Διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (1964-1965)
Ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος πραγματοποιήθηκε το 1964 και το 1965, αποτελεί μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της Τουρκίας, κατά την οποία χιλιάδες Έλληνες υπήκοοι και πολίτες εκτοπίστηκαν βίαια από τη χώρα. Πρόκειται για μια σειρά κρατικών εκτοπισμών και μαζικών απελάσεων που στόχευαν στην αναγκαστική εκδίωξη της ελληνικής μειονότητας από την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό την ολοκλήρωση της εκτουρκιστικής πολιτικής της Τουρκίας.
Ιστορικό
Η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, αν και εξαιρέθηκε αρχικά από την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 και της συμφωνίας της Λωζάννης, υπήρξε αντικείμενο έντονων πιέσεων και πολιτικών περιορισμών από την τουρκική κυβέρνηση. Αντικείμενο αυτών των πιέσεων ήταν ο εκτουρκισμός της πόλης και η οικονομική αποδόμηση των ελληνικών κοινοτήτων. Η σειρά των μέτρων άρχισε με τον φόρο πλούτου του 1942 και ακολούθησε το πογκρόμ του 1955, γνωστό και ως "Σεπτεμβριανά", το οποίο οδήγησε στην καταστροφή ελληνικών περιουσιών και εκκλησιών.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960, η ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη έγινε εργαλείο πίεσης στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κυρίως λόγω της συγκρουσιακής κατάστασης στο Κυπριακό. Η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποίησε τη μειονότητα ως μοχλό πίεσης για να εξυπηρετήσει τα πολιτικά της συμφέροντα.
Εξέλιξη των Απελάσεων
Με την πολιτική ένταση γύρω από το Κυπριακό να κλιμακώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Τουρκία άρχισε να προχωρά σε μια σειρά από διώξεις της ελληνικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη. Στις 16 Μαρτίου 1964, η Τουρκία ανακοίνωσε την μονομερή καταγγελία της ελληνοτουρκικής σύμβασης του 1930, η οποία ρύθμιζε τις εμπορικές και ναυτιλιακές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Αυτή η απόφαση έθεσε το πρώτο βήμα για την απομάκρυνση των Ελλήνων υπηκόων της Τουρκίας.
Αν και αρχικά η τουρκική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι οι απελάσεις αφορούσαν "επικίνδυνα άτομα" που απειλούσαν την εσωτερική ασφάλεια της Τουρκίας, αργότερα παραδέχτηκε ότι η απέλαση όλων των Ελλήνων υπηκόων ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής πίεσης που ασκούνταν στο Κυπριακό ζήτημα.
Αντιδράσεις και Περίοδοι Απελάσεων
Το πρώτο κύμα των απελάσεων εκτοπίστηκε από την Κωνσταντινούπολη το Μάρτιο του 1964, και περιλάμβανε κυρίως επιχειρηματίες και άλλα μέλη της ελληνικής κοινότητας που θεωρούνταν "επικίνδυνα για την τουρκική ασφάλεια". Μέχρι το τέλος του 1964, περίπου 15.000 Έλληνες είχαν απελαθεί, ενώ το 1965, ο αριθμός των Ελλήνων που παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη είχε μειωθεί δραματικά από 80.000 σε 30.000.
Υποκείμενοι στον Διωγμό
Αυτές οι απελάσεις δεν αφορούσαν μόνο άτομα που είχαν ελληνική υπηκοότητα, αλλά επηρεάστηκαν και οι απόγονοι των Ελλήνων που ζούσαν στην Τουρκία πριν από το 1918 και είχαν ελληνικά διαβατήρια. Στην πραγματικότητα, οι απελάσεις επηρεάσαν περισσότερους από 10.000 Έλληνες υπηκόους που έμεναν στην Τουρκία με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923.
Ο πρώτος κατάλογος των Ελλήνων εκτοπισθέντων δημοσιεύθηκε στις 24 Μαρτίου 1964, και στις πέντε ημέρες που ακολούθησαν πραγματοποιήθηκε η απέλαση των πρώτων οικογενειών. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1964, η τουρκική κυβέρνηση είχε εκτοπίσει περίπου 5.000 Έλληνες, και άλλοι 10.000-11.000 ακολούθησαν αργότερα.
Παραβιάσεις Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Στρατηγικές Εξόντωσης
Οι απελάσεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης συνοδεύτηκαν από σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι εκτοπισμένοι αναγκάζονταν να υπογράψουν έγγραφα που ανέφεραν ότι έφευγαν από τη χώρα με τη θέλησή τους. Επιπλέον, είχαν περιορισμούς στο τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, επιτρέπονταν μόνο 220 τουρκικές λίρες (περίπου 22 δολάρια ΗΠΑ) και μια αποσκευή βάρους 20 κιλών.
Πέρα από τα προσωπικά αντικείμενα, οι Έλληνες εκτοπίστηκαν και από τις περιουσίες τους, οι οποίες δεσμεύτηκαν και κατασχέθηκαν από την τουρκική κυβέρνηση. Οι τράπεζες έλαβαν οδηγία να αρνηθούν δάνεια σε ελληνικές επιχειρήσεις και οι τραπεζικοί λογαριασμοί των Ελλήνων δεσμεύτηκαν.
Το συγκρότημα του Πατριαρχικού Ναού του ΑΓίου Γεωργίου έγινε στόχος τουρκικών όχλων σε διάφορες περιπτώσεις το 1964-1965, καθώς και αρκετές ορθόδοξες εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη.
Θρησκευτικές και Εκπαιδευτικές Διώξεις
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς και άλλοι θρησκευτικοί και εκπαιδευτικοί θεσμοί της ελληνικής κοινότητας, υπήρξαν στόχοι διώξεων από την τουρκική κυβέρνηση. Το τυπογραφείο του Πατριαρχείου, που λειτουργούσε από το 1672, έκλεισε το 1964, και οι θρησκευτικές εκδόσεις απαγορεύτηκαν.
Οι τουρκικές αρχές και ο τύπος επικεντρώθηκαν στην ελληνική κοινότητα, υποστηρίζοντας ότι οι Έλληνες αποτελούσαν απειλή για την τουρκική ασφάλεια και την οικονομία, με το σκεπτικό ότι εκμεταλλεύονταν την τουρκική κοινωνία.
Ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1964-1965 αποτέλεσε μια τραγική φάση στην ιστορία των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας. Ο μαζικός εκτοπισμός και η συστηματική απαξίωση της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη παραμένει ένα τραύμα για τις σχέσεις των δύο χωρών, το οποίο, παρά την ιστορική εξέλιξή του, συνεχίζει να επηρεάζει την τοπική κοινωνία και την πολιτική της περιοχής μέχρι και σήμερα.
Η απέλαση είχε πολλαπλές και σύνθετες επιπτώσεις για την Τουρκία τόσο στον τομέα της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής. Έπληξε επίσης την έννοια μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, σε μια χώρα που θα ανεχόταν την παρουσία του εναπομείναντος μη μουσουλμανικού στοιχείου. Από την άλλη πλευρά, τροφοδότησε τον σωβινιστικό φανατισμό και επιδείνωσε περαιτέρω τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Οι εκδιωθέντες βρήκαν καταφύγιο κυρίως στην Ελλάδα. Το 1965 ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Εταιρεία των Εκδιωγμένων Ελλήνων από την Τουρκία» από επιφανή μέλη της διασποράς τους. Η έξοδος συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με επιπλέον χιλιάδες ντόπιους Έλληνες να εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη φοβούμενοι να χάσουν τη ζωή και τις περιουσίες τους.
Η απαγόρευση των Ελλήνων να πουλήσουν τις περιουσίες τους στην Τουρκία άρθηκε τελικά το 1989 από τον πρωθυπουργό Τουργκούτ Οζάλ. Αυτό συνέβη μετά από πίεση που άσκησε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της αίτησης της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, οι κρατικές αρχές στην Τουρκία εξακολουθούσαν να επιβάλλουν περιορισμούς και να οικειοποιούνται μειονοτικές περιουσίες μέσω παρόμοιων νομικών διαδικασιών και συνέχισαν να αρνούνται να επιτρέψουν στους Έλληνες πολίτες να κατέχουν ή να κληρονομούν οποιοδήποτε είδος περιουσίας. Ομοίως, οι δωρεές μελών της ελληνικής μειονότητας σε ιδρύματα μη μουσουλμανικής μειονότητας θεωρήθηκαν ιδιοκτησία του τουρκικού κράτους.
Ως αποτέλεσμα τέτοιων πολιτικών εκτουρκισμού, αρκετές περιοχές της Κωνσταντινούπολης που κατοικούνταν από Έλληνες εκκενώθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Ορισμένα κτίρια καταλήφθηκαν στη συνέχεια από αγροτικούς μετανάστες που τελικά κατέκτησαν την ιδιοκτησία μετά από μια ορισμένη χρονική περίοδο αδιαμφισβήτητης κατοχής. Άλλα πωλήθηκαν με ασαφείς νομικές διαδικασίες. Σήμερα η Κωνσταντινούπολη έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής της κοινότητας σηματοδοτώντας έτσι το τέλος συνεχής ελληνικής παρουσίας από την αρχαιότητα (από την αρχαία πόλη του Βυζαντίου που εξελίχθηκε στη Κωνσταντινούπολη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), αφού έχει πλέον μετατραπεί σε αστική περιοχή όπου το 99,99% των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι
Σχόλια