Ωδείο Ηρώδου του Αττικού
Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, περισσότερο γνωστό ως Ηρώδειο, είναι αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο ανεγερθέν το 161 μ.Χ. στους πρόποδες του βράχου της Ακροπόλεως των Αθηνών, από τον Ηρώδη τον Αττικό, εις μνήμην της συζύγου του, Ρηγίλλης, αποβιώσασας το 160. Κατεστραμμένο, περίπου, εκατό χρόνια μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανέγερσής του, το ωδείο, στη συνέχεια, ενσωματώθηκε εντός του συστήματος οχυρώσεων της πόλης των Αθηνών. Εκ νέου ανακαλυφθέν κατά τη διάρκεια της πρώιμης νεότερης περιόδου, αποτέλεσε αντικείμενο αρχαιολογικών ανασκαφών, ενώ, παράλληλα, υπέστη εργασίες αναστήλωσης, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ των μέσων του 18ου αιώνα και των μέσων του αμέσως επόμενου αιώνα. Εμβληματική τοποθεσία του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, το ωδείο φιλοξενεί ετησίως πολιτισμικές εκδηλώσεις παγκόσμιας εμβέλειας.
Το περίφημο Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού δεσπόζει στο δυτικό άκρο της Νότιας Κλιτύος της Ακρόπολης. Ήταν το τρίτο, που κατασκευάσθηκε στην αρχαία Αθήνα, μετά το ωδείο του Περικλή, επίσης στη Νότια Κλιτύ (5ος αι. π.Χ.) και το ωδείο του Αγρίππα στην Αρχαία Αγορά (15 π.Χ.). Οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ., με χρήματα που προσέφερε ο Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης, γνωστός γόνος μεγάλης αθηναϊκής οικογένειας και ευεργέτης, σε ανάμνηση της συζύγου του Ρήγιλλας, που πέθανε το 160 μ.Χ. Δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία της κατασκευής του, αλλά είναι σίγουρο ότι αυτό συνέβη ανάμεσα στην χρονολογία θανάτου της Ρήγιλλας και το 174 μ.Χ., χρονολογία της επίσκεψης στην Αθήνα του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος αναφέρεται στο μνημείο με ιδιαίτερο θαυμασμό.
Το ωδείο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις, ήταν στεγασμένο και είχε συνολική χωρητικότητα 5.000 ατόμων. Αποτελoύσε στιβαρή κατασκευή, της οποίας, όμως, η τοιχοποιία δεν ήταν συμπαγής. Πωρολιθικές λιθόπλινθοι διαμόρφωναν τις δύο όψεις των τοίχων, ενώ το εσωτερικό ήταν γεμισμένο με ακατέργαστους λίθους. Το κοίλο ήταν ημικυκλικού σχήματος, με διάμετρο 76 μ., και είχε λαξευθεί στο βράχο. Με έναν ενδιάμεσο διάδρομο, πλάτους 1,20 μ., χωριζόταν σε δύο διαζώματα, τα οποία αριθμούσαν 32 σειρές εδωλίων κατασκευασμένων από μάρμαρο. Ο ανώτερος διάδρομος του κοίλου πιθανότατα διαμορφωνόταν σε περιμετρική στοά. Η ορχήστρα, διαμέτρου 19 μ., είχε επίσης ημικυκλικό σχήμα και ήταν στρωμένη με πλάκες από μάρμαρο. Η σκηνή ήταν υπερυψωμένη και ο τοίχος της, που έχει σωθεί σε ύψος 28 μ., διαρθρωνόταν σε τρεις ορόφους. Στο ανώτερο τμήμα του υπήρχαν αψιδωτά ανοίγματα και στο κατώτερο τρίστυλες προστάσεις και κόγχες, στις οποίες τοποθετούνταν αγάλματα, σύμφωνα με την παράδοση που ακολουθούσαν τα ρωμαϊκά θέατρα. Εκατέρωθεν της σκηνής υπήρχαν κλίμακες, που οδηγούσαν στο άνω διάζωμα του κοίλου. Μπροστά από τον εξωτερικό τοίχο της σκηνής διαμορφωνόταν μία στοά, το μετασκήνιο. Ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά και γραμμικά μοτίβα κάλυπταν τις εισόδους των κλιμακοστασίων και του μετασκηνίου. Η κατασκευή του μνημείου ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή, γεγονός που επισημαίνεται και από αρχαίες μαρτυρίες, που κάνουν λόγο κυρίως για το ξύλο κέδρου που είχε χρησιμοποιηθεί για τη στέγη. Η στέγαση του κοίλου του ωδείου, με ακτίνα μήκους 38 μ., φαίνεται ότι δεν έφερε εσωτερικά στηρίγματα, αφού δεν έχουν σωθεί ίχνη τους και αυτή η διαμόρφωση παραμένει, ακόμη και για τη σημερινή εποχή, κατασκευαστικό επίτευγμα. Στην ανατολική του πλευρά το ωδείο επικοινωνούσε με τη στοά του Ευμένη, στεγασμένο οικοδόμημα που είχε κατασκευασθεί περίπου τρεις αιώνες νωρίτερα, από το βασιλιά της Περγάμου Ευμένη (197-159 π.Χ.).
Το ωδείο καταστράφηκε το 267 μ.Χ. από την επιδρομή των Ερούλων, οι οποίοι έκαψαν και κατέστρεψαν πολλά οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας, και δεν ανοικοδομήθηκε ποτέ, όπως συνέβη σε άλλα αρχαία κτίσματα που είχαν υποστεί καταστροφές. Στα μεταγενέστερα χρόνια το ωδείο εντάχθηκε στην οχύρωση της πόλης της Αθήνας. Ο νότιος τοίχος του ενσωματώθηκε στο υστερορρωμαϊκό τείχος, που ανοικοδομήθηκε τον 3ο αι. μ.Χ., ενώ και κατά το 13ο αιώνα ο ψηλός τοίχος της σκηνής ενσωματώθηκε στο τείχος που περιέβαλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης, το λεγόμενο Ριζόκαστρο. Το 14ο αιώνα οι επιχώσεις που κάλυπταν το κατώτερο τμήμα του νότιου τοίχου του μνημείου ήταν τέτοιου πάχους ώστε να μη διακρίνονται οι είσοδοι και να χαρακτηρισθεί ως γέφυρα από τον Niccolo da Martini, Ιταλό περιηγητή. Από το ωδείο εισέβαλαν στην Ακρόπολη το 1826 ο Κ. Φαβιέρος, ο Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός, και οι στρατιώτες του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τους Τούρκους, ανεφοδιάζοντας τους πολιορκούμενους Έλληνες με τρόφιμα και πυρίτιδα. Οι ανασκαφές στο χώρο του μνημείου πραγματοποιήθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρεία και τον αρχαιολόγο Κ. Πιττάκη, και απομάκρυναν μεγάλους όγκους χώματος. Το μνημείο αναστηλώθηκε την περίοδο 1952-1953 με μάρμαρο Διονύσου και από το 1957 χρησιμοποιείται για τη διεξαγωγή καλλιτεχνικών εκδηλώσεων (συναυλίες, παραστάσεις αρχαίου δράματος κ.τ.λ.) κυρίως στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Ιστορία
Ένα επιβλητικό αρχαίο ρωμαϊκό μνημείο
Ο Ηρώδης ο Αττικός, Αρχαίος Έλληνας ρήτορας γνωστός για το μέγεθος της περιουσίας του, καθώς και για τις αγαθοεργίες και τις δημόσιες δωρεές του, χρηματοδότησε την ανέγερση του ωδείου, περίπου, κατά το 160 μ.Χ.. Παρά το γεγονός πως η ακριβής ημερομηνία ανέγερσης δεν είναι γνωστή, ωστόσο, θεωρείται βέβαιο πως η τελευταία έλαβε χώρα μεταξύ του θανάτου της Ρηγίλλης, το 160 μ.Χ., και της επίσκεψης του Παυσανία, το 174 μ.Χ.. Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού αποτελεί το τρίτο παρόμοιου είδους κτίριο το οποίο ανεγέρθηκε εντός της πόλεως των Αθηνών, έπειτα από εκείνα του Περικλέους και του Αγρίππα. Η κατάρρευση της οροφής του τελευταίου, περίπου, κατά το 150 μ.Χ., πιθανολογείται πως κατέστησε περαιτέρω αναγκαία την ανέγερση νέου κτιρίου αφιερωμένου στις μουσικές τέχνες. Παλαιότερα, στη συγκεκριμένη τοποθεσία η οποία επελέγη για την ανέγερσή του, επί των νοτιοδυτικών προπόδων της ακροπόλεως, φαίνεται πως βρισκόταν ιερό αφιερωμένο σε νύμφη, συνδεόμενη κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου με τη λατρεία της Αφροδίτης Πανδήμου.
Το μνημείο έχει χαρακτηριστεί από τον Παυσανία ως το πλέον επιβλητικό ωδείο της Ελλάδας. Από την πλευρά του, ο Φιλόστρατος έχει εκφράσει τον θαυμασμό του για την ξύλινη οροφή του, η οποία αποτελείτο από κέδρο. Παράλληλα, η συγκεκριμένη τοποθεσία, περιλαμβάνεται, επίσης, εντός της Σούδας.
Κατά τη διάρκεια της επιδρομής και της επακόλουθης λεηλασίας της πόλεως των Αθηνών από τους Έρουλους, μεταξύ του 267 και 268 μ.Χ., το ωδείο πυρπολήθηκε, περίπου, εκατό χρόνια μετά την ανέγερσή του.
Ενσωμάτωση εντός του συστήματος οχυρώσεων της πόλης των Αθηνών
Κατά τα τέλη της ρωμαϊκής περιόδου, τα ερείπια του μνημείου φαίνεται να ενσωματώθηκαν εντός του συστήματος οχυρώσεων της πόλεως, ενώ, στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, εντός ύστερης ημερομηνίας οχυρώσεως, γνωστής ως Ριζόκαστρο. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, το μνημείο ενσωματώθηκε εντός του τείχους του Σερπεντζέ, ως τμήμα του οποίου και μετατράπηκε σε προκεχωρημένο οχύρωμα. Κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν εντός του ωδείου, ανευρέθηκαν, μεταξύ άλλων, κατάλοιπα οικιών, καθώς και εκκλησίας, χρονολογούμενα από τη συγκεκριμένη περίοδο.
Καλλιτεχνική αναπαράσταση των ερειπίων του ωδείου το 1813, από τον Έντουαρντ Ντάνιελ Κλαρκ.
Εκ νέου ανακάλυψη, εργασίες αναστήλωσης και νεότερη χρήση
Σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένο, εν μέρει επιχωμένο και με την εμφάνισή του να έχει υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις, το ωδείο, πλέον, είχε καταστεί μη αναγνωρίσιμο. Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, μάλιστα, Ιταλός περιηγητής γνωστός ως Νικκολό ντα Μαρτίνι το θεώρησε ως κατάλοιπο παλαιάς γέφυρας. Το 1460, επισκέπτης της συγκεκριμένης τοποθεσίας το ταυτοποίησε ως ανάκτορο του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, καθώς και ως σχολής του Αριστοτέλη. Το 1575, ο Βυζαντινός αξιωματούχος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς ταυτοποίησε τα ερείπια του ωδείου ως σχολή του Αριστοτέλη και του Μιλτιάδη. Από την πλευρά του, κάποιος επονομαζόμενος Σιμόν Ραμπέν, κατά τη διάρκεια επισκέψεως του ιδίου στην Αθήνα το 1665, ταυτοποίησε τα ερείπια του ωδείου ως εκείνα του Αρείου Πάγου. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Άγγλος περιηγητής Ρέρναμ υπήρξε ο πρώτος ο οποίος διατύπωσε την εικασία σύμφωνα με την οποία τα συγκεκριμένα ερείπια ανήκαν σε χώρο θεάτρου. Ωστόσο, αριθμός περιηγητών όπως, μεταξύ άλλων, οι Ζακόμπ Σπον, Τζωρτζ Ουέλερ, Φραντσέσκο Φανέλλι, Ζακ-Γκιγιώμ Λεγκράν, Νίκολας Ρέβετ, Ρίτσαρντ Πόκοκ, Τζέιμς Στιούαρτ, Ζωρζ Γκιγιέ ντε Σαιν-Ζωρζ και Φράνσις Βέρνον, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ρέρναμ, οδηγήθηκαν σε σύγχυση μεταξύ των ερειπίων του Ωδείου του Ηρώδη του Αττικού και του Θεάτρου του Διονύσου. Καθώς το συγκεκριμένο μνημείο, ακόμη, δεν είχε ανακαλυφθεί, ο Ζυλιέν-Νταβίντ Λε Ρουά οδηγήθηκε, επίσης, στην ίδια σύγχυση κατά τη διάρκεια επισκέψεώς του στην Ελλάδα κατά την περίοδο μεταξύ Απριλίου 1754 και Απριλίου 1755. Παράλληλα, ο Γάλλος αρχιτέκτονας προχώρησε στη φιλοτέχνηση σχεδίων, καθώς και στην καταγραφή περιγραφών του μνημείου, εντός βιβλιογραφικού έργου του ιδίου, το οποίο και αποτελεί το πλέον γνωστό εξ'αυτών, υπό τον τίτλο Les Ruines des plus beaux monuments de la Grèce, το οποίο και εξέδωσε το 1758, έπειτα από την επιστροφή του στη Γαλλία. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, από την πλευρά του, ο Λουί-Φρανσουά Κασάς φιλοτέχνησε, επίσης, σχεδιαστικές αναπαραστάσεις του μνημείου. Πρώτη χρονικά ορθή αναφορά του ωδείου ως του Ηρώδη του Αττικού ήταν εκείνη εκ μέρους του Βρετανού αρχαιολόγου Ρίτσαρντ Τσάντλερ, ο οποίος ωστόσο, υπέπεσε σε σφάλμα ταυτοποίησης, καθώς προχώρησε στην ταυτοποίηση του μνημείου στην τοποθεσία του Ωδείου του Περικλέους.
Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, πιο συγκεκριμένα κατά την τρίτη πολιορκία της ακροπόλεως, ο συνταγματάρχης Σαρλ Νικολά Φαβιέ πέτυχε να τροφοδοτήσει με πολεμοφόδια τους πολιορκημένους Έλληνες παρακάμπτοντας το μνημείο.
Το 1849, ξεκίνησαν οι πρώτες οργανωμένες αρχαιολογικές ανασκαφές στη συγκεκριμένη τοποθεσία. Το 1856, ο Χαράλαμπος Χριστόπουλος, Υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, ξεκίνησε ευρείας κλίμακας εργασίες κατά τη διάρκεια των δύο αμέσως επόμενων ετών, τα οποία και κατέστησαν δυνατή την ανασκαφή των κερκίδων του ωδείου. Υπό τη διεύθυνση του Κυριακού Πιττάκη, οι συγκεκριμένες εργασίες επέτρεψαν, παράλληλα, την ανεύρεση αριθμού επιγραφών, οβίδας η οποία είχε χρησιμοποιηθεί κατά την πολιορκία της ακροπόλεως από τον Φραντσέσκο Μοροζίνι το 1687, καθώς και πληθώρα τέχνεργων τα οποία, κατά καιρούς, είχαν πέσει από τον ιερό βράχο. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια των ίδιων εργασιών, ανευρέθηκε, επίσης, κεφαλή γυναικείου αγάλματος.
Το 1867, έλαβε χώρα παράσταση προς τιμήν της νεοστεφθείσας βασίλισσας Όλγας. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 1920, περίπου ενάμισι χρόνο προ του θανάτου του, ο Καμίγ Σαιν-Σανς έδωσε συναυλία. Έξι χρόνια αργότερα, ο Ρίχαρντ Στράους, με τη σειρά του, έδωσε τρεις συναυλίες.
Ο Herbert von Karajan και η Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών (αργότερα έγινε Κρατική Ορχήστρα Αθηνών) στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (1939)
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, το Ηρώδειο υπέστη σημαντικές εργασίες αναστήλωσης των κερκίδων, καθώς και των εξωτερικών χώρων του, υπό την εποπτεία και διεύθυνση του Αναστάσιου Ορλάνδου, οι οποίες και επέτρεψαν, στην πορεία, την φιλοξενία μεγαλύτερου αριθμού θεατών.
Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού με φόντο τον Παρθενώνα
Η ίδρυση του Φεστιβάλ Αθηνών το 1955 κατέστησε το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού ως επίκεντρο της ελληνικής πολιτισμικής σκηνής. Από την πλευρά της, η Μαρία Κάλλας πραγματοποίησε ζωντανές εμφανίσεις στο Ηρώδειο το 1944, καθώς και το 1957. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, η Έντιθ Χάμιλτον παρουσίασε ζωντανά εντός του ίδιου χώρου μία μετάφρασή της του θεατρικού έργου Προμηθεύς Δεσμώτης του Αισχύλου. Για το συγκεκριμένο έργο της, ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Ευποιΐας, εκ των υψηλότερων τιμητικών βραβεύσεων της Ελλάδας, της απονεμήθηκε από τον βασιλέα Παύλο Α΄ της Ελλάδας.
Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού το 1960. Φωτογραφία Ray Gough
Από την πλευρά του, ο Δήμαρχος Αθηναίων την κατέστησε, επίσης, επίτιμη δημότισσα της πόλεως. Κατά τη διάρκεια του Μαΐου του 1962, ο Φρανκ Σινάτρα έδωσε δύο συναυλίες φιλανθρωπικής φύσεως στο Ηρώδειο. Παράλληλα, εντός των χώρων του ωδείου έλαβε χώρα η διαδικασία εκλογής της Μις Υφήλιος 1973. Στις 22 Αυγούστου 1976, έλαβε χώρα ζωντανή εμφάνιση της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας Ηνωμένων Πολιτειών, υπό τη διεύθυνση του Αντάλ Ντοράτι. Παράλληλα, η Νάνα Μούσχουρη πραγματοποίησε, επίσης, αριθμό ζωντανών εμφανίσεων, όπως, μεταξύ άλλων, το 1984, το 2008, καθώς και το 2014.
Το 2013, το 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας εγκαινιάστηκε στην Αθήνα το απόγευμα της Κυριακής με συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Κατά καιρούς, η σκηνή του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού έχει φιλοξενήσει αριθμό δημοφιλών καλλιτεχνών, όπως, μεταξύ άλλων, οι Sting, Yanni, Μονσεράτ Καμπαγιέ, Λάιζα Μινέλι, Έλτον Τζον, Πλάθιντο Ντομίνγκο, Νταϊάνα Ρος, Μαργκότ Φοντέιν, Λουτσιάνο Παβαρόττι, Ρουντόλφ Νουρέγιεφ, Μάρθα Γκράχαμ, Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, Χοσέ Καρρέρας, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, υπό τη διεύθυνση του Λέοναρντ Μπερνστάιν, καθώς και η Πάττι Σμιθ.
Σχόλια