύουσας και δημοτικής με ιδιωματικά στοιχεία, ενώ ο στίχος του κυμαίνεται ανάμεσα σε ομοιοκατάληκτο και ανομοιοκατάληκτο ίαμβο. Η λιτότητα και η πεζολογική προσέγγιση συνδυάζονται με σπάνια εκφραστική δύναμη, καθιστώντας το έργο του μοναδικό και πρωτοποριακό για την εποχή του.
Το 1904 τύπωσε ιδιωτικά τη συλλογή «Ποιήματα», που περιλάμβανε σημαντικά έργα όπως τα «Φωνές», «Επιθυμίες», «Κεριά», «Διακοπή», «Θερμοπύλες» και «Περιμένοντας τους Βαρβάρους». Το 1910 επανέκδωσε τη συλλογή με προσθήκες, μεταξύ των οποίων τα ποιήματα «Τρώες», «Η κηδεία του Σαρπηδόνα» και «Ο Βασιλεύς Δημήτριος». Το 1911 έγραψε το διάσημο ποίημα «Ιθάκη», που αντλεί έμπνευση από το ομηρικό έπος και συμβολίζει το ταξίδι της ζωής και την αξία της πορείας παρά του προορισμού.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Καβάφης συνέχισε να γράφει και να διανέμει τα ποιήματά του σε περιορισμένο κύκλο, ενώ μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα «Άπαντα» του το 1935, με συνεχείς μεταγενέστερες εκδόσεις και μελέτες.
Η ποίηση του Καβάφη, με την ιστορική της θεματολογία, τη φιλοσοφική της διάσταση και τον αισθησιακό της λυρισμό, έχει επηρεάσει βαθιά τη νεοελληνική λογοτεχνία και έχει καταξιωθεί διεθνώς, ενώ έργα του έχουν μελοποιηθεί από κορυφαίους Έλληνες συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Δημήτρης Μητρόπουλος.
Κληρονομιά του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη
Η κληρονομιά του Κωνσταντίνου Καβάφη αποτελεί μια πολυδιάστατη και πολύτιμη παρακαταθήκη για τη νεοελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία, η οποία εκφράζεται τόσο μέσα από την αναγνώριση του έργου του όσο και από τη διατήρηση της μνήμης του σε φυσικούς και ψηφιακούς χώρους, καθώς και μέσα από τις τέχνες.
Τιμητικές Διακρίσεις
Το 1926, η κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου απένειμε στον Καβάφη το βραβείο Φοίνικας, μια σημαντική επίσημη αναγνώριση της ποιητικής του προσφοράς. Ο ίδιος ο ποιητής αποδέχθηκε την τιμή, επισημαίνοντας τον σεβασμό και την αγάπη του για την Ελληνική Πολιτεία.
Το Σπίτι και το Μουσείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια
Από το 1907, ο Καβάφης κατοικούσε στο δεύτερο όροφο της τριώροφης πολυκατοικίας στην οδό Λέψιους, στην κακόφημη συνοικία Αταρίν της Αλεξάνδρειας, σε μια περιοχή που ονομαζόταν «Μασσαλία» και όπου ζούσαν πολλοί Έλληνες. Παρά το κακόφημο περιβάλλον, το σπίτι του ποιητή ήταν ένας χώρος με ατμόσφαιρα σεβασμού και αξιοπρέπειας, όπου φιλοξενούνταν φίλοι και επισκέπτες, κυρίως από την Ελλάδα.
Το διαμέρισμα, με το χαρακτηριστικό μπαλκόνι και τα παλιά ξυλόγλυπτα, τις βελούδινες πολυθρόνες, τα ψηφιδωτά τραπεζάκια, τα μεταξωτά μαξιλάρια και τις πορσελάνινες λάμπες, αποτελούσε έναν χώρο πλούσιο σε οικογενειακά κειμήλια και πορτρέτα που μαρτυρούσαν την ιστορία και την προσωπικότητα του Καβάφη.
Ο ποιητής απεβίωσε στο σπίτι αυτό στις 2 τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1933, την ημέρα των 70ών γενεθλίων του. Η κηδεία του τελέστηκε από τη γειτονική εκκλησία του Αγίου Σάββα και ο τάφος του βρίσκεται στο ελληνικό νεκροταφείο της πόλης.
Μετά το θάνατό του, το διαμέρισμά του μετατράπηκε σε φθηνό πανδοχείο, την Πανσιόν Αμίρ. Το 1977, με πρωτοβουλία του τότε Γενικού Προξένου της Ελλάδος στην Αλεξάνδρεια, Νικολάου Καπελλάρη, ιδρύθηκε το πρώτο Μουσείο Καβάφη, που στεγάστηκε στους χώρους του Ελληνικού Γενικού Προξενείου.
Το 1991, χάρη στην πρωτοβουλία του μορφωτικού ακολούθου της Πρεσβείας της Ελλάδος, Κωστή Μοσκώφ, και τη χορηγία του Στρατή Στρατηγάκη, ιδρυτή φροντιστηρίων στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε η μετατροπή του ίδιου του διαμερίσματος του Καβάφη σε μουσείο. Η μίσθωση υπογράφηκε από τον τότε Γενικό Πρόξενο Παναγιώτη Δ. Καγκελάρη, και το μεγαλύτερο μέρος των εκθεμάτων μεταφέρθηκε εκεί από το Προξενείο.
Το Μουσείο Καβάφη άνοιξε τις πύλες του στο κοινό στις 16 Νοεμβρίου 1992, παρουσία του υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Βύρωνα Πολύδωρα. Σήμερα λειτουργεί υπό την αιγίδα του πολιτιστικού τμήματος της Ελληνικής Πρεσβείας στο Κάιρο.
Παρά το γεγονός ότι τα αυθεντικά έπιπλα του ποιητή πωλήθηκαν από τους κληρονόμους, έχουν ανακατασκευαστεί με βάση παλιές φωτογραφίες. Η προσωπική βιβλιοθήκη του Καβάφη διασώθηκε ανέπαφη από τον καθηγητή Γεώργιο Σαββίδη.
Το μουσείο διαθέτει σπάνιο βιβλιογραφικό υλικό, μεταφράσεις της ποίησής του σε περισσότερες από 20 γλώσσες, χειρόγραφα, βιβλία, καθώς και πάνω από 3.000 άρθρα και μελέτες που έχουν γραφτεί για το έργο του. Επίσης, εκτίθενται προσωπικά κειμήλια, το εικονοστάσι του και πορτρέτα.
Μια αίθουσα του μουσείου είναι αφιερωμένη στον άλλο Αλεξανδρινό συγγραφέα Στρατή Τσίρκα. Η είσοδος ήταν δωρεάν μέχρι το 2014 και σήμερα κοστίζει 15 λίρες Αιγύπτου, με μειωμένο εισιτήριο για μαθητές.
Η Τέχνη και η Πολιτιστική Προβολή του Καβάφη
Η επίδραση του Καβάφη ξεπερνά τα όρια της λογοτεχνίας, καθώς το έργο του έχει εμπνεύσει δημιουργίες σε διάφορα μέσα και τέχνες. Το 1996 γυρίστηκε η κινηματογραφική ταινία «Καβάφης», σκηνοθετημένη από τον Γιάννη Σμαραγδή, με τους Δημήτρη Καταλειφό και Βασίλη Διαμαντόπουλο στον ομώνυμο ρόλο.
Το 2004, ο διεθνούς φήμης ηθοποιός Σον Κόνερι απήγγειλε το ποίημα «Ιθάκη» του Καβάφη, σε μουσική επένδυση του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Η εκτέλεση αυτή κυκλοφόρησε σε CD και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο «Ithaca - A Journey in Colour» της Μισελίν Ροκμπρίν Κόνερι.
Ψηφιακή Κληρονομιά
Το Ίδρυμα Ωνάση ανέλαβε τη δημιουργία ψηφιακής γραμματοσειράς βασισμένης στα χειρόγραφα του Καβάφη, η οποία περιλαμβάνει πλήρες ελληνικό μονοτονικό και πολυτονικό σύνολο χαρακτήρων, καθώς και λατινικούς χαρακτήρες για ευρωπαϊκές γλώσσες. Αυτή η πρωτοβουλία συμβάλλει στη διατήρηση και διάδοση της γραφής του ποιητή σε ψηφιακή μορφή.
Έργα του Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης έχει αφήσει ένα πλούσιο και πολυσχιδές ποιητικό έργο που περιλαμβάνει συνολικά περίπου 154 αναγνωρισμένα ποιήματα, 75 ανέκδοτα και 27 αποκηρυγμένα. Η εργογραφία του καλύπτει μια ευρεία θεματολογία και περιλαμβάνει σημαντικά ποιήματα που έχουν καθιερωθεί ως κλασικά της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Επιλεγμένα σημαντικά ποιήματα του Καβάφη:
«Τείχη» (1896)
«Ένας γέρος» (1897)
«Τα άλογα του Αχιλλέως» (1897)
«Δέησις» (1898)
«Η κηδεία του Σαρπηδόνα» (1898)
«Κεριά» (1899)
«Το πρώτο σκαλί» (1899)
«Φωνές» (1904)
«Επιθυμίες» (1904)
«Περιμένοντας τους Βαρβάρους» (1904)
«Τρώες» (1905)
«Ο Βασιλεύς Δημήτριος» (1906)
«Η Συνοδεία του Διονύσου» (1907)
«Μονοτονία» (1908)
«Ιθάκη» (1911)
«Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (1911)
«Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (1912)
«Φιλέλλην» (1912)
«Επέστρεφε» (1912)
«Οσο μπορείς» (1913)
«Λυσίου γραμματικού τάφος» (1914)
«Στου καφενείου την είσοδο» (1915)
«Η Μάχη της Μαγνησίας» (1915)
«Εν πόλει της Οσροηνής» (1917)
«Καισαρίων» (1918)
«Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια» (1918)
«Νόησις» (1918)
«Ο Ιουλιανός, ορών ολιγωρίαν» (1923)
«Πριν τους αλλάξει ο Χρόνος» (1924)
«Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια» (1924)
«Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» (1933)
Νεανικά και αποκηρυγμένα ποιήματα
Ο Καβάφης έγραψε επίσης νεανικά ποιήματα σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε. Υπάρχουν επίσης αποκηρυγμένα ποιήματα και ατελή ποιητικά σχεδιάσματα που έχουν δημοσιευτεί μετά το θάνατό του.
Πεζά κείμενα
Εκτός από την ποίηση, ο Καβάφης έγραψε και πεζά, όπως το ημερολόγιο «Constantipoliad - An Epic» (1882) που περιγράφει την αναχώρηση της οικογένειάς του από την Αλεξάνδρεια και το πολεμικό κλίμα της εποχής, καθώς και το πεζό «Το Κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν».
Εκδόσεις
Η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Καβάφη κυκλοφόρησε το 1935 με τον τίτλο «Ποιήματα», ενώ έκτοτε έχουν εκδοθεί πολλές συλλογές και μελέτες για το έργο του.
Σχόλια