Xειροτονία του Αμβροσίου Νικολαΐδη, βοηθού επισκόπου Σερρών, σε επίσκοπο Χριστουπόλεως, 5 Ιουνίου 1911
Στις 5 Ιουνίου 1911, με ιδιαίτερη λαμπρότητα και θρησκευτική ευλάβεια πραγματοποιήθηκε η χειροτονία του Αμβροσίου Νικολαΐδη, βοηθού επισκόπου Σερρών, σε επίσκοπο Χριστουπόλεως. Η σημαντική αυτή τελετή έλαβε χώρα στον Μητροπολιτικό Ναό των Σερρών, έναν από τους πιο επιβλητικούς ναούς της περιοχής.
Ο Αμβρόσιος Νικολαΐδης, γνωστός για την αφοσίωση και το έργο του στην Εκκλησία, χειροτονήθηκε από τρεις εξέχοντες μητροπολίτες της εποχής. Συγκεκριμένα, η χειροτονία του έγινε από τον Μητροπολίτη Σερρών Απόστολο, τον Μητροπολίτη Δράμας Αγαθάγγελο και τον Μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανό, οι οποίοι με τη συμμετοχή τους τόνισαν την ιδιαίτερη σημασία του γεγονότος για την τοπική εκκλησιαστική κοινότητα.
Στην πυρπόληση των Σερρών από τους Βούλγαρους διέτρεχε τους δρόμους ανάμεσα στις φλόγες και ενθάρρυνε το ποίμνιό του.
Ο Αμβρόσιος Νικολαΐδης (Προύσα, 1881 - 1960) ήταν μητροπολίτης Φθιώτιδας, Μικρασιάτης στην καταγωγή. Γεννήθηκε το 1881 στην Προύσα της Μικράς Ασίας και καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές φοίτησε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης της Κωνσταντινούπολης, από την οποία εξήλθε ως αριστούχος. Το 1904 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1905 προήχθη σε αρχιδιάκονο του Κασσανδρίας Ιωάννου και από το 1906 μέχρι το 1911 διετέλεσε πρωτοσύγκελος του επισκόπου Βέροιας και στη συνέχεια Σερρών, Αποστόλου. Το 1911 χειροτονήθηκε επίσκοπος Χριστουπόλεως και το 1914 εξελέγη μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1932, οπότε ανέλαβε μητροπολίτης Φθιώτιδας στη θέση του Ιωακείμ Αλεξόπουλου, ο οποίος μετετέθη στη μητρόπολη Δημητριάδος και Αλμυρού.
Ο Αμβρόσιος είχε ευρεία μόρφωση, θεολογική, κλασική και εγκυκλοπαιδική. Μιλούσε επίσης γαλλικά, αγγλικά, τουρκικά και αραβικά. Άρχισε την εθνική του δράση στη Βέροια, όπου υπήρξς η 'ψυχή' του αντάρτικου αγώνα. Το νεοτουρκικό κομιτάτο τον καταδίκασε σε θάνατο και όργανά του αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές. Στην πυρπόληση των Σερρών από τους Βούλγαρους διέτρεχε τους δρόμους ανάμεσα στις φλόγες και ενθάρρυνε το ποίμνιό του. Από το 1914, ως επίσκοπος Ναυπακτίας και εν συνεχεία Φθιώτιδας, συνέχισε ακαταπόνητα τη θρησκευτική και πνευματική του δράση, ενώ ως συνοδικός επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο στην επιβολή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επίσης, αντιπροσώπευσε την Εκκλησία της Ελλάδος στα εκκλησιαστικά συνέδρια της Λωζάνης το 1927, του Παρισίου το 1928, και του Άμστερνταμ το 1948.
Το 1938 στην εκλογή Αρχιεπισκόπου Αθηνών, υποστηρίζοντας τον τέως μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο, δημιούργησε μεγάλο εκκλησιαστικό πρόβλημα ακύρωσης εκλογής του οριακά εκλεγμένου μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού, ο οποίος είχε λάβει μία επιπλέον ψήφο από τον «υπό καθαίρεση» επίσκοπο Δρυϊνουπόλεως. Την ενέργειά του ακολούθησαν και άλλοι μητροπολίτες, με συνέπεια να αλλάξει ο νόμος της εκλογής μητροπολιτών, ορίζοντας μία μικρότερη επιτροπή η οποία ονομάστηκε «αριστίδην σύνοδος». Η διαδικασία εκλογής επανελήφθη, με αποτέλεσμα την τελική ανάδειξη του Χρύσανθου.
Στις 10 Ιουνίου του 1951, με τη συμπλήρωση 40 ετών αρχιερατείας, έγινε στη Λαμία μεγάλος εορτασμός, ο οποίος έδωσε την ευκαιρία σε υπέρ αυτού θερμές και ειλικρινείς εκδηλώσεις σεβασμού και εκτίμησης από μέρους του κλήρου και του λαού. Ο Αμβρόσιος έλαβε πολλά ανώτατα παράσημα, ελληνικά και ξένα, (είχε παρασημοφορηθεί από τρεις βασιλείς), καθώς και πολλές διακρίσεις. Πέθανε το 1960 και στον μητροπολιτικό θρόνο τον διαδέχθηκε ο Δαμασκηνός Παπαχρήστου (κατά κόσμο Νικόλαος Παπαχρήστου), ανιψιός του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.
Σχόλια