Translate

Σμύρνη: Η Πολυπολιτισμική Πρωτεύουσα από τον 19ο έως τον 20o αιώνα

 
Σμύρνη 1919

Η Σμύρνη θεωρείται μία από τις αρχαιότερες πόλεις και λιμένες της Μεσογείου, με ιστορία που ξεκινά γύρω στο 3000 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, η πόλη έχει αλλάξει θέσεις δύο φορές. Η πρώτη αναφέρεται από τον Στράβωνα ως «Παλαιά Σμύρνη», ενώ η δεύτερη, χτισμένη από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους απογόνους του, ανήκει στην ελληνιστική περίοδο.

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, η Σμύρνη απέκτησε μεγάλη αίγλη, τιμώντας τη με τον εγκωμιαστικό τίτλο «νεωκόρος» λόγω της ευημερίας της. Ήταν η πρώτη πόλη που αναγνώρισε τη Ρώμη ως θεότητα. Επίσης, η Εκκλησία της Σμύρνης περιλαμβάνεται στις Επτά Εκκλησίες της Ασίας που αναφέρονται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Σημαντικοί επίσκοποι της πόλης υπήρξαν ο Άγιος Βουκόλος και ο Άγιος Πολύκαρπος, ο οποίος μαρτύρησε στο όρος Πάγος.

Ο όρος «Καθολική Εκκλησία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 110 μ.Χ. σε επιστολή του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας προς την Εκκλησία της Σμύρνης. Το 1424, η περιοχή κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, αν και οι Βενετοί και Γενουάτες προσπάθησαν πολλές φορές να την ενσωματώσουν στις Δημοκρατίες τους. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1472, οι Βενετοί υπό τον Πιέτρο Μοκενίγο, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια, κατέστρεψαν την πόλη.
Το χρυσοκέντητο Λάβαρο της Αγίας Λαύρας που φιλοτεχνήθηκε στη Σμύρνη από την κεντήστρα Χρυσώ


Η Σμύρνη κατοικούνταν από Έλληνες από την αρχαιότητα έως την Καταστροφή της το 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε με τη Συνθήκη της Λωζάνης.

Η Σμύρνη, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, βρισκόταν σε μία φάση μεγάλης ακμής, με έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την επαναφορά της ηρεμίας στη Μικρά Ασία, οι Έλληνες της περιοχής εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ιδιαίτερα την επιρροή των Φαναριωτών στην Πύλη. Αυτό συνέβαλε στην ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας, με τη Σμύρνη να εξελίσσεται σε οικονομικό κέντρο.

Η πόλη έγινε ένας πολυπολιτισμικός κόμβος, όπου ζούσαν μαζί Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Ευρωπαίοι και Εβραίοι. Ο Άνω Μαχαλάς, που βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Πάγος, ήταν το επίκεντρο των Τούρκων και Εβραίων, ενώ ο Κάτω Μαχαλάς φιλοξενούσε κυρίως Έλληνες, Αρμένιους και Ευρωπαίους. Οι διάφορες συνοικίες της πόλης, όπως ο Φραγκομαχαλάς και η ελληνική συνοικία του Αγίου Γεωργίου, αποτελούσαν σημεία συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών και κοινοτήτων.

Η διάσημη προκυμαία της Σμύρνης, γνωστή ως Κιε (από τη γαλλική λέξη Quais), αποτελούσε το κεντρικό σημείο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης. Διαχωριζόταν σε εμπορικό και κοσμικό μέρος, με πλήθος καφέ και χώρους αναψυχής, όπου οι κάτοικοι και οι επισκέπτες απολάμβαναν τον περίπατό τους και τη ζωντανή ατμόσφαιρα της πόλης.

Συνολικά, η Σμύρνη αναπτύχθηκε σε μία πόλη με κοσμοπολίτικη ταυτότητα και οικονομική ευρωστία, προσελκύοντας εμπόρους και διανοούμενους από όλη την Ευρώπη και τη Μεσόγειο, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η πόλη γνώρισε δραματικές αλλαγές λόγω των ιστορικών γεγονότων της περιόδου.

Η προκυμαία της Σμύρνης ήταν ένας τόπος πολυτέλειας, γεμάτος καφέ, λέσχες και χώρους διασκέδασης, που έδιναν την αίσθηση μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Αυτή η περιοχή ήταν το κέντρο της κοσμικής ζωής της πόλης και συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της κοσμοπολίτικης ταυτότητάς της.

Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, η Σμύρνη αναπτυσσόταν ταχύτατα και επεκτεινόταν συνεχώς. Τα προάστια της πόλης, όπως το Κορδελιό, ο Μπουρνόβας, ο Προφήτης Ηλίας και ο Μπουτζάς, με τις εντυπωσιακές επαύλεις τους, αποτελούσαν σημεία αναφοράς για την αστική και εμπορική ευημερία της Σμύρνης. Αυτά τα προάστια ήταν γνωστά για την ομορφιά και την πολυτέλειά τους, αποτελώντας καταφύγιο για τους πλούσιους κατοίκους της πόλης.

Η Σμύρνη, λόγω της οικονομικής της άνθησης, είδε τον πληθυσμό της να αυξάνεται ραγδαία, ιδιαίτερα την ελληνική κοινότητα. Από τους 100.000 κατοίκους περίπου το 1800, οι Έλληνες αποτελούσαν 25.000, ενώ το 1830 ο ελληνικός πληθυσμός αυξήθηκε σε 40.000. Μέχρι το 1891, η πόλη είχε 207.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι Έλληνες ήταν 107.000, οι Μουσουλμάνοι 52.000, οι Εβραίοι 23.000 και οι Ευρωπαίοι 12.000. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Σμύρνη έφτασε τους 365.000 κατοίκους, με τους Έλληνες να αποτελούν 165.000 και τους Μουσουλμάνους 80.000.

Η πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων οδήγησε τους Τούρκους να αποκαλούν τη Σμύρνη "Γκιαούρ Ισμίρ" (πόλη των απίστων). Η ελληνική κοινότητα ήταν δραστήρια σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, ακολουθώντας το σύστημα διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το οποίο βασιζόταν στο διαχωρισμό των κοινοτήτων σε θρησκευτικές ομάδες (millet). Το σύστημα των millet διατηρήθηκε μέχρι το 1908, όταν οι Νεότουρκοι το κατήργησαν για να προωθήσουν ένα κοσμικό κράτος.

Η Σμύρνη ανήκε στο βιλαέτι του Αϊδινίου, με υποδιοικήσεις (σατζάκ) στη Μαγνησία, το Αϊδίνιο, το Μεντεσέ και το Ντενιζλί. Η ίδια η πόλη διαιρούνταν σε καζάδες, όπως η Φώκαια, η Μενεμένη, τα Βούρλα και το Τσεσμέ.

Το 1868, δημιουργήθηκε μεικτή Δημαρχία στη Σμύρνη με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών στην πόλη, με Έλληνες, Μουσουλμάνους, Γάλλους και Αρμένιους να συμμετέχουν στο δημοτικό συμβούλιο. Αν και το αρχικό συμβούλιο δεν ήταν αποτελεσματικό, τροποποιήθηκε αργότερα με νέους κανονισμούς.
Ελληνική κάρτ ποστάλ της Σμύρνης

Οι Έλληνες της Ιωνίας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ζωή της Σμύρνης κατά τον 19ο αιώνα, με την πόλη να γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη και να μετατρέπεται σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου. Η Σμύρνη έγινε ένα σημαντικό κέντρο εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, όπου κάθε είδους προϊόντα από βιοτεχνίες και καταστήματα ήταν διαθέσιμα για όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή εθνικής καταγωγής.

Η πόλη φημιζόταν για τις σκεπαστές αγορές της, τα γνωστά Ταρσιά, που λειτουργούσαν ως χώροι χονδρικού και λιανικού εμπορίου, προστατευμένα από σκεπές και πόρτες σιδερένιες. Παράλληλα, τα υπαίθρια παζάρια πρόσφεραν στους παραγωγούς την ευκαιρία να πωλούν τα προϊόντα τους απευθείας στους καταναλωτές. Ιδιαίτερα φημισμένες ήταν οι υφασματαγορές, γνωστές ως μπεζεστένια.

Αν και δεν υπήρχε αγροτική παραγωγή εντός του αστικού ιστού, η γεωργία άνθιζε στα περίχωρα της πόλης, καθώς ο εύφορος κάμπος της Σμύρνης και το ήπιο κλίμα συνέβαλαν στην ανάπτυξη της καλλιέργειας. Τα φρούτα της περιοχής ήταν ξακουστά για την ποιότητα και την προσιτή τιμή τους, γεγονός που εντυπωσίαζε τους επισκέπτες.

Η οικονομική άνθηση της Σμύρνης βασίστηκε σημαντικά στην αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία, κυρίως χάρη στην εισαγωγή γεωργικών μηχανημάτων που ενίσχυσαν την παραγωγικότητα και τις εξαγωγές. Τα προϊόντα που ξεχώρισαν ήταν τα ξηρά σύκα, το κρασί, οι ελιές και το ελαιόλαδο, τα οποία ήταν περιζήτητα στο εξωτερικό. Το λιμάνι της Σμύρνης, σε σχήμα μισοφέγγαρου, αποτέλεσε ένα σημαντικό σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων Ανατολής και Δύσης, ενώ καθημερινά πλοία μετέφεραν προϊόντα όπως μετάξι, μπαχαρικά, χαλιά και σύκα.

Η κατασκευή σιδηροδρομικών δικτύων, όπως η γραμμή Σμύρνης-Αϊδινίου (1856) και Σμύρνης-Βαγδάτης (1885), ενίσχυσε περαιτέρω τη διακίνηση προϊόντων και καθιέρωσε τη Σμύρνη ως εμπορική δύναμη. Παράλληλα, η ανάπτυξη της τεχνολογίας επέτρεψε τη μεταποίηση προϊόντων, όπως ελιάς σε ελαιόλαδο και σαπούνι, σταφυλιών σε κρασί και βαμβακιού σε υφάσματα. Αυτές οι βιομηχανικές δραστηριότητες, αρχικά μικρής κλίμακας, εξελίχθηκαν σε σημαντική βιομηχανία, με τους Έλληνες να διαχειρίζονται το μεγαλύτερο μέρος αυτών.
Το εμπόριο της Σμύρνης ήταν στα χέρια των Ελλήνων σε ποσοστό 50% για το διαμετακομιστικό εμπόριο και 80% για τα προϊόντα του εσωτερικού του νομού Αϊδινίου.


Οι Έλληνες της Σμύρνης κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της πόλης χάρη στην επιχειρηματική τους ικανότητα και την εργατικότητά τους. Ελέγχαν σημαντικό ποσοστό της εμπορικής κίνησης, με τον Φραγκομαχαλά, τον πιο ζωηρό εμπορικό δρόμο, να βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια Ελλήνων εμπόρων. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του 1919, το 80,20% της εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας ανήκε στους Έλληνες, ενώ οι Οθωμανοί είχαν 10,47% και οι Αρμένιοι 2%. 
Η Σμύρνη το 1919

Οι Έλληνες δεν περιορίστηκαν μόνο στο εμπόριο, αλλά δραστηριοποιούνταν και ως εργάτες, τεχνικοί, αγρότες, γιατροί, εκπαιδευτικοί και δικηγόροι.

Οι τράπεζες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της Σμύρνης, με την παρουσία ελληνικών τραπεζών όπως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και η Τράπεζα των Αθηνών. Το εμβληματικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στην προκυμαία, έργο του αρχιτέκτονα Ιγνάτιου Βαφειάδη, είναι ιδιαίτερα γνωστό.
Σημαντική συμβολή είχαν και οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, αρχικά με αγγελιοφόρους και αργότερα με την εγκατάσταση ταχυδρομείων, όπως το τουρκικό το 1860 και το ελληνικό που λειτουργούσε από το 1834 έως το 1881.
Το λιμάνι της Σμύρνης το 1883

Η καθημερινή ζωή στη Σμύρνη ήταν γεμάτη ζωντάνια και κοινωνική δραστηριότητα. Η πόλη ήταν ένα μωσαϊκό πολιτισμών, όπου οι κάτοικοι διαφορετικής καταγωγής, γλώσσας και θρησκείας συμβίωναν αρμονικά ως έναν βαθμό. Οι Έλληνες είχαν ιδιαίτερη επιρροή, με την έντονη παρουσία τους στα εμπορικά καταστήματα, τις υπηρεσίες, τα σχολεία και τις εκκλησίες, που διατηρούσαν την ορθόδοξη πίστη και την ελληνική τους ταυτότητα.

Οι Έλληνες της Σμύρνης ήταν εργατικοί και δραστήριοι, ξεκινώντας νωρίς τη μέρα τους με τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις και απολαμβάνοντας στιγμές χαλάρωσης στα καφέ και στις λέσχες της πόλης. Οι περίπατοι στην προκυμαία ή τα προάστια ήταν μια συνηθισμένη δραστηριότητα, ενώ τις Κυριακές σύχναζαν σε καφέ ή διοργάνωναν επισκέψεις στα σπίτια για τις αποκαλούμενες βεγγέρες.
Η ψυχαγωγία στη Σμύρνη ήταν ποικιλόμορφη και αντανακλούσε την κοινωνική τάξη των κατοίκων. Οι ευκατάστατοι Έλληνες συμμετείχαν σε χορούς, δεξιώσεις και πάρτι σε αρχοντικά ή λέσχες, ενώ η μεσαία και εργατική τάξη διασκέδαζε στις ταβέρνες και μπυραρίες με μεζέδες, ποτό, τραγούδια και χορό. Οι μουσικές βραδιές με τις ελληνικές ορχήστρες, γνωστές ως «πολιτάκια», έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις γιορτές και τις συγκεντρώσεις των Σμυρνιών.

Οι λέσχες της Σμύρνης αποτελούσαν σημαντικό κέντρο κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, ειδικά για τα μέλη των ανώτερων και μεσαίων τάξεων. Από τον 18ο αιώνα, η πρώτη λέσχη που ιδρύθηκε ήταν η Ευρωπαϊκή Λέσχη στον Φραγκομαχαλά. Το 1818, ιδρύθηκε η πρώτη ελληνική λέσχη, η Ελληνική Εμπορική Λέσχη, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Ελληνική Λέσχη. Λειτουργούσε καθημερινά και προσέφερε στα μέλη της όχι μόνο ψυχαγωγία, όπως μπιλιάρδο και τάβλι, αλλά και πρόσβαση σε ανάγνωση εφημερίδων και βιβλίων.

Η Ελληνική Λέσχη μεταφέρθηκε το 1907 σε πολυτελές κτίριο κοντά στην αγγλική σκάλα, και φιλοξενούσε έως και 400 μέλη, οργανώνοντας επίσημους χορούς και κοινωνικές εκδηλώσεις. Ξεχώρισαν οι χοροί προς τιμήν του Πρίγκιπα Μαξιμιλιανού το 1833 και το 1901 προς τιμή του ελληνικού στόλου. Η λέσχη αποτέλεσε για 104 χρόνια σημείο αναφοράς για τους Έλληνες της Σμύρνης.

Πέρα από την Ελληνική Λέσχη, υπήρχαν και άλλες ελληνικές λέσχες, όπως η Λέσχη Κυνηγών και η Υψηλή και Χαμηλή Λέσχη, που διοργάνωναν εκδρομές και χοροεσπερίδες. Μια ιδιαίτερη λέσχη ήταν η Sporting Club, που ιδρύθηκε το 1893 και χρησίμευε ως χώρος για εμπορικές συναλλαγές με Ευρωπαίους.

Ο αθλητισμός κατείχε επίσης σημαντική θέση στη ζωή των Ελλήνων της Σμύρνης. Ο πρώτος ελληνικός αθλητικός σύλλογος ήταν ο "Ορφέας", ο οποίος συνδύαζε μουσική και σωματική αγωγή. Το 1898, ενώθηκε με το "Γυμνάσιον", δημιουργώντας τον "Πανιώνιο Γ.Σ.", που επικεντρώθηκε στην προώθηση της γυμναστικής και του αθλητισμού. Οι "Πανιώνιοι" αγώνες έγιναν 19 φορές από το 1896 έως το 1921, και το 1911 εγκαινιάστηκε το γυμναστήριο του συλλόγου στη Σμύρνη.

Ο Απόλλων υπήρξε ένας από τους πιο αξιόλογους συλλόγους της Σμύρνης, ιδρυθείς το 1891. Αρχικά ήταν φιλαρμονικός σύλλογος που οργάνωνε συναυλίες, φιλολογικές συγκεντρώσεις και διαλέξεις. Από το 1896, όμως, ανέπτυξε αθλητικό τμήμα, το οποίο αργότερα επεκτάθηκε σε ναυτικά, ποδοσφαιρικά, ποδηλατικά και πυγμαχικά τμήματα. Το 1904, οργάνωσε τα "Απολλώνια", αθλητικούς αγώνες που προσέλκυσαν 90 αθλητές από διάφορα σωματεία.

Οι αθλητές των συλλόγων της Σμύρνης, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Απόλλωνα, συμμετείχαν σε πολλούς αγώνες και διακρίθηκαν, με σημαντική συμμετοχή στους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας το 1859, όπου καταχειροκροτήθηκαν από τον Όθωνα και την Αμαλία. Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η συμμετοχή τους στα Τήνια το 1895, όπου οι Σμυρνιοί αθλητές ξεχώρισαν με το σύγχρονο αθλητικό ντύσιμό τους.

Εκτός από τον Απόλλωνα, υπήρχαν και άλλοι αθλητικοί σύλλογοι στη Σμύρνη, όπως ο Όμιλος Ερετών (1902), ο Πέλοψ (1908), που ειδικευόταν στα θαλάσσια αγωνίσματα, και ο Ερμής (1907). Σημαντική ήταν και η διοργάνωση ιπποδρομιών στη Σμύρνη από το 1863, ενώ η ξιφασκία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των ανώτερων κοινωνικών τάξεων.

Στον πολιτιστικό τομέα, η Σμύρνη είχε πλούσια θεατρική παράδοση, με το πρώτο μεγάλο ελληνικό θέατρο, την Ευτέρπη, να ιδρύεται το 1841. Το θέατρο φιλοξενούσε ερασιτεχνικές παραστάσεις και έγινε σημείο αναφοράς για την ελληνική κοινότητα της πόλης.

Το 1862 χτίστηκε στη Σμύρνη, στην περιοχή Φασουλά, κοντά στο αγγλικό προξενείο, ένα εντυπωσιακό θέατρο από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Καμεράνο. Το θέατρο, γνωστό ως «Καμεράνο», ήταν τριώροφο, κατασκευασμένο από πέτρα, με 17 θεωρεία και φωτισμό με φωταέριο, που θεωρούνταν καινοτόμος για την εποχή. Διέθετε τρεις εξόδους και ήταν πολύ μεγαλύτερο από το προηγούμενο θέατρο της Ευτέρπης. Δυστυχώς, το θέατρο κάηκε το 1884, κατά τη διάρκεια παραστάσεων του θιάσου Μένανδρος του Δ. Ταβουλάρη. Μετά την πυρκαγιά, ο δρόμος όπου βρισκόταν το θέατρο ονομάστηκε "Καμένο Θέατρο".

Παρά την απώλεια, το θεατρόφιλο κοινό της Σμύρνης συνέχισε να παρακολουθεί παραστάσεις σε άλλα θέατρα, όπως το θέατρο της προκυμαίας και της Αλάμπρας. Πολλοί θίασοι από την Ελλάδα περιόδευαν στη Σμύρνη, όπως ο πρώτος θίασος του Ιωάννη Μαρκεσίνη το 1866 και ο θίασος του Διονυσίου Ταβουλάρη, ο οποίος έγινε γνωστός για τον θίασο Μένανδρος.
Ειδυλλιακή άποψη της πόλης από το βουνό περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Περιοδικό Εστία του 1894.

Το ελληνικό μελόδραμα είχε επίσης μεγάλη απήχηση, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα, η επιθεώρηση έγινε δημοφιλής. Το 1894, το αθλητικό σωματείο Sporting Club εξέδωσε μετοχές για την ανέγερση ενός νέου θεάτρου, το οποίο ολοκληρώθηκε από τον αρχιτέκτονα Π. Βιτάλη, με χωρητικότητα 600 θέσεων.

Στο θέατρο της Σμύρνης έπαιξαν πολλοί σημαντικοί ηθοποιοί, όπως η Κυβέλη, η Κοτοπούλη, ο Γεώργιος Γληνός, ο Μυράτ, και ο Στέφανος Καλουτάς. Σημαντικοί θεατρικοί συγγραφείς από τη Σμύρνη, όπως ο Γεώργιος Βοντζαλίδης, ο Μαρίνος Κουτουβάλης και ο Θεόδωρος Ορφανίδης, άφησαν επίσης το στίγμα τους στο ελληνικό θέατρο.

Η Σμύρνη, γνωστή ως η κορωνίδα της Ιωνίας, αποτέλεσε ένα σημαντικό πνευματικό κέντρο, με πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα που ενίσχυαν την ελληνική παιδεία και τα γράμματα. Οι Έλληνες της Σμύρνης διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την Ορθόδοξη πίστη και την ελληνική τους ταυτότητα, γεγονός που τους βοήθησε να κρατήσουν ψηλά το εθνικό τους φρόνημα, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, υπολογίζεται ότι περίπου 8.000 Έλληνες μαθητές φοιτούσαν σε ελληνικά σχολεία. Υπήρχαν διάφοροι τύποι σχολείων: τα κοινοτικά, που λειτουργούσαν με δίδακτρα αλλά ήταν δωρεάν για τους άπορους, και τα ιδιωτικά, που απευθύνονταν σε πλούσιες οικογένειες.

Αν και η οθωμανική κυβέρνηση δεν χρηματοδοτούσε τα ελληνικά σχολεία, οι Έλληνες κάτοικοι της Σμύρνης κατάφεραν να βρουν οικονομικούς πόρους μέσω δωρεών, συνδρομών και κληροδοτημάτων. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή του Συλλόγου Μικρασιατών «Η Ανατολή», που ιδρύθηκε το 1891 στην Αθήνα και προσέφερε χρηματοδότηση για τη δημιουργία σχολείων, δασκάλων και βιβλίων, καθώς και υποτροφίες για τους μαθητές.

Σύμφωνα με επίσημες μελέτες, το 1910 λειτουργούσαν στη Σμύρνη 894 σχολεία, εκ των οποίων τα 403 ήταν ελληνικά, με συνολικά 56.000 μαθητές. Η «Ευαγγελική Σχολή» αναγνωρίζεται ως η πιο σημαντική και χαρακτηριστική ελληνική σχολή, με βαθιές ρίζες στην ιστορία της πόλης.

Στα δημοτικά σχολεία χρησιμοποιήθηκε κυρίως η αλληλοδιδακτική μέθοδος, που επέτρεπε σε μεγαλύτερους μαθητές να διδάσκουν τους μικρότερους, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Παράλληλα, η συνδιδακτική μέθοδος εφαρμόστηκε σε ορισμένα μεικτά σχολεία, αν και ήταν περιορισμένη κυρίως στη Σμύρνη. Σταδιακά, τα αλληλοδιδακτικά σχολεία αντικαταστάθηκαν από επτατάξιες αστικές σχολές, που σκοπό είχαν την παροχή γνώσεων για την κατάρτιση μορφωμένων ανθρώπων, ικανών να συμβάλουν στην πνευματική και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.

Η Ευαγγελική Σχολή υπήρξε ένας εξαιρετικός πνευματικός φάρος για τους Έλληνες της Σμύρνης, με εκπαιδευτικούς αφιερωμένους στην αποστολή τους και τη διδασκαλία τους να θεωρείται λειτούργημα. Πολλοί σπουδαίοι Έλληνες, που αργότερα διακρίθηκαν στους τομείς της εκκλησίας, των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, φοίτησαν εκεί. Ο κατάλογος των αποφοίτων περιλαμβάνει σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος, ο εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, καθώς και ακαδημαϊκούς και λογοτέχνες όπως ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Γεώργιος Ιωακείμογλου και ο Γεώργιος Σεφέρης.
Άποψη της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία στη Σμύρνη κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, υπολογίζεται ότι στην πόλη της Σμύρνης φοιτούσαν 8.000 Έλληνες μαθητές, με διαχωρισμό μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι μαθητές στα ιδιωτικά ή ξένα σχολεία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο αριθμός των μαθητών ανήλθε σε 12.000, σύμφωνα με τον διευθυντή της Ευαγγελικής Σχολής, Σωκράτη Προκοπίου.

Η πρώτη προσπάθεια ίδρυσης ελληνικού σχολείου έγινε από τον Μητροπολίτη Σμύρνης Γ. Κονταρή, προκειμένου να σταματήσει ο προσηλυτισμός από τους Ιησουίτες. Το 1707 ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό σχολείο, το «Σχολείον Χριστού», το οποίο μετονομάστηκε το 1808 σε Ευαγγελική Σχολή. Σημαντική ήταν η απόφαση του Π. Σεβαστόπουλου να θέσει τη Σχολή υπό αγγλική εποπτεία, γεγονός που αποδείχθηκε σωτήριο κατά τις περιόδους διωγμών.

Η βιβλιοθήκη της Σχολής, η οποία περιλάμβανε 33.000 τόμους και πάνω από 1.200 χειρόγραφα, ήταν ιδιαίτερα πλούσια. Στην αρχή του 19ου αιώνα, η Σχολή θεωρήθηκε ξεπερασμένη και αντικαταστάθηκε από τη Νέα Δημόσια Σχολή, που όμως διαλύθηκε γρήγορα.

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η Ευαγγελική Σχολή επαναλειτούργησε, αν και το 1842 το κτίριο της καταστράφηκε από πυρκαγιά. Ένα νέο κτίριο ολοκληρώθηκε το 1844, αλλά η βορεινή πτέρυγα κάηκε το 1881. Η ανέγερση ενός νέου επιβλητικού κτιρίου ξεκίνησε το 1908, αλλά ολοκληρώθηκε το 1922, χωρίς ποτέ να λειτουργήσει.

Το 1841 ιδρύθηκε το «Κεντρικόν Παρθεναγωγείον» από την ενορία του μητροπολιτικού ναού Αγίας Φωτεινής, περιλαμβάνοντας νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, εμπορική σχολή, τμήμα σπιτικής χειροτεχνίας και Διδασκαλείο. Σκοπός του ήταν να γίνει ισάξιο με την Ευαγγελική Σχολή. Το 1900, αναγνωρίστηκε ως ισότιμο με το Αρσάκειο Αθηνών. Μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του Παρθεναγωγείου ήταν η διευθύντρια Σαπφώ Λεοντιάς, που πίστευε στην ανάγκη ουσιαστικής παιδείας για τις γυναίκες.

Το 1878 το Παρθεναγωγείο μεταστεγάστηκε σε νέο κτίριο στην οδό Ρόδου 46, αλλά το 1908 αποφασίστηκε η ανέγερση ενός μεγαλύτερου κτιρίου, το οποίο παραδόθηκε το 1912 και χαρακτηρίστηκε από κλασικό ελληνικό ρυθμό. Ο λόγιος Φ. Βουτσινάς υπογράμμισε τη σημασία του Παρθεναγωγείου και της Ευαγγελικής Σχολής για την πνευματική εξέλιξη της Σμύρνης.

Το 1881 ιδρύθηκε η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία για τη δημιουργία ελληνικού παρθεναγωγείου με οικοτροφείο, το οποίο μετονομάστηκε το 1885 σε Ομήρειο. Το 1886 το Ομήρειο κάηκε, αλλά σύντομα αναγέρθηκε νέο επιβλητικό κτίριο, σχεδιασμένο από τον Ξενοφώντα Λάτρη. Παράλληλα, ιδρύθηκε και Ορφανοτροφείο για τα ορφανά, όπου τα παιδιά μάθαιναν τέχνες και παρείχαν εκπαίδευση έως την πέμπτη δημοτικού.

Τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, όπως η Σχολή Αρώνη και το παρθεναγωγείο του Αντώνη Ισηγόνη, πρόσφεραν επίσης σημαντική εκπαίδευση. Οι Σμυρνιοί θεωρούσαν την εκπαίδευση υπέρτατο αγαθό και επένδυαν σε αυτήν, αποσκοπώντας όχι μόνο στη μετάδοση γνώσεων αλλά και στη διαμόρφωση ενός ελληνικού εθνικού φρονήματος.

Η Σμύρνη χρειαζόταν επίσης πανεπιστήμιο για την πνευματική και επαγγελματική εξέλιξη των νέων. Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχεδίασε την ίδρυση πανεπιστημίου με διάφορες σχολές, αλλά αυτό δεν υλοποιήθηκε.

Επιπλέον, η δημοσιογραφία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προώθηση του ελληνικού φρονήματος στη Σμύρνη. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά θεωρούνταν λειτούργημα και αποστολή, υπερασπίζοντας την αλήθεια και στηρίζοντας τους Έλληνες Μικρασιάτες κατά τη διάρκεια των δύσκολων καιρών τους. Οι δημοσιογράφοι αντιμετώπιζαν τις προκλήσεις με θάρρος, θεωρώντας καθήκον τους την προάσπιση της αλήθειας.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, υπήρχαν περίπου δέκα ελληνικά τυπογραφεία. Από το 1830 έως το 1919, εκδόθηκαν στη Σμύρνη συνολικά 135 ελληνικές εφημερίδες. Η πρώτη ελληνική εφημερίδα ήταν ο Φίλος των Νέων, που κυκλοφόρησε το 1831. Το 1833, ο Αβράμιος Ομηρόλης, διευθυντής της Ευαγγελικής Σχολής, ίδρυσε την εφημερίδα Μνημοσύνη. Ένα σημαντικό βήμα έγινε το 1838 με την έκδοση της εφημερίδας Αμάλθεια από τον Κ. Ροδέ. Αφού ο Ροδές αποχώρησε, τη διεύθυνση ανέλαβε ο Ιάκωβος Σαμιωτάκης, ο οποίος αύξησε την επιρροή της. Το 1881, ο Σαμιωτάκης πούλησε την Αμάλθεια στον Σ. Σολομωνίδη (πατέρα του Χρήστου Σολομωνίδη) και τον Γ. Υπερίδη, που την ανέβασαν ακόμη περισσότερο. Η Αμάλθεια συνέχισε την έκδοσή της και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, για έναν χρόνο, έως το 1923 στην Αθήνα, κλείνοντας 85 χρόνια κυκλοφορίας.

Μία από τις παλαιότερες ελληνικές εφημερίδες, η οποία εκδόθηκε το 1849 από τον Ι. Σκυλίσση, ήταν η εφημερίδα της Σμύρνης, η οποία σταμάτησε να λειτουργεί το 1885. Ο Μηνάς Χαμουδόπουλος ίδρυσε στη Σμύρνη την εφημερίδα Πρόοδος το 1872 και την μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη το 1878, όταν εξελέγη βουλευτής στο Βιλαέτι Αϊδινίου. Η Νέα Σμύρνη, που ανήκε στον Γρηγόριο Καρύδη, ήταν μία προοδευτική εφημερίδα που οι Τούρκοι διέκοψαν το 1912 κατά τη διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου. Άλλες σημαντικές εφημερίδες περιλάμβαναν την Εστία (1910), το Θάρρος (1913), τη σατυρική εφημερίδα Κόπανος (1908) και τον Σμυρνιό, καθώς και μία Κυριακάτικη σατυρική εφημερίδα (1909). Το 1840, ο Ε. Μισαηλίδης εξέδωσε την Ανατολή, μία εφημερίδα που δημοσιεύθηκε στα Καραμανλίδικα, δηλαδή στην τουρκική γλώσσα με ελληνικό αλφάβητο. Ο Εργάτης, που απευθυνόταν στους εργάτες, κυκλοφόρησε το 1908, αλλά σταμάτησε λόγω τουρκικών πιέσεων το 1909. Παράλληλα, εκδίδονταν δύο λογοτεχνικά περιοδικά και δύο σατυρικά.

Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ελληνικά περιοδικά ήταν το εβδομαδιαίο Ιερός Πολύκαρπος, που υποστηριζόταν από την θρησκευτική Αδελφότητα Ευσέβεια. Το περιοδικό αυτό, που πρωτοκυκλοφόρησε στις 10 Απριλίου 1911, ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου. Ο Χρυσόστομος ήταν η ψυχή του περιοδικού και το συντηρούσε, καθώς οι προοδευτικές ιδέες του δυτικού πολιτισμού απειλούσαν την Ορθόδοξη παράδοση. Το περιοδικό παρείχε σημαντικές πληροφορίες για την θρησκευτική και οικονομική ζωή των Σμυρνιών, καθώς και για την καθημερινότητά τους, και διήρκεσε έως τον Μάιο του 1914, όταν οι Τούρκοι διέταξαν την κατάργησή του. Μετά την εξορία του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, το περιοδικό επανακυκλοφόρησε τον Μάιο του 1919, μετά την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη.

Από την έναρξή του το 1911 έως το 1914, ο Ιερός Πολύκαρπος κατάφερε να δημοσιεύσει 162 τεύχη. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος πίστευε ότι μέσω του περιοδικού ενίσχυε την Ορθόδοξη πίστη και συνέβαλλε στην πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, μέσω της ενδυνάμωσης της χριστιανικής πίστης. Το περιοδικό πήρε το όνομά του από τον πολιούχο Άγιο της Σμύρνης. Ο Χρυσόστομος έγραφε τα κύρια άρθρα και ανέπτυσσε διάφορα θέματα στις επόμενες σελίδες. Ο επίσκοπος Τραλλέων, Χρυσόστομος (Χατζησταύρου), ήταν στενός συνεργάτης του, αλλά όταν αυτός αποχώρησε για να γίνει Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας, η θέση του διευθυντή παρέμεινε κενή. Το περιοδικό αγαπήθηκε από το κοινό και τα πρώτα τεύχη εξαντλήθηκαν γρήγορα, απαιτώντας ανατύπωση. Οι συνδρομητές συνέβαλαν οικονομικά στην έκδοσή του, ενώ μέρος των εξόδων διατέθηκε σε άπορες οικογένειες. Το περιοδικό επίσης ασχολήθηκε με κοινωνικά θέματα, όπως υγεία, οικογένεια και ανατροφή παιδιών, καθώς και με λογοτεχνικά αφιερώματα. Παρουσίαζε επίσης τη ζωή των ελληνικών σχολείων της Σμύρνης και τη συμβολή τους στην πνευματική πρόοδο των νέων.

Η Σμύρνη ήταν μια πόλη πολυπολιτισμική, που φιλοξενούσε ποικιλία θρησκειών, αν και το ελληνικό στοιχείο και η Ορθόδοξη πίστη υπερτερούσαν. Οι Οθωμανοί την αποκαλούσαν Γκιαούρ Ιζμίρ, δηλαδή "η πόλη των απίστων". Στον Κάτω Μαχαλά, όπου συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων στις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρχαν 16 ορθόδοξοι ναοί (47 αν συμπεριλάβουμε και τα περίχωρα). Ο πιο επιβλητικός ήταν ο Μητροπολιτικός Ναός της Αγίας Φωτεινής, ο οποίος διέθετε ένα θαυμάσιο μαρμάρινο κωδωνοστάσιο που ενίσχυε τη μεγαλοπρέπεια του ναού.

Ο ναός αυτός ανακαινίστηκε τον 17ο αιώνα, αν και η ακριβής ημερομηνία θεμελίωσής του δεν είναι γνωστή. Ήταν το κέντρο των επίσημων λειτουργιών και εθνικών τελετών, τρίκλιτος και τρίκογχος, χωρίς τρούλο, αφιερωμένος στην Αγία Φωτεινή, στην οποία ο Χριστός αποκάλυψε την πνευματικότητα του Θεού. Ο αυλόγυρός του είχε τρεις κεντρικές πύλες: η δεύτερη οδηγούσε στην Ευαγγελική Σχολή και η τρίτη ήταν απέναντι από το ελληνικό προξενείο. Οι Σμυρνιοί είχαν μεγάλη αγάπη για τον ναό, και μετά την καταστροφή του από τους Νεότουρκους, ανέγειραν έναν νέο ναό στη Νέα Σμύρνη αφιερωμένο στην Αγία Φωτεινή, για να τιμήσουν την κληρονομιά τους.

Η Αγία Αικατερίνη ήταν ο μεγαλύτερος ναός της Σμύρνης και χτίστηκε το 1898, στη θέση ενός παλιού ξύλινου παραπήγματος που ανήκε στην Αγία Φωτεινή. Ο ναός ήταν επίσης τρίκλιτος και τρίκογχος, με μαρμάρινη επένδυση στο μεγαλύτερο μέρος του. Ο Άγιος Βουκόλος θεμελιώθηκε το 1866 στη θέση ενός αρχαίου ειδωλολατρικού ναού, όπου βρέθηκαν αρχαίες επιγραφές. Ήταν αφιερωμένος στους Σμυρνίους Αγίους Βουκόλο και Πολύκαρπο και υπάρχει ακόμα σήμερα.
Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου Σμύρνης, που καταστράφηκε το 1922.

Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που χτίστηκε το 1804 στον επάνω Μαχαλά, αντικατέστησε έναν παλιότερο ναό. Στα Σκοινάδικα υπήρχε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, που θεμελιώθηκε το 1818. Ο Άγιος Τρύφωνας στη συνοικία Τσικουδιάς, θεμελιώθηκε το 1887, ενώ ο Άγιος Χαράλαμπος χτίστηκε το 1833 στον περίβολο του Γραικικού νοσοκομείου. Στο νεκροταφείο της πόλης, το 1878, χτίστηκε ναός αφιερωμένος στον Άρχοντα Μιχαήλ, με σχέδια του αρχιτέκτονα Ξεν. Λάτρη.

Η αφοσίωση των Μικρασιατών στη θρησκεία τους είναι προφανής, καθώς έκαναν σημαντικές επενδύσεις στην ανοικοδόμηση και συντήρηση των ναών τους. Για τους Σμυρνιούς, η χριστιανική πίστη αποτελούσε ένα ουσιαστικό στοιχείο της ταυτότητάς τους και τους διαχώριζε από τους άλλους κατοίκους της πόλης, ενισχύοντας την ελληνική τους κληρονομιά.

Στη Σμύρνη, η λατρεία του Ασκληπιού εισήχθη από την Πέργαμο και, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ο Ασκληπιός κατείχε εξέχουσα θέση ανάμεσα στις θεότητες της πόλης, με το ναό του να βρίσκεται στο κέντρο της. Επίσης, την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα ιδρύθηκε στη Σμύρνη μια φημισμένη ιατρική σχολή, ενώ στην Έφεσο, κοντά στη Σμύρνη, υπήρχε ένα γνωστό μουσείο όπου διδασκόταν ιατρική.

Η πόλη διέθετε αρκετά νοσοκομεία, όπως το αρμενικό, το καθολικό, το οθωμανικό και φυσικά το Γραικικό. Το Γραικικό νοσοκομείο ιδρύθηκε το 1723, στον χώρο της οικίας της χήρας Βαρόνης de Hochepied, που αγόρασε η εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Παρά τις γενναιόδωρες δωρεές των κατοίκων, το νοσοκομείο χρειάστηκε την υποστήριξη ιδιωτών, όπως ο Π. Σεβαστόπουλος, και γι' αυτό απέκτησε το όνομα Γραικικό. Αργότερα, το 1833, η ονομασία του άλλαξε σε νοσοκομείο Αγίου Χαράλαμπου, όταν ανεγέρθηκε στον περίβολό του ο ναός του Αγίου Χαράλαμπου, αλλά οι Σμυρνιοί συνέχιζαν να το αποκαλούν Γραικικό.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, το νοσοκομείο καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, αλλά με δωρεές ξαναχτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Το νοσοκομείο περιλάμβανε και λοιμοκομείο, που βρισκόταν στη δυτική πλαγιά του λόφου Πάγου, ενώ ο παλιός Μητροπολιτικός Ναός της Αγίας Παρασκευής μετατράπηκε σε Λαζαρέτο.

Το 1837, χτίστηκε νέο νοσοκομείο σε ένα αγρό 8 στρεμμάτων, κοντά στο νοσοκομείο του Αγίου Ρόκκου, όπου νοσηλεύονταν ασθενείς με πανώλη, μια θανατηφόρα επιδημία που είχε προκαλέσει πολλές απώλειες. Το 1852 έγιναν σημαντικές ανακαινίσεις, με το κτίριο να αποκτά σύγχρονη διάταξη. Το 1863 κατασκευάστηκε νέα πτέρυγα, και το 1882 προστέθηκε πτέρυγα φρενοκομείου, με ειδικό υδροθεραπευτήριο.

Μέχρι το 1910, το Γραικικό νοσοκομείο διέθετε τρεις αίθουσες εγχειρήσεων, μια αίθουσα αποστείρωσης και οκτώ θαλάμους για άνδρες, καθώς και χειρουργείο και θάλαμο ασθενών για γυναίκες. Περιλάμβανε επίσης δύο παθολογικές κλινικές, μια μαιευτική, μια οφθαλμολογική και μια κλινική μεταδοτικών νόσων με 50 κλίνες. Επιπλέον, το νοσοκομείο διέθετε γηροκομείο και ακτινοθεραπευτικό τμήμα, παρέχοντας δωρεάν φάρμακα σε περίπου δώδεκα χιλιάδες άπορους ασθενείς. Συνολικά, είχε 400 κλίνες και μια μεγάλη αυλή με διώροφο περιστύλιο.

Το νοσοκομείο διοικούσε δωδεκαμελής επιτροπή που εκλέγονταν κάθε τρία χρόνια. Ήταν ένα υπερσύγχρονο νοσηλευτικό ίδρυμα για την εποχή του. Όταν το επισκέφτηκε ο νομάρχης Μαχμούτ Μουχτάρ, δήλωσε: «Η ευσπλαχνία είναι το πιο ευγενικό αίσθημα της ανθρώπινης καρδιάς. Θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά ευτυχισμένο γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτώ ένα τέτοιο φιλανθρωπικό ίδρυμα που δίκαια τιμά την ελληνική κοινότητα της Σμύρνης και για το οποίο οι Έλληνες πρέπει να είναι περήφανοι».

Εξίσου σημαντικά για την ιατρική περίθαλψη των Ελλήνων της Σμύρνης ήταν και τα φαρμακεία, γνωστά ως σπετσερίες. Αυτά συνήθως είχαν σκοτεινή ατμόσφαιρα, με μαύρα τζάμια και επιγραφή "laboratorio" σε χρυσά γράμματα. Τα φαρμακεία περιλάμβαναν συρτάρια με λατινικά ονόματα φαρμάκων και δοχεία με καλλιτεχνικές παραστάσεις. Κάθε γιατρός είχε το προσωπικό του φαρμακείο για τις συνταγές του και πολλές φορές επισκέπτονταν τα φαρμακεία για να εξετάσουν ασθενείς. Πολλά από αυτά τα φαρμακεία λειτουργούσαν και ως σταθμοί πρώτων βοηθειών για όσους είχαν ανάγκη.

Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης, εκτός από τις εξαιρετικές ιατρικές υπηρεσίες που παρείχε, έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες. Ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε στους ψυχικά ασθενείς και σε άτομα με ανίατα νοσήματα. Οι Σμυρνιοί ίδρυσαν πλήρως εξοπλισμένα ψυχιατρικά θεραπευτήρια, τα οποία προσέφεραν ανθρωπιστική φροντίδα. Ενώ στις δυτικές κοινωνίες οι ψυχικά ασθενείς συχνά αντιμετωπίζονταν με σκληρότητα, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου, έβλεπαν τους ασθενείς αυτούς ως ανθρώπινα πλάσματα που δικαιούνται φροντίδα και σεβασμό.

Οι Έλληνες κάτοικοι της Σμύρνης είχαν φιλάνθρωπα αισθήματα και φρόντισαν να δημιουργήσουν τις κατάλληλες δομές για να στηρίξουν τους κοινωνικά αδύναμους. Υπήρχαν ορφανοτροφεία για αγόρια και κορίτσια, όπου δεν ικανοποιούνταν μόνο οι επισιτιστικές τους ανάγκες, αλλά και οι εκπαιδευτικές. Τα παιδιά λάμβαναν την απαραίτητη μόρφωση, ώστε όταν μεγάλωναν, κυρίως τα αγόρια, να μπορέσουν να έχουν επαγγελματική αποκατάσταση.

Επιπλέον, το 1883 ιδρύθηκε η Αδελφότης Κυριών, που είχε πλούσια αγαθοεργή δράση. Σημαντική φιλανθρωπική προσφορά είχε και το Ταμείο των Πτωχών, που ιδρύθηκε το 1839, και παρείχε ενίσχυση στους οικονομικά ασθενέστερους κατοίκους της πόλης. Το 1890 ιδρύθηκε το Λαϊκό Κέντρο με σκοπό την εκπαίδευση των λαϊκών τάξεων, διατηρώντας οικοτροφείο για άπορους μαθητές και προσφέροντας συσσίτιο.

Στη Σμύρνη λειτουργούσαν επίσης πολλά αγαθοεργά σωματεία. Όπως είχε γράψει ο Χρήστος Σολομωνίδης, «από τα κυριότερα γνωρίσματα των Σμυρναίων ήταν η φιλανθρωπία και η φιλαλληλία τους».

Κάποιες από τις προσωπικότητές της Σμύρνης από τον 18ο αιώνα και μετά:
Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), φιλόλογος και διαφωτιστής
Κυριακή Ναύτη, αγωνίστρια της Επανάστασης του 1821 και η πρώτη γυναίκα μέλος της Φιλικής Εταιρείας
Ικέσιος Λάτρης (1799 - 1881), λόγιος, αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 και πολιτικός
Κυριάκος Αλεβιζόπουλος, αγωνιστής της Επανάστασης του 1821
Πέτρος Βακάλογου, αγωνιστής της Επανάστασης του 1821
Πέτρος Ομηρίδης Σκυλίτσης (1784-1872), δήμαρχος Πειραιά
Χρυσόστομος Σμύρνης (Χρυσόστομος Καλαφάτης) (1867–1922), τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης
Κωνσταντίνος Φανέλλης (1791-1863), ζωγράφος και αγιογράφος
Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1886), ποιητής και βοτανολόγος
Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1873), ποιητής και μεταφραστής
Βασίλειος Σμύρνης (1834-1910), λόγιος θεολόγος και Μητροπολίτης Σμύρνης
Οικογένεια Μπαλτατζή, αλλιώς Βαλτατζή (Baltazzi),παλαιά ελληνική οικογένεια της Σμύρνης με ενετικές ρίζες
Μήτσος Μυράτ (1878-1964), ηθοποιός
Έκτωρ Δούκας (1885-1969), ζωγράφος
Γεώργιος Σκούφος (1803-1873), δήμαρχος Αθηναίων
Παύλος Καλλιγάς (1814-1896), νομικός, ιστορικός, λογοτέχνης και πολιτικός
Λεωνίδας Παρασκευόπουλος (1860-1936), στρατιωτικός και πολιτικός
Άγιος Δανιήλ Κατουνακιώτης, (1864-1929), άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας , μοναχός στο Άγιο Όρος, ιδρυτής της αδελφότητας των Δανιηλαίων
Γεώργιος Μπαλτατζής (1866-1922), πολιτικός
Κωνσταντίνος Σαγιώρ (1867-1910), ηθοποιός
Θωμάς Θωμόπουλος (1873-1937), γλύπτης και ακαδημαϊκός
Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης (1881-1955), ζωγράφος
Δημήτρης Γληνός (1882-1943), εκπαιδευτικός, συγγραφέας και πολιτικός
Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962), μουσουργός
Ισμέτ Ινονού (1884-1974), τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός
Παναγιώτης Τούντας (1886-1942), ρεμπέτης
Νικόλαος Τσουρούκτσογλου (1861–1922) νομικός, δημοσιογράφος, πολιτικός και κοινωνικός ακτιβιστής
Στέλιος Σπεράντζας (1888-1952), γιατρός και ποιητής
Κυβέλη (1888-1978), ηθοποιός
Δημητρός Καραμπάτης (1898-1964), αθλητής
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), νομπελίστας ποιητής
Κοσμάς Πολίτης (1888-1974), πεζογράφος
Σπύρος Περιστέρης (1900-1966), μουσικός και συνθέτης
Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937),φιλόλογος και φιλόσοφος
Απόστολος Χατζηχρήστος (1901-1959), ρεμπέτης
Ιωάννης Δεσποτόπουλος (1903-1992), πρωτοπόρος αρχιτέκτονας
Γιάννης Κωνσταντινίδης (1903-1984), συνθέτης, μουσικός και μαέστρος
Γιώργος Κατραμόπουλος (1904), συγγραφέας
Αριστοτέλης Ωνάσης (1906-1975), εφοπλιστής και επιχειρηματίας
Ζοζέφ Κορίνθιος (1908-1992), τραγουδοποιός και μαέστρος
Ιωάννα Τσάτσου (1909-2000), ποιήτρια
Ορέστης Κανέλλης (1910-1979), ζωγράφος
Θεολόγος Συμεωνίδης (1910-1969), ποδοσφαιριστής
Γιάννης Βάζος (1913-1991), ποδοσφαιριστής
Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος (1913-2016), αντιστασιακός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός
Γιώργος Γάσπαρης (1913-1978), ποδοσφαιριστής
Ελευθέριος Μουζάκης (1913-2006), κλωστοϋφαντουργός
Ρίτα Αμπατζή (1914-1969), ρεμπέτισσα
Θέων Σπανούδης (1915-1986), λοχοτέχνης και κριτικός τέχνης
Γιώργος Γεραλής (1917-1996), φιλόλογος και ποιητής
Αντώνης Χριστοφορίδης (1918-1985), πυγμάχος
Τρύφωνας Τζανετής (1918-2001), ποδοσφαιριστής
Μίνως Αργυράκης (1920-1998), ζωγράφος, σκιτσογράφος και σκηνογράφος
Έλλη Παππά (1920-2009), δημοσιογράφος και συγγραφέας
Γιάννης Φέρμης (1921-1999), ηθοποιός
Άλεκ Ισσιγόνης (1906-1988), σχεδιαστής αυτοκινήτων

Σχόλια