Translate

Απελευθέρωση της Νιγρίτας, 20 Ιουνίου 1913

Στις 20 Ιουνίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε από τους Βουλγάρους την πόλη της Νιγρίτας, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Προηγουμένως, ο βουλγαρικός στρατός είχε πυρπολήσει την πόλη και είχε κατασφάξει όσους αμάχους είχαν παραμείνει σ’ αυτή.
Η Νιγρίτα απέχει 25 χιλιόμετρα νότια των Σερρών και είναι χτισμένη στους πρόποδες της οροσειράς Βερτίσκος. Την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων ήταν ένα από τα σημαντικά εμπορικά κέντρα της περιοχής. Στις 22 Οκτωβρίου 1913, Έλληνες πρόσκοποι (στρατιωτικό σώμα από εθελοντές απόμαχους του Μακεδονικού Αγώνα) απελευθέρωσαν την πόλη από τους Οθωμανούς Τούρκους και εγκατέστησαν σ’ αυτή ελληνικές αρχές.
Με το ξέσπασμα του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, στις 16 Ιουνίου 1913, η Νιγρίτα καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, που ενήργησαν αστραπιαία και ανάγκασαν την 7η Μεραρχία, που την υπερασπιζόταν να υποχωρήσει νοτιότερα για να μην κυκλωθεί. Η βουλγαρική ταξιαρχία της Δράμας, που ενήργησε την επίθεση, κατέλαβε όχι μόνο την πόλη, αλλά και την υπερκείμενη αυτής κορυφογραμμή.
Το ολοκαύτωμα
Η τοπική ιστορία της Νιγρίτας αλλά και της ευρύτερης περιοχής του δήμου Βισαλτίας, είναι όπως γνωρίζουμε πολύ πλούσια σε ιστορικά γεγονότα, σημαντικότατα για την συλλογική μνήμη και την αυτοσυνειδησία του τόπου μας. Γεγονότα χαρούμενα, ένδοξα, ηρωικά, αλλά και γεγονότα τραγικά, πονεμένα και αιματοβαμμένα.
Το τραγικότερο όμως ίσως γεγονός που συνέβη στον τόπο αυτόν δεν είναι άλλο από το άγνωστο σε πολλούς ολοκαύτωμα της Νιγρίτας. Δεν είναι τυχαίος ο όρος που χρησιμοποιείται. Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα ολοκαύτωμα που έζησαν η πόλη, οι κάτοικοι της Νιγρίτας αλλά και ολόκληρη σχεδόν η Βισαλτία κατά τον Β΄ βαλκανικό πόλεμο.
Το τετραήμερο από 17ης έως 20ης Ιουνίου 1913 διαδραματίστηκαν γεγονότα, τα οποία οι άνθρωποι που τα έζησαν, δεν τα ξέχασαν ποτέ μέχρι που έφυγαν από αυτή τη ζωή.
Η ακμάζουσα κωμόπολη της Νιγρίτας παραδόθηκε στις φλόγες.
Από την μανία των Βουλγάρων γλύτωσαν μόνο οι Εκκλησίες μα και αυτές έμειναν πληγωμένες από βομβαρδισμούς και καταλήστευση. Οι δολοφονημένοι Νιγριτινοί ξεπερνούσαν τους 470 ενώ τα κατεστραμμένα σπίτια ήταν περισσότερα από 1.450. Όμως και ευρύτερα η περιοχή της Βισαλτίας «μάτωσε» τις ημέρες αυτές.
Για παράδειγμα ¨είκοσι εννιά γυναίκες, οι περισσότερες από την Τερπνή, δολοφονήθηκαν μετά τον βιασμό που υπέστησαν. Οικτρό τέλος είχαν οι υπερήλικες Σωτήριος Παπά Πασχάλης και Χατζή Βαγγέλης (που γδάρθηκε ζωντανός) ενώ «τον εκ Τσαρπίστης (Τερπνής) σεβάσμιον ιερέα Νικόλαον, 105 ετών, τον έσφαξαν αφού… του εξόρυξαν τους οφθαλμούς». Στο Χούμκος (Χουμνικό) πυρπόλησαν 55 σπίτια και στο Ξυλότρος (Αγία Παρασκευή) 15, όπου και κατακρεούργησαν 6 αμάχους.
Κατέκαυσαν πλήρως τη Μέργιανη (Λυγαριά) και 97 σπίτια στο Δημητρίτσι. Κατέσφαξαν αμάχους, πυρπόλησαν και εσύλησαν τις εκκλησίες σε Νικοσλάβη (Νικόκλεια) και Αβδαμάλ (Σησαμιά)».

Η απελευθέρωση
Η αντίδραση του ελληνικού στρατού ήταν άμεση. Το πρωί της 19ης Ιουνίου, η 7η Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Μηχανικού Ναπολέοντα Σωτήλη ξεκίνησε με κατεύθυνση τη Νιγρίτα. Αποτελούσε το άκρο δεξιό του ελληνικού στρατού, που είχε εξαπολύσει την ίδια ημέρα την επίθεση στην κύρια αμυντική γραμμή των Βουλγάρων στον άξονα Καλινόβου – Κιλκίς – Λαχανά.
Στο Σούλοβο (σημερινό Σκεπαστό) το 20ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας, μετά από σύντομη μάχη, έτρεψε σε φυγή τρία βουλγαρικά τάγματα, ενισχυμένα με μία ορειβατική πυροβολαρχία. Η μάχη στοίχισε στο σύνταγμα 30 νεκρούς και 169 τραυματίες.
Το πρωί της επομένης (20 Ιουνίου), τα πρώτα τμήματα της 7ης Μεραρχίας εισήλθαν στη Νιγρίτα, την οποία όμως οι Βούλγαροι κατέστρεψαν προτού αποχωρήσουν, προχωρώντας σε πυρπολήσεις οικιών και σφαγές του αμάχου πληθυσμού.
«Ότε ο συνταγματάρχης Σωτήλης, κατόπιν επιτυχούς μάχης προς τον εχθρόν, εισήλθεν εις την Νιγρίταν εύρε την μέχρι προ ολίγου ευημερούσαν πολίχνην μεταμορφωμένη εις καπνίζοντα ερείπια και σφαγείον. Εκ των 1450 οικιών της 49 μόνον απέμειναν ιστάμεναι. Πανταχού έκειντο χαμαί πτώματα κρεουργημένα και απηνθρακωμένα των σφαγέντων κατοίκων της. Κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς υπέρ τους 400 κάτοικοι εφονεύθησαν τελείως υπό του βουλγαρικού στρατού προ της υποχωρήσεώς του», έγραψε ο απεσταλμένος των Τάιμς του Λονδίνου, Κρόφορντ Πράις, για τις βουλγαρικές ωμότητες στη Νιγρίτα.
Ήταν το προανάκρουσμα για το τι θα επικρατούσε στις Σέρρες μία εβδομάδα αργότερα…
Το απόσπασμα από το ημερολόγιο του Μητροπολίτη Σερρών Αποστόλου περιγράφει την κατάσταση στη Σέρρες κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1913, όταν η περιοχή βρισκόταν σε αναταραχή λόγω της σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας κατά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο. Ο Μητροπολίτης Αποστόλου καταγράφει τις συλλήψεις και ανακρίσεις των Ελλήνων πολιτών, τις πυρκαγιές προς το νότο της πόλης, και τη φημολογία ότι η Νιγρίτα καίγεται.

Ο ίδιος σημειώνει την ανησυχία για τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν από τον Βουλγαρικό στρατό και τους κομιτατζήδες στα γύρω χωριά. Αναφέρει επίσης την επίσκεψη του ανώτερου υπαλλήλου της Αστυνομίας Πόπωβ στην Μητρόπολη με στρατιώτες, οι οποίοι ζητούσαν τον ίδιο και άλλους δύο επισκόπους. Ο Μητροπολίτης χαρακτηρίζει την απαίτηση αυτή ως πρωτάκουστο πραξικόπημα και αναφέρει την άρνησή του να παραδοθούν οι επίσκοποι, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης και την πίεση που υφίστατο η Εκκλησία.

«Εξακολουθούσιν αι συλλήψεις και ανακρίσεις των προκρίτων Ελλήνων πολιτών... Προς νότον της πόλεώς μας εφαίνοντο κατά την νύκτα φλόγες πυρπολουμένων μερών. Διεδόθη ότι καίεται η Νιγρίτα. Λέγεται ότι ήρξατο ο πόλεμος Βουλγαρίας και Ελλάδος ως και της Σερβίας. Πρόδηλον ότι ο Θεός εγκατέλειπε τους νέους συμμάχους. Πόλεμος λοιπόν ακήρυκτος, ή μάλλον κλεπτοπόλεμος. Το θέλημα του αγίου Θεού γενέσθω»... Εγνώσθη σήμερον, ότι εν τω χωρίω Σαρμουσακλή ο Βουλγαρικός στρατός μετά των κομιτατζήδων επανέλαβον όσα κακουργήματα διέπραξαν εν Βεζνίκω... Ολίγον μετά μεσημβρίαν ο εκ των ανωτέρων υπαλλήλων της Αστυνομίας Πόπωβ ήλθεν εις την Μητρόπολιν, συνοδευόμενος υπό πέντε στρατιωτών με εφ' όπλου λόγχην, και εζήτησε τον Μητροπολίτην (εμέ) και τους δύο νέους επισκόπους (τον βοηθόν επίσκοπόν μου και τον Αρχιδιάκονον). Μαθών δε ότι ησύχαζον, διέταξε τους στρατιώτας ίνα με παραλάβωσιν εις το Διοικητήριον, αφού εξυπνήσω. Τα παράδοξα τούτα εγνωστοποίησάν μοι οι υπάληλοι, μόλις εξεγερθέντι. Άμα τω ακούσματι συνέταξα επιστολήν και απέστειλα προς στρατηγόν Ιβάνωφ, όστις όμως αναγνούς αυτήν είπεν, ότι ουδέν δύναται πράξη. Ομοίαν επιστολήν συνέταξα και δια τον κ. Βούλκωφ. Μόλις ετελείωσα την επιστολήν ήλθεν ο Αστυνομικός Ποπώβ, προς τον οποίον είπον, ότι η υπό λογχοφόρων στρατιωτών απαγωγή Μητροπολίτου, μηδέν κακόν πράξαντος, είναι πρωτάκουστον πραξικόπημα εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Εάν η σεβαστή Κυβέρνησις έχη τι να μοι αναγγείλη, δύναται να πράξη τούτο εγγράφως ή διά διαγγελέως. «Θέλω να παραλάβω τον επίσκοπον Αμβρόσιον και τους δύο άλλους νέους επισκόπους», λέγει ο Ποπώβ. Τω απάντησα ότι ο επίσκοπος ασθενεί σήμερον και ότι αύριον, εάν αναρρώση, θα έλθη μόνος εις το Διοικητήριον. Όσον δ' αφορά τους δύο άλλους κληρικούς, ούτοι είναι καθηγηταί των θρησκευτικών μαθημάτων. Ο Ποπώβ ανεχώρησεν εκ της Μητροπόλεως, αλλ' οι στρατιώται παρέμειναν εν τη θύρα εις μηδένα επιτρέποντες την είσοδον. Αυτόχρημα κάθειρξις ημών...».

Σχόλια