Translate

Το ξίφος στην Αρχαία Ελλάδα

Ο ξίφος ήταν αρχαίο ελληνικό όπλο. Ήταν το κύριο πολεμικό όπλο σε συνδυασμό με το δόρυ και το ξυστόν. Τον χρησιμοποιούσαν τόσο σε κάθετο όσο και σε οριζόντιο χτύπημα. Από τον ξίφο εξελίχτηκε το Gladius των Ρωμαίων.

Γενικά
Λίγα αρχαιολογικά ευρήματα υπάρχουν μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την περιγραφή του λεξικού του George Cameron Stone, ο κλασσικός ξίφος ήταν δίκοπο σπαθί με λάμα μήκους 50-60 εκατοστών, ενώ οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν και μικρότερα, μήκους 30 εκατοστών κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων. Η διατομή του έχει σχήμα ελλείψεως ή ρόμβου. Το πλάτος της λάμας κυμαινόταν με το μέγιστο πλάτος στα δύο τρίτα του μήκους της λάμας, ενώ η μύτη του ήταν πολύ αιχμηρή..

Οι πρώτοι ξίφοι ήταν κατασκευασμένοι από μπρούντζο, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκε σίδηρος.
Η αρχαία ελληνική κοπίς ή κοπίδα (απο την λέξη κόπτω), ήταν ένα απο τα κύρια όπλα των Ελλήνων, όπως του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην αρχαιότητα.

Το χαρακτηριστικό της κοπίδος είναι η καμπυλωτή ασυμμετρική της λεπίδα. Η δομή της δημιουργούσε μια επιπλέον ώθηση παρόμοια με αυτήν ενός πέλεκυ(τσεκουριού), διαφέροντας όμως ως προς το κέντρο βάρους (το κέντρο βάρους της κοπίδος βρίσκεται περίπου στην μέση της κάτω καμπύλης της, ενώ του πέλεκυ στην κεφαλή του) και χρησίμευε στο να σπάζει ασπίδες και να τεμαχίζει τους εχθρούς.

Επιπλέον, η χειρολαβή της κοπίδος είναι δομημένη έτσι ώστε το χέρι του οπλίτη να «φωλιάζει» μέσα σε αυτήν, μην επιτρέποντάς το να γλιστρήσει απο την θέση του.

Η κοπίδα υπήρξε προτότυπο για μεταγενέστερα όπλα άλλων λαών όπως για παράδειγμα η Αιγυπτιακή Khοpesh ή η Ιβηρική Falcata.


Ο Ξιφός με σιδερένιο προστατευτικό και μέρος της θήκης του, από το αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης.
Ιστορικό
Κατά την περίοδο της Αρχαιότητας το ξίφος συντρόφευε τους Ελληνες στρατιωτικούς όλων σχεδόν των κατηγοριών (οπλίτες, πελταστές, τοξότες, πεζούς, ιππείς κ.ά.). Αν και όλοι οι πολεμιστές διέθεταν ένα τέτοιο, το ξίφος δεν αποτελούσε το κύριο όπλο μάχης ούτε κατάφερε ποτέ να εκτοπίσει το δόρυ από την πρωτοκαθεδρία των επιθετικών όπλων και την προτίμηση των μαχητών.
Μυκηναϊκά σπαθιά. Επάνω και στο μέσο: ξίφος, κάτω: κοπίδα

Οι κάτοικοι του ελληνικού χώρου κατασκεύασαν και χρησιμοποίησαν ξίφη από πολύ παλιά, πιθανώς από τα πρώτα χρόνια της εποχής του μετάλλου (για τον ελλαδικό χώρο περί το 3000 π.Χ.). Τα ξίφη που αναπτύχθηκαν ήταν αποτέλεσμα της προόδου η οποία επιτεύχθηκε στην τέχνη της επεξεργασίας των μετάλλων (χαλκού, ορείχαλκου, σπανιότερα σιδήρου εκείνη την εποχή).

Αρκετά χρόνια αργότερα, κατά την εποχή του Τρωικού πολέμου (1194-1184 π.Χ. σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή), ο οποίος είχε συνταράξει τον ελληνικό κόσμο, συνυπήρχαν σε χρήση δύο κυρίως τύποι: το μακρύ ευθύ ξίφος, το φάσγανον (από το σφάζω) κατά τη γραμμική Β, και το κοντύτερο και νεώτερο, το άορ (από το αείρω=κραδαίνω). Τα πρώτα είχαν μεγάλο σχετικά μήκος, από 60 εκατοστά τουλάχιστον μέχρι και ένα μέτρο (!), ήταν ίσια και λεπτά.

Η κόψη τους ήταν λογχόσχημη (θύμιζε δηλαδή κοντάρι, λόγχη) και κατασκευαζόταν με κεντρική νεύρωση ως προς τον διαμήκη άξονα, προσδίδοντάς τους μεγαλύτερη αντοχή σε περίπτωση χρήσης του όπλου σε κρούση.

Η λεπίδα ήταν κοφτερή και στις δύο άκρες (ήταν άμφυκες, δηλαδή δίστομο) αλλά το μεγάλο μέγεθός τους και η ομοιότητά τους με λόγχες, παράλληλα με την προσπάθεια καλύτερης στερέωσής τους, μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι χρησιμοποιούντο κυρίως για νυκτικά (όπως χρησιμοποιούνται οι λόγχες) πλήγματα.

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι σε περίπτωση ανάγκης δεν θα το χρησιμοποιούσαν και για θλαστικά κτυπήματα, όπως κυρίως χρησιμοποιούνται τα ξίφη, τότε όμως ήταν υπαρκτό το ενδεχόμενο να σπάσει στην ίδια τη λάμα ή να αποχωριστούν τα μέρη του (λεπίδα και λαβή) από πιθανή ισχυρή κρούση.

Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό τους και ταυτόχρονα τρανή απόδειξη της προηγμένης μεταλλοτεχνίας του μυκηναϊκού κόσμου αποτελούν οι περίτεχνες διακοσμήσεις που έφεραν, κυρίως στη λαβή ή στα σημεία συναρμογής της λαβής με τη λεπίδα.

Γράφει σχετικά η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους: «Τα φημισμένα ξίφη των βασιλικών τάφων των Μυκηνών έχουν κατακόσμητη λαβή σκεπασμένη από χρυσά ελάσματα. Συνήθως η λαβή καταλήγει σε σχήμα μήλου ή μανιταριού στο επάνω άκρο και το κάτω μέρος της λεπίδος έχει άκρα στρογγυλά, αργότερα όμως γίνεται τετραγωνικό ή αποκτά σταυρωτή ή κερατόσχημη απόληξη.

Ίσως τα μακριά αυτά ξίφη προορίζονταν περισσότερο για επίδειξη μεγαλοπρέπειας παρά για πολεμική χρήση, μ’όλο που η λεπίδα τους ήταν αρκετά κοφτερή και κατάλληλη να εξοντώσει τον αντίπαλο. Το μήκος συχνά ξεπερνά το ένα μέτρο. Συχνά τα χρυσά ελάσματα και το ελεφαντοστούν διακοσμούνται με ωραίες παραστάσεις.

Σε ένα μήλο ξίφους τέσσερα λιοντάρια κυκλώνουν και σμίγουν το πρόσωπό τους…Η ράχη, που στην αρχή ήταν καθαρά ενισχυτική, διακοσμείται με σειρές παραστάσεων ζώων: άλογα, ζαρκάδια ή γρύπες σε ιπτάμενο καλπασμό ή με διακοσμητικά θέματα όπως μικρές ασπίδες ή σπείρες…».

Το μακρύ σπαθί μοιάζει πολύ με τις σπάθες του ιππικού της σύγχρονης εποχής και φαίνεται πως εξυπηρετούσε παρόμοιους σκοπούς. Επειδή οι Μυκηναίοι άρχοντες μάχονταν κυρίως ως αρματιστές, το μακρύ σπαθί τους ήταν απαραίτητο προκειμένου να καλύπτεται η απόσταση από το άρμα ως τον αντίπαλο πεζό ή, ακόμα περισσότερο, ως τον αντίπαλο αρματιστή. Σε τέτοια περίπτωση πρέπει να το χρησιμοποιούσαν νυκτικά, για να διατρήσουν τον θώρακα του εχθρού αξιωματούχου.

Φαίνεται πως οι θώρακες άντεχαν στα θλαστικά κτυπήματα, αφού το μεγάλο μήκος του όπλου του μείωνε την ισχύ της κρούσης. Ηταν σχετικά περισσότερο ευάλωτοι όμως στα νυκτικά πλήγματα, προπάντων σε εκείνα που καταφέρονταν υπό κατάλληλη γωνία στα λιγότερο προστατευόμενα μέρη ενός θώρακα (συνδέσεις κλπ.). Το ίδιο ίσχυε και για τη σύγκρουση πεζών, όπως θα δούμε παρακάτω.

Οι μεγάλες, σχεδόν ολόσωμες ασπίδες που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλοι, άφηναν μικρά περιθώρια επιτυχίας σε θλαστικά κτυπήματα, συνεπώς μόνο νυκτικά μπορούσαν να έχουν κάποια τύχη.

Το νεώτερης τεχνολογίας και κοντύτερο ξίφος δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε εισήχθη. Ηταν πιο μικρού μήκους, από 50 μέχρι 70 εκατοστά το πολύ, αλλά αρκετά πιο βαρύ. Το χρησιμοποιούσαν, αντίθετα από το παλαιότερο, σε διπλό ρόλο, για θλαστικό αλλά και για νυκτικό κτύπημα.

Είχε λεπίδα πλατιά σε όλο το μήκος του, εκτός ορισμένων περιπτώσεων στις οποίες η λεπίδα πλάταινε (συνεπώς βάραινε και γινόταν πιο ισχυρή) στην απόληξη, δηλαδή στην αιχμή. Τα ξίφη τέτοιου τύπου, με την ενισχυμένη αιχμή, έμοιαζαν πολύ με τις κοπίδες των κλασικών χρόνων (4ος αιώνα π.Χ.) και με τα γιαταγάνια της νεώτερης εποχής.

Το άορ θεωρείται ότι έφερε επανάσταση στον τρόπο μάχης. Οι πολεμιστές που το χρησιμοποιούσαν δεν μπορούσαν πλέον να τάσσονται κοντά σε πυκνή παράταξη, διότι τόσο η ανύψωσή του για τη διενέργεια κτυπήματος από πάνω προς τα κάτω, όσο και η κίνηση διαγώνια ή πλευρικά, δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν χωρίς επαρκή χώρο.

Μπορούσαν όμως να πετυχαίνουν με αυτό ισχυρά κτυπήματα εναντίον των αντιπάλων τους είτε αυτοί κρατούσαν ογκώδη ασπίδα είτε φορούσαν θώρακα. Το άορ ήταν αρκετά βαρύ ώστε να μην υπάρχει ικανοποιητική προστασία απέναντί του.


Το ξίφος είτε με τη μία είτε με την άλλη μορφή αποτελούσε το σταθερό όπλο όλων των πολεμιστών. Το χρησιμοποιούσαν και οι ευγενείς αλλά και οι απλοί στρατιώτες του λαού. Ωστόσο δεν ήταν αυτό που συνιστούσε το κύριο όπλο, ούτε για τους μεν ούτε για τους δε. Κύριο όπλο ήταν το δόρυ, κάτι που συνηγορεί υπέρ της ελληνικότητας των Τρώων, οι οποίοι έτρεφαν γι’ αυτό την ίδια εκτίμηση.

Εκτός από το σπαθί, πάντως, οι Ελληνες της μυκηναϊκής εποχής έφεραν και εγχειρίδιο, το οποίο χρησιμοποιούσαν συνήθως σε έσχατη ανάγκη, όταν τα άλλα όπλα τους είχαν αχρηστευθεί. Ενδεχομένως εκμεταλλεύονταν τη διατρητική ισχύ του εναντίον θωράκων, αλλά αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο από πολύ ψύχραιμους και καλά εκπαιδευμένους άνδρες, οι οποίοι το αξιοποιούσαν τη στιγμή που βρίσκονταν σε θανάσιμο εναγκαλισμό με τον θωρακισμένο εχθρό.

Σε τέτοια περίσταση επεδίωκαν να το κατευθύνουν προς τον σχετικά απροστάτευτο λαιμό του αντιπάλου, όπως παρουσιάζεται σε ανάλογες σωζόμενες παραστάσεις (για παράδειγμα σε τοιχογραφία του ανακτόρου της Πύλου, του 13ου αιώνα π.Χ.).

Εχουν διασωθεί μερικά τέτοια εγχειρίδια με πολύ ευφάνταστες διακοσμήσεις, δείγμα του πλούτου και της αισθητικής των ιδιοκτητών τους όπως και της κοινωνίας που τα θαύμαζε. Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο εκτίθενται τέσσερα πολύ κομψά εγχειρίδια, τα οποία φέρουν εντυπωσιακής ομορφιάς ένθετη διακόσμηση.

Στο πρώτο από αυτά εικονίζεται σκηνή φύσης με πουλιά κοντά σε ποτάμι και ένα αιλουροειδές που τους επιτίθεται. Στο δεύτερο βλέπουμε λιοντάρια σε καλπασμό, στο τρίτο σπείρες και ρόδακες και στο τέταρτο διάφορα θαλασσινά είδη. Πιο εντυπωσιακή όμως και πολύ διδακτική για τους μεταγενέστερους, είναι η σκηνή κυνηγιού λιονταριού που εικονίζεται σε ένα πέμπτο εγχειρίδιο το οποίο ανακαλύφθηκε στον ταφικό περίβολο των Μυκηνών και χρονολογείται από τον 16ο αιώνα.

Σε αυτό τέσσερις άνδρες ντυμένοι μόνο με περιζώματα (ελαφρά ρούχα γύρω από τη μέση, ως τους μηρούς), οπλισμένοι κατά σειρά, με οκτώσχημη ασπίδα και δόρυ, με πυργόσχημη ασπίδα και δόρυ, με τόξο και με οκτώσχημη ασπίδα και δόρυ, αγωνίζονται εναντίον ενός μεγάλου λιονταριού το οποίο έχει ήδη καταβάλει έναν πέμπτο κυνηγό.

Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους σχολιάζει: «…Τα εγχειρίδια, ως βασιλικά όπλα, ήταν τα πιο κομψά από όλα, και, όπως αποδείχτηκε, συχνά βρίσκονταν στα χέρια βασιλισσών και πριγκιπισσών. Σε μερικά από αυτά η μεταλλοτεχνία κατόρθωσε με την εγκολλητική τέχνη να γίνει πραγματική μεταλλοζωγραφική. Στην πλατειά ράχη εικονίζονται ολόκληρες σκηνές.

Ηταν μια τεχνική πραγματικά αξιοθαύμαστη. Χρησιμοποιώντας νίελο, κράμα δηλαδή μολύβδου, αργύρου, θειαφιού και βόρακος, οι καλλιτέχνες απέδωσαν τόνους μεταλλικών χρωμάτων. Οι σκηνές που συχνά απεικονίζουν αγωνιστικά θέματα καταπλήσσουν με τον δυναμισμό, την κίνηση και τη χάρη τους…».

Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν τον Τρωικό πόλεμο οι μυκηναϊκές χώρες και ο πολιτισμός τους κατέρρευσαν κάτω από τα κτυπήματα των Δωριέων ή Ηρακλειδών ή λαών της θάλασσας, οι οποίοι εισέβαλαν από τον Βορρά (κατά την παλαιότερη εκδοχή), από τη θάλασσα (σύμφωνα με νεώτερες εκδοχές) ή δεν ήταν εισβολείς αλλά απλοί εσωτερικοί επαναστάτες (εκδοχή που υποστηριζόταν κατά τη δεκαετία του 1980 αλλά σήμερα δεν ακούγεται πλέον). Από όπου και αν προήλθαν οι νέοι κυρίαρχοι επικράτησαν, διότι εκτός των άλλων φαίνεται πως διέθεταν αποτελεσματικότερο εξοπλισμό, από σίδηρο και όχι από ορείχαλκο.

Αν και παρεμβάλλεται μεγάλο χρονικό διάστημα (από τον 10ο μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ.) για το οποίο οι πληροφορίες μας είναι περιορισμένες, θεωρείται πιθανότερο οι εξελίξεις στην πολεμική τέχνη και οι νέες μέθοδοι μάχης που επικράτησαν εκείνη την περίοδο (συγκρούσεις σε πυκνή παράταξη, οπλιτικές φάλαγγες) να μην ήταν κάτι εντελώς καινούργιο αλλά το αποτέλεσμα ευρύτερων διεργασιών και τεχνολογικών επινοήσεων των «σκοτεινών» χρόνων οι οποίοι προηγήθηκαν.

Τα ξίφη εκείνης της περιόδου αποτελούσαν κατά πάσα πιθανότητα σχεδιαστική εξέλιξη από το άορ, το οποίο κατασκευαζόταν πλέον από σίδηρο ή από κράματα που το καθιστούσαν στιβαρότερο. Επειδή το χρησιμοποιούσαν καταρχάς οι μαχητές της φάλαγγας, οι οπλίτες, το νέο ξίφος φαίνεται πως ήταν αρκετά μικρότερο σε μήκος. Οι άνδρες αυτοί είχαν ως βασικό όπλο το δόρυ και μόνο επικουρικά, όταν το δόρυ έσπαζε, τραβούσαν τα σπαθιά και μάχονταν εκ του σύνεγγυς.

Σε τέτοια περίπτωση, αφού η μια παράταξη βρισκόταν σε στενή επαφή με την άλλη (κατά τη φάση του ωθισμού) και συνεπώς οι άνδρες ήταν ο ένας ασφυκτικά κοντά στον άλλο και ο χώρος πολύ περιορισμένος, υπήρχε ανάγκη για ένα όπλο το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά, τραυματίζοντας στα τρωτά σημεία τον θωρακισμένο αντίπαλο, που βρισκόταν σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο…

Για να μπορεί να καλύπτει αυτές τις ανάγκες το ξίφος έγινε κοντύτερο μεν και μάλλον βαρύτερο (για να είναι πιο εύκολο στην ανάσυρση από τη θήκη αλλά και στη χρήση) αλλά διατήρησε τη διπλή του ιδιότητα, προκειμένου να χρησιμοποιείται και για νυκτικά πλήγματα (που ήταν και τα πιο συχνά στις συνθήκες μάχης της φάλαγγας) και για κρουστικά (τα οποία ήταν εξαιρετικά δύσκολα κατά τις φάσεις του ωθισμού αλλά πολύ εύκολα κατά τη φάση που η αντίπαλη παράταξη άρχιζε να κάμπτεται και τα δόρατα είχαν πλέον σπάσει).

Για τους ίδιους λόγους διαμορφώθηκε ανάλογα και το κράτημα του όπλου. Αυτό φερόταν σε δερμάτινη (συνήθως) ή μεταλλική (σπάνια) θήκη, η οποία κρεμόταν με δερμάτινο λουρί (τελαμώνα) από τον δεξιό ώμο προς την αριστερή πλευρά της μέσης. Το όπλο εκρατείτο σε ψηλή σχετικά θέση, στο ύψος του στέρνου και όχι της μέσης, όπως γινόταν αργότερα. Ετσι ο κάτοχός του μπορούσε να το σύρει ευκολότερα και ταχύτερα, κατά την κρίσιμη φάση που το δόρυ του χανόταν και έμενε προς στιγμήν άοπλος.

Ένας οπλίτης φάλαγγας τη στιγμή της στενής επαφής με τους αντιπάλους το μόνο που μπορούσε να πράξει ήταν να τραβήξει με το ελεύθερο δεξί του χέρι (που πριν κρατούσε σε ψηλή λαβή το δόρυ) το σπαθί του, ενώ με το αριστερό του χέρι, κρατώντας πάντα την ασπίδα του, έσφιγγε τη θήκη του σπαθιού πάνω στο στέρνο του, ώστε να απελευθερωθεί εύκολα το όπλο.

Στη συνέχεια με αυτό προσπαθούσε να καταφέρει νυκτικό πλήγμα στα απροστάτευτα σημεία του εχθρού, δηλαδή πάνω ή κάτω από την ασπίδα του ή και ανάμεσα σε αυτές αν υπήρχε τέτοια δυνατότητα.

Στους θωρακισμένους πολεμιστές εκείνης της εποχής τέτοια πλήγματα, τα οποία αναγκαστικά καταφέρονταν από πολύ μικρή απόσταση και συνεπώς με περιορισμένη ισχύ, δεν μπορούσαν να τραυματίσουν σοβαρά, εκτός αν έπλητταν απροστάτευτα μέρη (ηβική περιοχή, γεννητικά όργανα, λαιμό).

Το ίδιο συνέβαινε όταν οι φάλαγγες χαλάρωναν και η μάχη λάμβανε πιο ρευστό χαρακτήρα, οπότε οι σπαθοφόροι οπλίτες επεδίωκαν να κτυπήσουν, κυρίως με κρούση και σπανίως με νύξη, το κεφάλι ή το σώμα του εχθρού.

Η θωράκιση όμως περιόριζε και τότε την αποτελεσματικότητα των κτυπημάτων, προπάντων των κρουστικών. Η διαπίστωση του συγκεκριμένου μειονεκτήματος του όπλου οδήγησε στην αναζήτηση και τελικά στην κατασκευή ενός ισχυρότερου ξίφους.

Το νέο όπλο, η μάχαιρα, δεν ήταν πλέον αμφίστομο: είχε χάσει τη δυνατότητά του αυτή προς όφελος της αύξησης της ισχύος κρούσης από το ένα μέρος του. Είχε διογκωθεί μονόπλευρα, είχε βαρύνει κι έτσι έπεφτε με μεγαλύτερη ισχύ πάνω στις θωρακίσεις και στα σώματα.

Η δυνατότητα νύξης διατηρείτο αλλά μάλλον με μειωμένη αποτελεσματικότητα. Επιπλέον το νέο όπλο είχε το πλεονέκτημα να απαιτεί μικρότερη προσπάθεια για την εκμάθηση της χρήσης του, επειδή το βάρος έπεφτε στην ικανότητα κρούσης παρά στην προσεκτική, επιτηδευμένη ικανότητα νύξης.

Η μάχαιρα, αν και αντίστοιχά της υπήρχαν και κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, δεν φαίνεται να προήλθε από εργαστήρια της μητροπολιτικής χώρας. Μάλλον εισήχθη κατά τον 6ο αιώνα από τη Δύση (στην Ιταλία έχουν εντοπιστεί δείγματά της από τον 8ο αιώνα π.Χ.). Οπωσδήποτε οι ανάγκες που επέβαλαν την εισαγωγή του όπλου αυτού υπήρχαν και στη μητρόπολη και στη Μεγάλη Ελλάδα, έτσι δεν έχει τόση σημασία πού πρωτοχρησιμοποιήθηκε. Σημασία έχει ότι ήταν χρησιμότατο, διαδόθηκε γρήγορα και αποτέλεσε τον δεύτερο τύπο ξίφους που χρησιμοποιούσαν οι στρατοί εκείνης της περιόδου.

Η χρήση και των δύο ειδών αναδεικνύεται πλήρως από τις σωζόμενες απεικονίσεις. Στις αττικές αγγειογραφίες του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. τα ξίφη τα οποία εμφανίζονται διακρίνονται στις δύο περιγραφείσες κατηγορίες.

Στην πρώτη παριστάνεται το ευθύ ξίφος, κοφτερό και διατρητικό, του οποίου η αμφίστομη λεπίδα είχε συνήθως σχήμα φύλλου δένδρου και μήκος, γενικά, μεγαλύτερο του πήχυ του χεριού εκείνου ο οποίος το έφερε. Σιδερένιο ξίφος τέτοιου τύπου που βρέθηκε στη Δωδώνη, χωρίς το μεγαλύτερο μέρος της λαβής του, είχε μήκος 58 εκατοστά.

Το καλύτερα διατηρημένο από όλα όσα έχουν βρεθεί σε ανασκαφή στην Ολυμπία είχε μήκος 68 εκατοστά, υπολογίζεται δε ότι το αρχικό του μήκος πρέπει να ήταν περί τα 80 εκατοστά. Το δεύτερο είδος ξίφους ήταν επίμηκες, κοφτερό, στο ίδιο περίπου μήκος, με καμπύλη λεπίδα μονόπλευρης κόψης. Ο Ξενοφών το αποκαλεί μάχαιραν και συνιστά τη χρήση του από το ιππικό.

Παρά τη συμβουλή του ειδικού, οι αγγειογραφίες εμφανίζουν συχνά τη μάχαιρα να χρησιμοποιείται και από το πεζικό, αλλά στη μάχη εκ του συστάδην των οπλιτών το ευθύ διατρητικό ξίφος είναι λογικό να ήταν περισσότερο σε χρήση. Σε μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση, στην οποία εικονίζεται αυτό το είδος να χρησιμοποιείται από πεζό οπλίτη, ένας Ελληνας οπλίτης με πλήρη εξοπλισμό παριστάνεται να έχει καταβάλει Πέρση πολεμιστή.

Εκτός των αττικών αγγείων και μερικών άλλων ευρημάτων στην ελληνική γη υπάρχουν αρκετά είδη ξίφους σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπου είχε φθάσει η ελληνική πολεμική τέχνη και τεχνική. Στο Καμποβάλανο της Ιταλίας βρέθηκαν μερικά σπουδαία δείγματα εκείνης της περιόδου (ίσια, με φυλλόσχημη λεπίδα και μήκος 60 περίπου εκατοστών), άριστα διατηρημένα, μαζί με τις μεταλλικές θήκες τους. Στις ετρουσκικές απεικονίσεις είναι εμφανής η χρήση και η θέση του ξίφους στον εξοπλισμό του οπλίτη.

Η ιδιαιτερότητα του Λακωνικού ξίφους

Την ίδια εποχή οι ειδήμονες της οπλιτικής μάχης, οι Σπαρτιάτες, φαίνεται να ακολουθούν δική τους, ξεχωριστή, κατεύθυνση, αν και όχι σημαντικά διαφορετική ώστε να αποδίδει έναν τρίτο τύπο ξίφους.

Για τη μάχη εκ του συστάδην ανάμεσα σε φάλαγγες οι Σπαρτιάτες εξοπλίζονταν καταρχάς όπως οι άλλοι Ελληνες, αλλά αντί για το σύνηθες σπαθί έφεραν ένα μικρού μεγέθους (μήκους 30 περίπου εκατοστών), ώστε πολλοί νεώτεροι συγγραφείς να μιλούν για εγχειρίδια και όχι για ξίφη. Ορθότερο πάντως είναι να μιλάμε για κοντό ξίφος, διότι το σχήμα του με τη φυλλοειδή λεπίδα και το ζύγισμά του αντιστοιχούν σε κάτι τέτοιο και όχι σε απλό εγχειρίδιο.

Οι λόγοι που οδήγησαν τους πολεμιστές της Λακεδαίμονος να χρησιμοποιούν όπλα τέτοιου μεγέθους δεν είναι πλήρως διευκρινισμένοι. Μάλλον πρέπει να υπήρχε η εκτίμηση περί της αποτελεσματικής χρήσης του κατά τη φάση του ωθισμού, οπότε χρειαζόταν ένα μικρό, «πονηρό» όπλο, για να καταβάλει τους συνωθούμενους πολεμιστές.

Ο Μ. Καμπούρης το θεωρεί «…μια έκδοση για μικρές αποστάσεις, πυκνούς σχηματισμούς και επιδέξια χέρια. Κατάλληλο μόνο για νηκτικά πλήγματα και όχι για μονομαχία, επέτρεπε μεγάλη ακρίβεια στη χρήση, ακόμη και από εξαιρετικά πυκνές παρατάξεις, κάτι που γινόταν δυσχερές για τα κανονικού μήκους ξίφη.

Το μικρό μήκος αξιοποιούσε όλη την επιδεξιότητα του χρήστη σε συνθήκες μεγάλης πυκνότητας, όπως συνέβαινε κατά τον ωθισμό ή ελάχιστα μετά από αυτόν, ενώ προσέφερε μεγάλη ισχύ πλήγματος και μικρούς κινδύνους θραύσης».

Η βραχύτητα των ξιφών των Σπαρτιατών είχε γίνει αντικείμενο πολλών ανεκδότων κατά την αρχαιότητα. Όταν ο διάσημος Αθηναίος ρήτορας Δημάδης είπε στον Λακεδαιμόνιο βασιλιά Αγι ότι τα λακωνικά ξίφη ήταν πολύ αγαπητά στους ταχυδακτυλουργούς, διότι λόγω του μικρού μεγέθους τους μπορούσαν εύκολα να τα καταβροχθίζουν, ο Αγις του απάντησε περήφανα ότι οι Σπαρτιάτες πλησιάζουν τον εχθρό με αυτά τα ξίφη…

Ο Λακεδαιμόνιος στρατηγός και διπλωμάτης Ανταλκίδας απάντησε ως εξής στην ερώτηση γιατί οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν τόσο κοντά ξίφη: «Διότι πολεμούμε κοντά με τους εχθρούς μας». Μια Σπαρτιάτισσα μητέρα, προς την οποία παραπονέθηκε ο πολεμιστής γιος της, τού αποκρίθηκε: «Να προσθέσεις στο ξίφος σου ένα βήμα σου προς τα εμπρός…». Ακόμα και ο Πλούταρχος μίλησε για τη βραχύτητα των σπαρτιατικών ξιφών και την ανδρεία που τη δικαιολογούσε σε πολλά γνωμικά του, κατά τον 2ο αιώνα π.Χ.

Εκτός της χαρακτηριστικής τους βραχύτητας τα σπαρτιατικά ξίφη χαρακτηρίζονταν και από την πολύ απλή τεχνοτροπία και την απουσία διακοσμήσεων. Ως προς την ονομασία τους όμως έχουν δημιουργηθεί διαφωνίες και ερωτηματικά. Ενώ οι αρχαίοι συγγραφείς κατέγραφαν συχνά τον ξύελον ως το σπαθί των Σπαρτιατών, στα κείμενα ορισμένων λεξικογράφων ο «ξύελος» ή «ξυήλη» περιγράφεται ως «μικρό ξίφος καλούμενο δράπανον».

Αν η χρησιμοποιούμενη ονομασία ήταν δράπανο, είναι πιθανό ο χαρακτηρισμός «ξύελος» να σημαίνει απλώς το υλικό κατασκευής του όπλου, το οποίο χρησιμοποιείτο σίγουρα σε στρατιωτικές ασκήσεις.

Ωστόσο ακόμα και στην περίπτωση που επρόκειτο για ένα απλό ξύλινο ξίφος, αυτό φαίνεται πως δεν ήταν κατάλληλο μόνο για τα πεδία ασκήσεων. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν πολλά περιστατικά κατά την εκτέλεση εικονικών συγκρούσεων, κατά τα οποία ο ένας εκπαιδευόμενος τραυμάτιζε θανάσιμα τον άλλον.

Σε μια περίπτωση που εξιστορεί ο Πλούταρχος στα «Ηθικά» του, κατά τη μονομαχία δύο νεαρών Σπαρτιατών ο ένας έπληξε τόσο βίαια τον άλλο ώστε εκείνος έπεσε αιμορραγώντας. Αμέσως επενέβησαν όσοι παρακολουθούσαν, με πρόθεση να τιμωρήσουν τον δράστη. Όταν άρχισαν να τον κτυπούν επενέβη ο νεαρός που είχε πληγωθεί θανάσιμα λέγοντας: «Μη, προς θεού, μην το κάνετε αυτό. Δεν είναι δίκαιο, διότι και εγώ θα τον σκότωνα αν πρόφθανα να καταφέρω το κτύπημα πρώτος».

Τόσο τα σχόλια τέτοιου τύπου των αρχαίων συγγραφέων όσο και η ονομασία «ξύελος» ή «ξυήλη», δηλαδή η ξύλινη κατασκευή, ώθησαν μερικούς σύγχρονους συγγραφείς να ισχυρίζονται πως οι Λακεδαιμόνιοι χρησιμοποιούσαν και στις μάχες ξύλινα σπαθιά! Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να αντέχει στο φως της κριτικής. Καταρχάς δεν είναι βέβαιο ότι η ονομασία σημαίνει και ξύλινη κατασκευή.

Πολλές φορές οι ονομασίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή αναδεικνύουν κάτι συμβολικό. Στον στρατό της Σπάρτης υπήρχε το επίλεκτο σώμα των 300 ιππέων, οι οποίοι ακολούθησαν τον βασιλιά Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και στην αιώνια δόξα, αγωνιζόμενοι μαζί του μέχρι το τέλος.

Κανένας τους όμως δεν ίππευε. Ηταν όλοι πεζοί… Εξετάζοντας το πρόβλημα και από μια άλλη πλευρά διαπιστώνουμε ότι, όσο γενναίοι και αν ήταν οι Λάκωνες, αυτό δεν σήμαινε ότι προκαλούσαν την τύχη τους, διακινδυνεύοντας άσκοπα το μέλλον του στρατού και της πολιτείας τους.

Επιπλέον όλες οι στρατηγικές τους ήταν προσανατολισμένες στην επίτευξη του άριστου αποτελέσματος (συντριβή του αντιπάλου με ελάχιστο δικό τους κόστος), δηλαδή προς την αποτελεσματικότητα και όχι προς την ηρωική αυτοεπιβεβαίωση και την παράλογη επίδειξη θάρρους.

Ο διακεκριμένος καθηγητής της Κλασσικής Αρχαιολογίας Τζ. Αντερσον έγραψε επ’ αυτού: «Δεν έχω αναγνωρίσει τον ξύελον επί στρατιωτών σε αναπαραστάσεις των κλασσικών έργων τέχνης και έχω την γνώμη ότι δεν χρησιμοποιείτο από τους Σπαρτιάτες σε μάχες κατά την κλασσική εποχή. Σιδερένια δράπανα, αργότερα, αφιερώθηκαν από παιδιά στη θεά «Αρτεμη την Ορθία» και νομίζω ότι ο ξύελος πρέπει να ταυτιστεί με τα τελετουργικά αυτά όπλα».

Σε μια πολύ χαρακτηριστική ανάγλυφη παράσταση πάντως, η οποία βρίσκεται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, εικονίζεται ένα στιγμιότυπο των εμφυλίων πολέμων του τέλους του 5ου αιώνα π.Χ., κατά το οποίο ένας πεσμένος Σπαρτιάτης οπλίτης πραγματοποιεί χρήση του πολύ μικρού ξίφους του κατά του Αθηναίου αντιπάλου του, ο οποίος τον κτυπά σκύβοντας.

Από αυτό το μοναδικό εικονιζόμενο περιστατικό κάθε ερευνητής, ανάλογα με την προδιάθεσή του, έχει εξαγάγει διαφορετικά συμπεράσματα. Άλλος βλέπει τον πεσμένο Σπαρτιάτη να πλήττει στην ηβική περιοχή τον Αθηναίο που σκύβει πάνω του και άλλος την απεικόνιση του αθηναϊκού σφρίγους που υπερισχύει έναντι των παρακμασμένων Λακώνων… Σημειώνεται πως το ανάγλυφο, επειδή βέβαια δεν είναι τρισδιάστατο ώστε να φανερώνει την αληθινή ιδέα του καλλιτέχνη, δικαιολογεί όλες τις ερμηνείες…

Το ξίφος κατά την Αλεξανδρινή και Εληνιστική εποχή (από 4ο μέχρι 1ο αιώνα π.Χ.)

Αν και το κανονικό ξίφος των οπλιτών εξακολουθούσε να βρίσκεται σε χρήση, το πιο διαδεδομένο ξίφος αυτής της περιόδου ήταν η κοπίς (κοπίδα), εξέλιξη της γνωστής μάχαιρας με μια κόψη αλλά κυρτή πλέον λαβή, όμοια σχεδόν με τα γιαταγάνια της Επανάστασης του 1821.

Βαθμιαία, με μια διαδικασία αντίστοιχη με τις σημερινές μόδες, έγινε ιδιαίτερα αγαπητό όπλο και εκτόπισε το κλασικό ξίφος των οπλιτών. Πολύ καλά διατηρημένα δείγματα του είδους αυτού έχουν διασωθεί στην Ισπανία.

Όπως είχε διαπιστωθεί και κατά την προηγούμενη περίοδο, η μάχαιρα ήταν ιδανικό όπλο για τους ιππείς, επειδή επέτρεπε καλό κράτημα του αλόγου και ταυτόχρονα εύκολο κτύπημα, κάτι που δεν ήταν τόσο απλό με το δόρυ.

Ομοίως και η εξέλιξη της μάχαιρας, η κοπίδα, ήταν κατάλληλη προπάντων για τους έφιππους, οι οποίοι μπορούσαν με αυτή να επιτυγχάνουν ισχυρά κτυπήματα, από πάνω προς τα κάτω, σε πεζούς οπλίτες που προστατεύονταν από θωράκιση. Η κατάσταση βέβαια γινόταν πολύ σκληρή για τους τελευταίους (τους πεζούς), στην περίπτωση που οι γραμμές τους είχαν σπάσει και ήταν απομονωμένοι έναντι επερχόμενων ιππέων.

Οι ιππικές δυνάμεις της εποχής, οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες, φαίνεται πως είχαν υιοθετήσει την κοπίδα σε μεγάλη έκταση. Υποστηρίζεται μάλιστα από συγγραφείς ότι το ξίφος με το οποίο ο Μέγας Αλέξανδρος έκοψε τον Γόρδιο δεσμό ήταν τέτοιου τύπου.

Κάτι αξιοσημείωτο για εκείνη την περίοδο ήταν η ευρεία διάδοση της χρήσης του ξίφους. Οχι μόνο οι πεζοί και οι ιππείς αλλά και οι διάφοροι ψιλοί εξοπλίζονταν με ένα, κατάλληλο για την ειδικότητά τους, σπαθί.

Αυτή η εξέλιξη δικαιολογείται από τη σύνθετη μορφή που είχαν αποκτήσει τότε οι μάχες, τη μεγαλύτερη ρευστότητα και τη ραγδαία αύξηση της αξιοποίησης σημαντικών και καλοεκπαιδευμένων ιππικών μονάδων. Σε ανάγλυφα της περιόδου εικονίζονται διάφοροι τοξότες, ακόμα και Κρήτες, να διαθέτουν ξίφος.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τους πελταστές. Το σώμα εκείνο αναδείχθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Οι άνδρες του έφεραν μαζί με τα άλλα αντικείμενα (δόρυ, πέλτη, δερμάτινο θώρακα, ενδρομίδες) και ξίφος, το οποίο φαίνεται πως ήταν μεγάλου μήκους και είχε ρομβοειδή αιχμή.

Αν και ως προς τα λοιπά χαρακτηριστικά του ήταν όμοιο με το οπλιτικό ξίφος των προηγούμενων χρόνων (ήταν ευθύ, αμφίστομο, με μεγάλη δυνατότητα νύξης), μερικοί συγγραφείς είδαν σε αυτό ένα νέο όπλο, που έμοιαζε περισσότερο με την ισπανική μάχαιρα η οποία κατά τους επόμενους αιώνες θα δοξαζόταν στα επιδέξια χέρια των Ρωμαίων λεγεωναρίων.

Ο βασικός ρόλος του όπλου (κυρίως η αποτελεσματική νύξη από μακριά και λιγότερο η επιτυχής συμμετοχή σε ατομικές μονομαχίες) στηρίζει περισσότερο την αντίθετη άποψη. Επρόκειτο για ένα όπλο στηριζόμενο στο βασικό υπόδειγμα του είδους του εκείνη την εποχή, προσαρμοσμένο όμως (όπως και τα άλλα είδη των πελταστών) στις ιδιαίτερες ανάγκες και στην αποστολή του ειδικού σώματος που το υιοθέτησε και το χρησιμοποιούσε.

Οι πελταστές εμπλέκονταν σε ρευστές συγκρούσεις και πολεμούσαν και εναντίον θωρακισμένων αλλά και αθωράκιστων πεζών. Ήταν απαραίτητο, συνεπώς, να διαθέτουν ένα δεύτερο όπλο (πρώτο ήταν και γι’ αυτούς το δόρυ) το οποίο να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τόσο σε νύξη, πλήττοντας από κάποια απόσταση τον αντίπαλο, όσο και σε κρούση, συμμετέχοντας σε συμπλοκές.

Για να εξασφαλίζεται ότι και το ένα κτύπημα (το νυκτικό) και το άλλο (το κρουστικό-θλαστικό) θα ήταν αποτελεσματικά, το ξίφος των ανδρών είχε επιμηκυνθεί (για την επίτευξη νυκτικού πλήγματος από απόσταση) αλλά και ισχυροποιηθεί με το ρομβοειδές (πιο πεπλατυσμένο, άρα πιο συμπαγές) αντί του φυλλοειδούς σχήματος.

Είναι ενδεχόμενο ο στρατηγός Ιφικράτης να ήταν ο εμπνευστής και αυτής της καινοτομίας. Ο Μ. Καμπούρης χαρακτηρίζει το νέο ξίφος «…σαφώς κατάλληλο για το νέο είδος αγώνων που εξελίσσονταν σε σκληρές μονομαχίες, σε ανοικτό ή κλειστό χώρο, τόσο κατά τις τειχομαχίες, τις πολιορκίες και τις ναυμαχίες, όσο και σε εγχειρήματα σε ανώμαλο έδαφος, αλλά και μετά τη θραύση των φαλάγγων, κατά τον ωθισμό».

Κατά τα χρόνια του Φιλίππου Β’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι πολεμιστές που επάνδρωναν τη μακεδονική φάλαγγα ήταν εξοπλισμένοι και με το σύνηθες για την εποχή τους ξίφος, το οποίο όμως σπανίως είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν.

Αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε και κατά τους χρόνους μετά τον θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη (323 π.Χ.), κατά τους πολέμους μεταξύ των διαδόχων του. Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. η φάλαγγα υπέστη τροποποιήσεις, που την ισχυροποίησαν μεν όσον αφορά τη δύναμη κρούσης της αλλά κατέστησαν σχεδόν άοπλους τους μαχητές της.

Οι τελευταίοι εκτός της σάρισσας (δόρυ μήκους 6,5 μέτρων) που κρατούσαν και με τα δύο χέρια, διέθεταν πλέον ένα ξίφος μικρού μεγέθους (μήκους περίπου 40 εκατοστών) και αμφίβολης αξίας. Επιπλέον η ασπίδα τους παρέμενε μικρή όπως πριν, παρέχοντας προστασία μόνον όσο η φάλαγγα μαχόταν συντεταγμένη. Ορισμένα τέτοια μακεδονικά όπλα έχουν διασωθεί σε άριστη κατάσταση και μας επιτρέπουν να εξαγάγουμε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα.

Το ξίφος του φαλαγγίτη ήταν το μισό σε πλάτος και λίγο κοντύτερο από εκείνο που χρησιμοποιούσε ο Ρωμαίος λεγεωνάριος την ίδια εποχή. Αυτές οι εξελίξεις είχαν δραματικές επιπτώσεις κατά τα χρόνια που ακολούθησαν και κατά τις συγκρούσεις των Μακεδόνων (αλλά και των λοιπών Ελλήνων που τότε ήταν εξοπλισμένοι με όμοιο τρόπο) με τους Ρωμαίους εισβολείς, κύριο όπλο των οποίων ήταν το ισχυρό ξίφος (gladius), που το χρησιμοποιούσαν για κρουστικά – φονικά πλήγματα.

Όλες οι συντριπτικές νίκες που πέτυχαν οι κατακτητές είχαν αυτή την έκβαση (την ήττα των ελληνικών όπλων) διότι μετά τους αρχικούς τακτικούς ελιγμούς επιτυγχανόταν διάσπαση της ελληνικής φάλαγγας και μετατροπή της μάχης σε πλήθος ατομικών μονομαχιών, στις οποίες οι Ρωμαίοι, λόγω δόγματος, εξοπλισμού και αντίστοιχης εκπαίδευσης, είχαν σαφέστατο προβάδισμα.

Για την κορυφαία όλων των μαχών μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων, αυτή της Πύδνας το 168 π.Χ., ο Πλούταρχος μάς έχει αφήσει μια πολύ ζωντανή και χαρακτηριστική περιγραφή: «…Μόλις διείσδυσαν και βρέθηκαν μέσα στη φάλαγγα, άλλους τους κτυπούσαν από τις πλευρές στα γυμνά μέρη του σώματος και άλλους τους περικύκλωναν.

Έτσι η δύναμη και η κοινή προσπάθεια των Ρωμαίων αποδυνάμωσαν τη φάλαγγα, που διασπάστηκε και στις μονομαχίες και στις συμπλοκές λίγων ανδρών εκ του συστάδην οι Μακεδόνες με τα μικρά μαχαίρια τους κτυπούσαν τις στερεές και ποδήρεις ασπίδες των Ρωμαίων και με τις ελαφριές ασπίδες τους προσπαθούσαν να αποκρούσουν τα κτυπήματα των σπαθιών που είχαν εκείνοι και τα οποία από το βάρος τους και από την ορμή των κτυπημάτων διαπερνούσαν κάθε όπλο και μπήγονταν στα σώματα των Μακεδόνων».

Συγκρίνοντας τον ελληνικό με τον ρωμαϊκό οπλισμό (στα ξίφη), αρκετοί συγγραφείς υποστήριξαν την ποιοτική ανωτερότητα του δεύτερου και τη συμβολή του στην τελική επικράτηση των Ρωμαίων.

Το καταλυτικό στοιχείο όμως δεν φαίνεται να ήταν η ποιοτική διαφορά στον οπλισμό (οι ίδιοι οι Ρωμαίοι θαύμαζαν και εκτιμούσαν ιδιαίτερα την ποιότητα των ελληνικών όπλων…) αλλά το γεγονός πως κατά τις κρίσιμες μάχες (κυρίως αυτές των Κυνός Κεφαλών και της Πύδνας) η ρωμαϊκή ηγεσία πέτυχε να πραγματοποιήσει τη σύγκρουση με τρόπο που την εξυπηρετούσε, δηλαδή με διάλυση της φάλαγγας και αγώνα εκ του συστάδην, οπότε είχε και το τακτικό πλεονέκτημα.

Στις συγκρούσεις στις οποίες η ελληνική φάλαγγα δεν διασπάστηκε, οι Ελληνες ήταν και οι τελικοί νικητές (Ηράκλεια 280 π.Χ., Ασκλο 279 π.Χ. και πιθανώς Ολυμπος 149 π.Χ.), αποδεικνύοντας πως δεν ήταν το είδος του οπλισμού αλλά η κατάλληλη διοίκηση της μάχης που έδινε τη νίκη.

Σχόλια