Άγιος Κάρπος ο Απόστολος από τους Εβδομήκοντα
Καρπούς ενεγκών, Κάρπε, δεκτοὺς Κυρίῳ,
Φέρεις καθ’ ώραν την τελευτήν ως τρύγην.
Εικάδι έκτῃ Κάρπος απὸ χθονός ίπτατο μακρής.
Εβδομήκοντα Απόστολοι κατά την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ή Εβδομήκοντα Μαθητές κατά την Δυτική Εκκλησία φέρονται στην Χριστιανική Θρησκεία και παράδοση οι επιπλέον των Δώδεκα Αποστόλων, εβδομήντα μαθητές - Απόστολοι που επέλεξε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Κεφ.ι' 1-16).
Ο Απόστολος Κάρπος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Νέρωνα (52 μ.Χ.), και συναριθμείτε με τους εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου. Επίσης, ήταν συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου και απ’ ότι μαθαίνουμε από τη Β’ προς Τιμόθεον επιστολή του (δ’ 13), εργάσθηκε για τη διάδοση του Ευαγγελίου στην Τρωάδα. Έπειτα, έγινε επίσκοπος στη Βάρνα της Θράκης (ο δε Σ. Ευστρατιάδης, αναφέρει Βέρροια της Θράκης), όπου με την αγία του ζωή και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, έγινε πνευματικός αστέρας πρώτου μεγέθους και φώτισε με τις θείες διδασκαλίες του όλη την επικράτεια της επισκοπής του.
Στο έργο του ο Κάρπος υπέστη πολλούς πειρασμούς και θλίψεις, που τις αντιμετώπισε με μεγάλη γενναιότητα και υπομονή. Δε φοβόταν τους πόνους και τις κακοπάθειες, αλλά έμπαινε δυναμικά στη μάχη, χωρίς να υπολογίζει το θυμό και την οργή των τυράννων. Είχε κατασταλάξει μέσα του ο λόγος του Κυρίου: «ἐν τῷ κοσμῷ θλίψιν ἔξετε» (Ευαγγέλιο Ιωάννου, ιστ’ 33.). Δηλαδή, εφόσον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχετε θλίψη. Ο δρόμος για την ένωση με τον Κύριο δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με δοκιμασίες, που με συνεχή αγώνα πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε, σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του.
Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, σε επιστολή του προς τον μοναχό Δημόφιλο, του διηγείται το εξής περιστατικό που φανερώνει την φιλανθρωπία του Θεού προς τους αμαρτωλούς. Ο απόστολος Κάρπος, εκ των Εβδομήκοντα ( Ο΄) Αποστόλων, ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου, «άνθρωπος περισσότερο από κάθε άλλον ικανό στη θεοπτία, λόγω της πολλής καθαρότητας του νου του». Ο Κάρπος είχε φτάσει σε τόσο υψηλά πνευματικά μέτρα, πού «ποτέ δεν επιχειρούσε την τέλεση των ιερών Μυστηρίων, αν προηγουμένως, κατά τις προπαρασκευαστικές ευχές, δεν τού παρουσιαζόταν κάποια ευνοϊκή θεία όραση».
Κάποτε ήταν πολύ λυπημένος διότι ένας ειδωλολάτρης είχε παρασύρει ένα Χριστιανό. Ο Κάρπος πικράθηκε και λυπήθηκε πολύ. Και ενώ είχε την πικρία αυτή, δεν προσευχήθηκε, καθώς έπρεπε να πράξει, για τους δύο αυτούς ανθρώπους και να ζητήσει τη βοήθεια του Θεού, ώστε να μπορέσει τον μεν παρασυρθέντα στην απιστία να τον επαναφέρει στους κόλπους της Εκκλησίας, τον δε άπιστο να τον προσελκύσει στην πίστη του Χριστού• ούτε πήρε την απόφαση να τους νουθετεί αδιαλείπτως και διά βίου, ώστε να τους οδηγήσει στη θεία γνώση. Αλλά, μου έλεγε, τέτοιο πράγμα δεν το είχε ξαναπάθει, δηλαδή το ότι έπεσε και κοιμήθηκε αγανακτισμένος και με την πικρία στην ψυχή του.
Τα μεσάνυχτα σηκώθηκε να προσευχηθεί, κατά τη συνήθειά του, όμως κατά την ώρα αυτή της προσευχής του στενοχωρούνταν, χωρίς να πρέπει, και δυσανασχετούσε συλλογιζόμενος ότι δεν ήταν δίκαιο να ζουν άνθρωποι άθεοι, που διαστρέφουν τις άγιες και ορθές οδούς του Κυρίου. Σκεπτόμενος δε αυτά, ζήτησε από τον Θεό να ρίξει κεραυνό και να εξολοθρεύσει και τους δύο αποστάτες.
Ενώ όμως έλεγε αυτά, είδε το εξής όραμα: Το σπίτι σχίσθηκε στα δύο, από τη μια στέγη μέχρι κάτω. Ο ουρανός άνοιξε και είδε τον Χριστό περιστοιχιζόμενον από άπειρους Αγγέλους. Ταυτοχρόνως όμως, κυττάζοντας προς τα κάτω, είδε στο έδαφος να ανοίγεται ένα πελώριο χάσμα, βαθύ και σκοτεινό. Στο χείλος του χάσματος είδε τους δύο εκείνους ανθρώπους, για τους οποίους είχε ζητήσει την άμεση εξόντωσή τους. Οι άνθρωποι αυτοί, τρομαγμένοι και ελεεινοί, κινδύνευαν να πέσουν μέσα στο χάσμα από στιγμή σε στιγμή.
Εν τω μεταξύ έβλεπε να ανεβαίνουν από το χάσμα φίδια, τα οποία δάγκωναν τους δύο εκείνους ανθρώπους, τους χτυπούσαν με τις ουρές τους και προσπαθούσαν να τους ρίξουν μέσα στο απύθμενο βάραθρο. Ο Κάρπος, από το άλλο μέρος, λυπόταν και αδημονούσε και ευχόταν να πέσουν οι άνθρωποι εκείνοι το γρηγορότερο μέσα στο χάσμα. Προσπάθησε μάλιστα και ο ίδιος να τους σπρώξει για να πέσουν. Επειδή όμως δεν μπόρεσε, γι’ αυτό άρχισε να τους καταριέται.
Σηκώνοντας πάλι τα μάτια του στον ουρανό, είδε τον Χριστό να σηκώνεται από τον Θρόνο Του, να κατεβαίνει στο στόμιο του χάσματος και να απλώνει το χέρι του στους δύο ανθρώπους. Το ίδιο έκαναν και οι Άγγελοι, άλλοι βοηθούσαν τον ένα και άλλοι βοηθούσαν τον άλλον.
_Τότε ο Κάρπος είδε τον Χριστό να απλώνει το χέρι του προς αυτόν και να του λέγει:
– Χτύπα, λοιπόν, Κάρπε εμένα, διότι εγώ είμαι έτοιμος να πάθω πάλι, προκειμένου να σωθούν οι άνθρωποι. Και θα το έκανα μάλιστα ευχαρίστως, εάν η δεύτερη αυτή ενσάρκωσή μου δεν θα γινόταν αφορμή να αμαρτήσουν και πάλι οι άνθρωποι, σταυρώνοντάς Με. Σκέψου, όμως, αν συμφέρει και σένα να αλλάξεις συντρόφους και από τη συντροφιά του Θεού και των αγαθών και φιλανθρώπων αγίων Αγγέλων να έχεις τη παντοτινή συντροφιά των φιδιών και των δαιμόνων»
Ο Άγιος Κάρπος πέθανε ειρηνικά, φωτίζοντας με το παράδειγμά του πολλούς ανθρώπους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Κάρπε, πρέβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείας χάριτος, τῇ κοινωνίᾳ, ἐκοινώνησας, δεσμῶν τῷ Παύλῳ, θεομακάριστε Κάρπε Ἀπόστολε, καὶ κοινωνοὺς θείας δόξης ἀνέδειξας, τοὺς δεξαμένους τὸ φέγγος τῶν λόγων σου. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καρποφόρος πέφηνας, τῇ μυστικῇ γεωργίᾳ, ὡς κλεινὸς Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης τοῦ Λόγου· ὅθεν σου, ὁ τῶν ἀγώνων καρπὸς ὁ θεῖος, κάρπωμα, τερπνὸν προσήχθη τῷ Παντεπόπτῃ· ὃν ἱκέτευε ἀπαύστως, Κάρπε θεόφρον, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν τοῦ Παρακλήτου, Κάρπε πάνσοφε εἰσδεδεγμένος, τοὺς σκοτισθέντας ἀγνωσίᾳ ἐφώτισας, καὶ μεταστὰς πρὸς τὰ ἄνω βασίλεια, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων παρίστασαι, ἐξαιτούμενος, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἑκάστοτε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Μεγαλυνάριον
Παύλῳ τῷ θεόπτῃ διακονῶν, διάκονος ὤφθης, μυστηρίων πνευματικῶν, ὧν διαπορθμεύων, τοῖς θέλουσι τὴν χάριν, θαυμάτων ἀναβλύζεις, ὦ Κάρπε χάριτας.
Σχόλια