Όμηρος , 9ος αιώνας π.Χ. (περ,) - 8ος αιώνας π.Χ.
Ως ουδέν γλύκιον ης πατρίδος ουδέ τοκήων γίνεται.
Είς οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης.
Ο Όμηρος είναι ίσως ο μεγαλύτερος επικός ποιητής της κλασικής εποχής. Συνέθεσε (δεν συνέγραψε, αφού τα ποιήματα αρχικά διαδόθηκαν προφορικά και γράφτηκαν αργότερα) δύο μεγάλα έργα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ενώ του αποδίδονται και άλλα, τα οποία τελούν υπό αμφισβήτηση. Μαζί με τον Ησίοδο, υπήρξε πηγή πληροφοριών για το πάνθεο των αρχαίων Ελλήνων, ενώ είναι ο πρώτος ποιητής του δυτικού πολιτισμού του οποίου τα έργα διασώθηκαν.
Προτομή του Ομήρου. Ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνιστικού πρωτοτύπου από τον 2ο αιώνα ΠΚΕ. (Βρετανικό Μουσείο
όμηρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅμηρος < ὁμοῦ + ἀραρίσκω (για πρόσωπα) όμηρος ανδρικό όνομα (για πράγματα) κάτι που κρατιέται ως εγγύηση, εχέγγυο
Οι πληροφορίες που έχουμε για τον Όμηρο. είναι ελάχιστες και αυτές ασαφείς. Τον τόπο γέννησής του διεκδικούν πολλές πόλεις όπως μας πληροφορούν οι δύο αυτοί εξάμετροι: "Επτά πόλεις μάρνανται σοφήν διά ρίζαν Ομήρου, Κύμη, Χίος, Κολοφών, Σμύρνη, Πύλος, Άργος, Αθήνη".
Ο Όμηρος ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής και ο πρώτος μεγάλος δημιουργός της ευρωπαϊκής και δυτικής λογοτεχνίας. Είναι ο ποιητής των έργων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, από τα πρώτα κείμενα της Ιστορικής περιόδου της αρχαίας Ελλάδας, γνωστών ως «Ομηρικών Επών». Η Ιλιάδα αποτελείται από περίπου 15.000 στίχους και αναφέρεται στις 51 αποφασιστικής σημασίας ημέρες του πολέμου της Τροίας, ο οποίος συνολικά διήρκεσε, σύμφωνα με τον μύθο, 10 χρόνια. Η Οδύσσεια αποτελείται από περίπου 12.000 στίχους και περιγράφει τον δεκαετή αγώνα του Οδυσσέα για τον νόστο (επιστροφή στην πατρίδα του Ιθάκη μετά την κατάληψη της Τροίας).
Η γλώσσα των κειμένων είναι η Ομηρική ελληνική, μια λογοτεχνική γλώσσα με ανάμειξη χαρακτηριστικών από την Ιωνική και την Αιολική διάλεκτο με κύρια επιρροή την ανατολική ιωνική διάλεκτο. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι αρχικά τα ποιήματα μεταδόθηκαν προφορικά.
Τα ομηρικά έπη αποτέλεσαν ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Για τον Πλάτωνα, ο Όμηρος ήταν εκείνος ο οποίος "τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν" (εκπαίδευσε την Ελλάδα). Από την κλασική αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η επιρροή των ομηρικών επών στο δυτικό πολιτισμό έχει υπάρξει μεγάλη, επιδρώντας στη δημιουργία μερικών εκ των μεγαλύτερων έργων στη λογοτεχνία, τη μουσική, την τέχνη και τον κινηματογράφο.
Το ζήτημα σχετικά με το ποιος, πού, πότε και υπό ποιες συνθήκες συντέθηκαν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. Γενικά είναι αποδεκτή η άποψη ότι τα δύο έργα γράφτηκαν από διαφορετικούς ανθρώπους. Πιστεύεται ότι αυτά τα δύο έργα συντέθηκαν κάποια στιγμή στο τέλος του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Στην κλασική αρχαιότητα κυκλοφορούσαν πολλές αναφορές σχετικά με την ζωή και το έργο του, εκ των οποίων η πιο γνωστή και δημοφιλής ήταν το ότι ήταν ένας τυφλός ραψωδός από την Ιωνία. Οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν τις αναφορές αυτές θρυλικές.
Φωτογραφία μαρμάρινης προτομής του Ομήρου στο Βρετανικό Μουσείο. Ρωμαϊκό αντίγραφο χαμένου Ελληνιστικού πρωτοτύπου του 2ου αι. π.Χ. στις Βάιες/Baiae, Ιταλίας. Ο λεγόμενος Ελληνιστικός τυφλός τύπος μπορεί να παραλληλιστεί με τις μορφές του Βωμού της Περγάμου και το πρωτότυπο ίσως δημιουργήθηκε για τη μεγάλη βιβλιοθήκη της Περγάμου.)
Αρχαίες μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του
Διαθέτουμε επτά βίους του Ομήρου, που προέρχονται από την αρχαιότητα. Η καταγωγή του φαίνεται πως ήταν από την Ιωνία και θρυλείται ότι επτά πόλεις ερίζουν για την καταγωγή του, με επικρατέστερες τη Σμύρνη και τη Χίο. Ως γονείς του αναφέρονται ο Μαίων και η Κριθηίδα και λέγεται ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Μελησιγένης, επειδή γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Μέλητα της Σμύρνης και ότι πήρε αργότερα το όνομα «Ὅμηρος», είτε επειδή ήταν τυφλός (στα Αρχαία Ελληνικά «ὡς μὴ ὁρῶν»), είτε επειδή ήταν όμηρος των Κολοφωνίων στον πόλεμο με τη Σμύρνη.
Άλλη πιθανή εκδοχή για την ετυμολογία του ονόματος ΄Ομηρος είναι η εξής : στα εβραϊκά από το ρήμα amar = αφηγούμαι, ποέρχεται η μετοχή omer= ο αφηγητής, εκέινος που αφηγείται.
Σύμφωνα με τους βίους του, περιόδευσε απαγγέλλοντας τα έργα του στις ελληνικές πόλεις, απέκτησε μεγάλη φήμη, αλλά σε ένα διαγωνισμό με τον Ησίοδο στη Χαλκίδα δεν πήρε βραβείο, επειδή προτιμήθηκε ο Ησίοδος ως ποιητής που εξυμνούσε την ειρήνη. Ως τόπος θανάτου του παραδίδεται η Ίος.
Η Αποθέωση του Ομήρου σε γλυπτό. Μαρμάρινο ανάγλυφο του Αρχίλαου της Πριήνης (3ος αιώνας π.Χ., Βρετανικό Μουσείο).
Εκτός από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, στην αρχαιότητα αποδόθηκαν στον Όμηρο και άλλα έπη του τρωικού κύκλου, αρκετοί θρησκευτικοί ύμνοι, η επική παρωδία Βατραχομυομαχία και μια κωμική διήγηση για έναν χαζό ήρωα, τον Μαργίτη. Στον Όμηρο αποδίδονται και δύο προφανώς ψευδεπίγραφα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας (VII 153 και XIV 147).
Η σύγχρονη έρευνα, και ειδικότερα όσοι δέχονται ότι ο Όμηρος μπορεί να θεωρηθεί πραγματικό πρόσωπο, τοποθετεί τη ζωή του στον 8ο αι. π.Χ. και θεωρεί πιθανό ότι ήταν Ίωνας ραψωδός, συνεχιστής μιας μακραίωνης παράδοσης ηρωικών αφηγήσεων, που συνέθεσε την Ιλιάδα γύρω στο 750 π.Χ. και την Οδύσσεια (αν όντως συνέθεσε και τα δύο έργα) γύρω στα 710 π.Χ.
Ορισμένες αρχαίες υποθέσεις για την ζωή του Ομήρου εδραιώθηκαν από νωρίς και αναπαράγονταν σε πολλά μεταγενέστερα έργα και από τον αρχαιοελληνικό λαό. Μερικές από τις πιό γνωστές φήμες που κυκλοφορούν για τον Όμηρο είναι ότι ήταν τυφλός (λαμβάνοντας ως αυτοαναφορικό ένα απόσπασμα που περιγράφει τον τυφλό βάρδο Δημόδοκο), ότι γεννήθηκε στη Χίο, ότι ήταν γιος του ποταμού Μέλη και της νύμφης Κριθέης, ότι ήταν ένας περιπλανώμενος βάρδος, ότι συνέθεσε έναν ποικίλο κατάλογο άλλων έργων, ότι πέθανε είτε στην Ίο είτε αφού απέτυχε να λύσει έναν γρίφο που του έθεσαν να λύσει κάποιοι ψαράδες. Υπάρχουν διάφορες απόψεις σχετικά με την προέλευση του ονόματος Όμηρος.
Οι δύο πιο γνωστές αρχαίες βιογραφίες του Ομήρου είναι ο Βίος του Ομήρου του Ψευδοηρόδοτου και ο Αγώνας Ομήρου και Ησίοδου.
Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. ο Αλκιδάμας συνέθεσε μια φανταστική αφήγηση ενός ποιητικού διαγωνισμού στη Χαλκίδα στον οποίο συμμετείχε ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Ο Όμηρος αναμενόταν να κερδίσει και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις και τους γρίφους του Ησίοδου με ευκολία. Στη συνέχεια, ο καθένας από τους ποιητές κλήθηκε να απαγγείλει το καλύτερο απόσπασμα από το έργο του. Ο Ησίοδος επέλεξε να απαγγείλει στον διαγωνισμό την αρχή των Έργων και Ημερών του: «Όταν οι Πλειάδες γεννήθηκαν από τον Άτλαντα... όλες στην κατάλληλη εποχή». Ο Όμηρος επέλεξε να απαγγείλει ένα απόσπασμα το οποίο μιλούσε για ένα σώμα Ελλήνων στρατιωτών, αντιμέτωποι με τον εχθρό, παρμένο από το έπος της Ιλιάδας. Αν και το πλήθος που φώναζε ανακήρυξε νικητή του διαγωνισμού αναγγελίας ποιημάτων τον Όμηρο, ο κριτής απένειμε στον Ησίοδο το βραβείο. Για τον κριτή τα έργα του Ησιόδου που υμνούσαν την κτηνοτροφία, ήταν μεγαλύτερης σημασίας από αυτά του Ομήρου που μιλούσαν για μάχες και σφαγές.
Η αποθέωση του Ομήρου (Ζαν Ωγκύστ Ντομινίκ Ενγκρ, 1827). Στα πόδια του η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.
Το ομηρικό ζήτημα
Υπό τον όρο «ομηρικό ζήτημα» ομαδοποιούνται πολλά ερωτήματα, που έχουν σχέση με την πατρότητα, τον τρόπο σύνθεσης και την καταγραφή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Ειδικότερα, έχουν τεθεί τα θέματα:
Ήταν πραγματικό πρόσωπο ο Όμηρος; Πότε έζησε, πώς συνέθεσε ή έγραψε τα έργα του και ποιά είναι αυτά;
Ποια από τα γεγονότα, τοποθεσίες και πρόσωπα, που αναφέρει ο Όμηρος έχουν ιστορικό υπόβαθρο; Μετά την ανακάλυψη των ερειπίων της Τροίας και των Μυκηνών αυτό το ερώτημα άρχισε να αποκτά μεγάλο βάρος.
Τα κείμενα, που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα είναι έργα του ίδιου ποιητή; Κάποιες υφολογικές αλλά και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων καθιστούν πιθανό το γεγονός να μην γράφτηκαν από τον ίδιο συγγραφέα, χωρίς κάτι τέτοιο να μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα.
Τα κείμενα είναι ενιαίες ποιητικές συλλήψεις ή αποτελούνται από διάφορα στρώματα; Αρκετοί έχουν υποστηρίξει ότι τα σημερινά κείμενα προέρχονται από συνένωση πολλών τμημάτων ή επέκταση παλαιοτέρων. Απέναντι σε αυτήν την «αναλυτική» θεωρία τάσσονται οι «ενωτικοί», που υποστηρίζουν ότι στο καθένα μπορεί να διακριθεί μία συνεπής λογοτεχνική σύλληψη και πραγμάτωση από ένα άτομο. Η σύγκριση με προφορικά έπη έδειξε ότι οι προφορικοί ποιητές, με τεχνικές που δεν είναι οικείες σε μια εγγράμματη κοινωνία, μπορούν να συνθέσουν και να απομνημονεύσουν ποιήματα μεγάλης έκτασης.
Από την προφορική θεωρία, προκύπτει το ερώτημα ποια ήταν η συμβολή της γραφής στη σύνθεση των ποιημάτων: καταγράφηκαν την εποχή, που συντέθηκαν κατά τη διάρκεια της απαγγελίας, υπαγορεύτηκαν από τον ποιητή ή επιβίωσαν προφορικά και καταγράφηκαν αργότερα;
Αναλυτική θεωρία
Η παρουσία κάποιων αντιφάσεων, λογικών κενών ή χασμάτων στο κείμενο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας οδήγησε στην υπόθεση ότι τα σωζόμενα κείμενα δεν είναι ενιαίες ποιητικές συλλήψεις αλλά συνένωση περισσοτέρων έργων. Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ονομάστηκαν «αναλυτικοί» και οι απόψεις του μπορούν να διαιρεθούν σε επιμέρους τάσεις.
Χειρογράφο της Ιλιάδος
Για την Ιλιάδα, μία από τις αναλυτικές θεωρίες ήταν η θεωρία της επέκτασης, που υποστηρίχθηκε κυρίως από τον Γκότφριντ Χέρμαν (Gottfried Hermann, 1772-1848) και σύμφωνα με αυτή, υπήρχε ένα παλαιό κείμενο, μια αρχική Ιλιάδα, που σταδιακά επεκτάθηκε και πήρε τη σημερινή μορφή.
Η θεωρία των ασμάτων, που αναπτύχθηκε από τον Καρλ Λάχμαν (Karl Lachmann 1793-1851), θεωρούσε την Ιλιάδα συνένωση μικρότερων επικών ασμάτων (ο Λάχμαν εντόπιζε περίπου δεκαέξι άσματα).
Συγγενική ήταν η θεωρία της συγκόλλησης, με βασικό εκπρόσωπο τον Άντολφ Κίρχοφ (Adolph Kirchoff, 1826-1908), κατά τον οποίο η Ιλιάδα δημιουργήθηκε από συνένωση μικρότερων επών. Ο ίδιος επιχείρησε ανάλογη ανάλυση και για την Οδύσσεια, για την οποία διατυπώθηκε και μια άλλη άποψη, η θεωρία του διασκευαστή, δηλαδή η άποψη ότι υπήρχε μια αρχική Οδύσσεια, που επεκτάθηκε στη συνέχεια με προσθήκες ενός διασκευαστή, που υστερούσε σε ποιητική αξία από τον ποιητή του αρχικού έργου.
Προφορικότητα και γραφή
Διαφορετική κατεύθυνση δόθηκε στην ομηρική έρευνα από τη σύγκριση με τις τεχνικές της προφορικής ποίησης. Οι Μίλμαν Πάρι και Άλμπερτ Λορντ, βασισμένοι στη διαπίστωση ότι τα δύο έπη εμφανίζουν στερεότυπες σκηνές και εκφράσεις, που συχνά επαναλαμβάνονται αυτούσιες, αξιοποίησαν τις έρευνές τους για την προφορική ηρωική ποίηση της Γιουγκοσλαβίας, για να φωτίσουν τον τρόπο σύνθεσης της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα δύο κείμενα παρουσιάζουν ανάλογη τεχνική, αφού βασίζονται σε ένα σύνολο στερεότυπων μικρότερων ή μεγαλύτερων φράσεων (λογοτύπων) και τυποποιημένων σκηνών.
Σήμερα είναι εν μέρει αποδεκτό το γεγονός ότι οι τεχνικές στις οποίες βασίστηκε η σύνθεση των δύο επών είναι οι τεχνικές της προφορικής ποίησης, όπως είχαν διαμορφωθεί τους προηγούμενους αιώνες. Η παράδοση τροφοδότησε τον ποιητή τους με μια ειδική τεχνητή διάλεκτο, με στοιχεία διαφόρων εποχών και περιοχών και πολλά συνώνυμα, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διαφορετικές μετρικές θέσεις, ένα σύνολο λογοτύπων, που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες θέσεις του στίχου, τυπικές σκηνές και τυποποιημένα ευρύτερα επεισόδια. Η συμβολή της γραφής στη σύνθεση ή την καταγραφή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι δύσκολο να καθοριστεί και έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις: μπορεί ο ποιητής να χρησιμοποίησε τη γραφή, για να κάνει ένα σχέδιο της δομής και της σύνδεσης διαφόρων επεισοδίων, ή να υπαγόρευσε σε κάποιον το ποίημα. Είναι βέβαιο ότι και τους επόμενους αιώνες τα έπη είχαν συντηρηθεί τουλάχιστον στην προφορική παράδοση και απαγγέλλονταν, αλλά δεν έχουμε απτές αποδείξεις παρά μόνον ισχυρές ενδείξεις περί του αν υπήρχε κάποιο παγιωμένο γραπτό κείμενο.
Αργυρή δραχμή με κεφαλή του Απόλλωνα αριστερά και τον Όμηρο καθήμενο δεξιά, Σμύρνη, 1ος αιώνας π.Χ.
Όπως όμως γνωρίζουμε μετά την αποκρυπτογράφησή της Γραμμικής Γραφής Β' από τον Μάικλ Βέντρις κατά τη διάλεξή του στις 23 Ιουνίου του 1953 στο Λονδίνο απεδείχθη ότι η ΓΓΒ όχι μόνον ήταν καθαρά Ελληνική γλώσσα της Μεσομινωικής περιόδου (ΜΜ) γύρω στο 1850 π.Χ αλλά απόγονος της Γραμμικής Γραφής Α' και της εικονογραφικής, περί των οποίων γνωρίζουμε αδρομερώς μόνον το «terminus ante quem» και όχι το «terminus post quem». Δεδομένου ότι κατά την ΜΜ περίοδο και έπειτα είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος ότι η Ελληνική γλώσσα ομιλείτο και εγράφετο στον χώρο του Αιγαίου 500 έως 700 χρόνια τουλάχιστον πριν τη συμβατική χρονολογία κατά την οποίαν ο Όμηρος συνέθεσε τα δύο μεγάλα του έπη. Επί τη βάσει όμως του ζητήματος της ηλικίας της Ελληνικής γλώσσης εμπλέκεται και η Δωρική διάλεκτος (δωρίς), η οποία χαρακτηρίζεται από αρχαϊσμούς οι οποίοι δεν εμφανίζονται στην Γραμμική γραφή και το ζήτημα περί της «καθόδου» ή «επιστροφής» τους στον Ελλαδικό χώρο από τον Βορρά πριν ομαλοποιηθεί στις γραμμικές γραφές.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι δεν έχει βρεθεί κάποιο κείμενο, είτε ιστορικό είτε λογοτεχνικό είτε έστω επιστολή από τη μία πόλη σε κάποια άλλη γραμμένο σε διάλεκτο προ του Ομήρου, αλλά ίσως πρέπει να θεωρήσουμε την ύπαρξή του τουλάχιστον πολύ πιθανή, καθώς οι αναλογίες με άλλους συγχρόνους τους λαούς καθιστούν πολύ πιθανό το να χρησιμοποιούσαν τη γραφή για τέτοιους σκοπούς. Άρα η επιστημονική έρευνα δεν αποκλείει, αλλά τουναντίον αποδέχεται ότι η γραφή υπήρχε στην Ελλάδα πολύ πριν την εποχή του Ομήρου με ένα κενό 400 χρόνων (1150-750 π.Χ.) μεταξύ των τελευταίων επιγραφών σε ΓΓΒ και των επιγραφών σε αλφαβητικό σύστημα. Εύλογη λοιπόν η υπόθεση ότι μπορεί να έγινε κάποια μεταγραφή όπως έχουμε βρει να γίνεται από την εικονογραφική στην Γραμμική. Μία ριζοσπαστική πλην όμως επιστημονικά ενδιαφέρουσα άποψη διατύπωσε προσφάτως ο Μπάρι Πάουελ (Barry B. Powell) στο βιβλίο του Homer and the Origin of the Greek Alphabet (Cambridge:1991) ότι δηλαδή το Ελληνικό αλφάβητο επινοήθηκε με κύριο σκοπό να καταγραφούν τα ομηρικά έπη.
Από τον 6ο αι. π.Χ. μαρτυρείται και μια επαγγελματική ένωση ραψωδών, που ονομάζονταν «ὁμηρίδες», οι οποίοι απήγγειλαν κάποια εκδοχή των επών, αλλά δεν γνωρίζουμε, αν είχαν στην κατοχή τους κάποιο γραπτό κείμενο. Σημαντική θεωρείται στο θέμα της παγίωσης του ομηρικού κειμένου η συμβολή του Πεισιστράτου, που λέγεται ότι καθιέρωσε απαγγελίες του Ομήρου στη γιορτή των Παναθηναίων με βάση ένα σταθερό κείμενο (η λεγόμενη «πεισιστράτεια διόρθωση»).
Γλώσσα και μέτρο
Το μέτρο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι ο δακτυλικός εξάμετρος στίχος. Βάση του είναι ο δακτυλικός πους, δηλαδή μια μονάδα, που αποτελείται από μία μακρόχρονη συλλαβή και δύο βραχύχρονες (που μπορεί να αντικατασταθούν από μία μακρόχρονη). Ο κάθε στίχος απαρτίζεται από έξι πόδες. Οι πέντε πρώτοι είναι δάκτυλοι και ο έκτος αποτελείται από δύο συλλαβές, την πρώτη υποχρεωτικά μακρόχρονη και τη δεύτερη αδιάφορη. Συνολικά ένας δακτυλικός στίχος μπορεί να αποτελείται από δώδεκα έως δεκαεπτά συλλαβές. Υπάρχει μια ισχυρή νοηματική παύση περίπου στο μέσον του στίχου, καθώς και άλλες μικρότερες, που χωρίζουν τον στίχο έως και σε τέσσερις μικρές νοηματικές ενότητες.
Η γλώσσα του Ομήρου είναι τεχνητή, η οποία ουδέποτε μιλήθηκε, αλλά κατανοητή απ' όλον τον ελληνόφωνο κόσμο Το υλικό της προέρχεται από διάφορες διαλέκτους και χρονικές περιόδους. Βάση είναι η ιωνική διάλεκτος όπως είχε διαμορφωθεί τον 8ο αι. π.Χ. στα παράλια της Μικράς Ασίας. Υπάρχουν ακόμη πολλά αιολικά στοιχεία αλλά και τύποι παλαιότεροι αναγόμενοι στη μυκηναϊκή εποχή. Δωρικά στοιχεία δεν υπάρχουν, ενώ κάποιοι αττικοί τύποι ενδέχεται να είναι μεταγενέστερες προσθήκες. Η ύπαρξη πολλών συνώνυμων τύπων οι οποίοι προέρχονταν από ποικίλες διαλέκτους ή περιόδους παρείχε μετρικές ευκολίες στον ποιητή, αφού ανάλογα με τη θέση του στίχου μπορούσε να χρησιμοποιήσει μία από πολλές νοηματικά ισοδύναμες λέξεις. Για παράδειγμα η προσωπική αντωνυμία σοῦ είχε ισοδύναμους τύπους τα σεῖο, σέθεν, σέο, σεῦ, τεοῖο.
Όμηρος, 1663. Έργο του Ρέμπραντ
Λογότυποι και τυπικές σκηνές
Από την προφορική επική παράδοση ο Όμηρος είχε κληρονομήσει ένα σύνολο στερεοτυπικού υλικού το οποίο προσάρμοζε ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης. Η μικρότερη τυπική μονάδα είναι οι σύντομες φράσεις, που αποτελούνται από ένα όνομα και επίθετο. Ανάλογα με τη θέση του στίχου, προκύπτουν διάφοροι συνδυασμοί όπως Παλλὰς Ἀθήνη, γλαυκῶπις Ἀθήνη, θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη. Κάποιες φορές τα τυπικά επίθετα χρησιμοποιούνται ακόμη και όταν τα νοηματικά συμφραζόμενα δεν επιτρέπουν τη χρήση τους. Μεγαλύτερης έκτασης λογότυποι χρησιμοποιούνται, για να δηλώσουν την αρχή και το τέλος μιας ομιλίας, την μετακίνηση ενός ήρωα ή τα γεγονότα των μαχών.
Εκτός από τις εκφραστικές στερεοτυπίες, υπήρχαν και τυποποιημένες ακολουθίες πράξεων, για να περιγράψουν εκτενή γεγονότα όπως η θυσία, η ικεσία, η υποδοχή ενός φιλοξενούμενου, ένα γεύμα, μία μονομαχία. Για παράδειγμα η αφήγηση μιας αριστείας, δηλαδή μιας σειράς κατορθωμάτων ενός ήρωα, βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο: αρχικά περιγράφεται ο εξοπλισμός του ήρωα, όταν αρχίζει η μάχη ο πρωταγωνιστής σκοτώνει κάποιους εχθρούς σε μονομαχίες και έπειτα επιτίθεται εναντίον του εχθρικού στρατού τον οποίο ωθεί σε φυγή. Μόλις ο ήρωας πληγώνεται, η καταδίωξη διακόπτεται, αλλά με προσευχή σε ένα θεό θεραπεύεται, επιστρέφει στη μάχη και μονομαχεί με τον αρχηγό των εχθρών. Τον σκοτώνει και ακολουθεί μάχη των δύο παρατάξεων για το πτώμα, το οποίο αποκτούν τελικά οι φίλοι του νεκρού με θεϊκή παρέμβαση. Παρά την τυποποίηση, κάθε φορά που εμφανίζονται τυπικές σκηνές υπάρχουν διαφορές στις λεπτομέρειες ανάλογα με τις ανάγκες.
Ανάγνωση του Ομήρου (1885) από τον Λώρενς Άλμα-Ταντέμα
Εκτενείς παρομοιώσεις
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ομηρικής τεχνικής, που φαίνεται ότι δεν υπήρχε στα παλαιότερα έπη, είναι οι εκτενείς παρομοιώσεις. Αυτές οι παρομοιώσεις είναι επεκτάσεις των σύντομων παρομοιώσεων: για παράδειγμα η απλή παρομοίωση «επιτέθηκε σαν λιοντάρι» μπορεί να επεκταθεί στην εικόνα ενός πληγωμένου και αγριεμένου λιονταριού, που επιτίθεται στους κυνηγούς του, στην εικόνα του λιονταριού, που κατασπαράζει το πρόβατα ενός φοβισμένου βοσκού ή στην εικόνα του ζώου, που προσπαθεί να προστατέψει τα νεογνά του από τους κυνηγούς. Ο κόσμος των παρομοιώσεων είναι ο κόσμος της καθημερινής εμπειρίας, που είναι οικείος στον ακροατή / αναγνώστη, και έχει στόχο να βοηθήσει τη φαντασία του αναγνώστη να αντιληφθεί κάτι, συγκρίνοντάς το με μια εικόνα από την άμεση εμπειρία του. Τα θέματα από τα οποία προέρχονται οι παρομοιώσεις είναι τα φυσικά φαινόμενα (τρικυμίες, αστραπές και βροντές, πυρκαγιές), το κυνήγι, οι επιθέσεις άγριων ζώων και καθημερινές δραστηριότητες όπως η υφαντική, η ξυλουργική, η ποιμενική και αγροτική ζωή.
Οι εκτενείς παρομοιώσεις δεν είναι απλώς διακοσμητικά στοιχεία. Ήδη οι αρχαίοι σχολιαστές είχαν επισημάνει ότι μπορεί να υπάρχουν πολλά σημεία επαφής μεταξύ των συγκρινόμενων όρων. Μπορεί πίσω από το άμεσο νόημα της σύγκρισης να κρύβεται και ένα δεύτερο, πιο σημαντικό: για παράδειγμα, όταν ο Οδυσσέας, στο τέλος της ραψωδίας ε της Οδύσσειας φτάνει ναυαγός στη γη των Φαιάκων, ξαπλώνει κάτω από ένα σωρό φύλλων και παρομοιάζεται με το κρύψιμο ενός δαυλού στη στάχτη, για να παραμείνει αναμμένος. Η άμεση σύγκριση είναι η κάλυψη του Οδυσσέα και του δαυλού, αλλά το βαθύτερο νόημα είναι ότι ο Οδυσσέας προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή τη σπίθα της ζωής. Άλλοτε μια παρομοίωση μπορεί να προϊδεάζει για το μέλλον, όπως όταν οι Τρώες βλέπουν τον Αχιλλέα να σέρνει με το άρμα του τον νεκρό Έκτορα και ο θρήνος τους παρομοιάζεται με τον θρήνο των κατοίκων μιας φλεγόμενης πόλης, όπως πράγματι έγινε αργότερα.
Μετάδοση των κειμένων του Ομήρου
Τα ομηρικά ποιήματα, τα οποία περνούσαν από γενιά σε γενιά προφορικά, καταγράφηκαν γραπτά κάποια στιγμή μεταξύ του όγδοου και του έκτου αιώνα π.Χ. Μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι στη πραγματικότητα ένας γραφέας κατέγραφε το ποίημα που του έλεγε ο ποιητής και ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια στη πραγματικότητα ήταν προφορικά κείμενα που ένας γραφέας τα μετέφερε σε γραπτή μορφή. Ο Άλμπερτ Λορντ σημείωσε ότι οι Βαλκάνιοι βάρδοι τους οποίους μελέτησε στα έργα του αναθεώρησαν και επεξέτειναν τα τραγούδια τους υπαγορεύοντας σε κάποιον να τα καταγράψει γραπτά. Μερικοί μελετητές υποθέτουν ότι όταν καταγράφηκαν για πρώτη φορά σε γραπτή μορφή τα ομηρικά έπη, αυτά επεκτάθηκαν και αναθεωρήθηκαν, και έτσι άρχισαν να διαφοροποιούνται σε σχέση με την προφορική τους μορφή από την οποία προήλθαν.
Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι μετά τη δημιουργία των ποιημάτων τον όγδοο αιώνα, αυτά συνέχισαν να αναπαραγάγονται από γενιά σε γενιά (με αρκετές διαφορές από το πρωτότυπο του 8ου αιώνα π.Χ.) μέχρι την καταγραφή τους σε γραπτή μορφή τον 6ο αιώνα π.Χ. Μετά την καταγραφή τους σε γραπτό κείμενο, τα ποιήματα χωρίστηκαν το καθένα σε 24 ραψωδίες, οι οποίες παίρνουν τις ονομασίες τους από τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Οι περισσότεροι μελετητές αποδίδουν την διαίρεση του κειμένου σε 24 ραψωδίες στους φιλόλογους της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο. Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι οι 24 ραψωδίες δημιουργήθηκαν κάποια στιγμή την κλασική περίοδο. Πολύ λίγοι πιστεύουν ότι οι ραψωδίες ήταν εφεύρεση του Ομήρου.
Λεπτομέρεια του Παρνασσού (ζωγραφισμένη 1509–1510), πίνακα του Ραφαήλ. Ο πίνακας απεικονίζει τον Όμηρο να φορά ένα στέμμα από δάφνες στην κορυφή του Παρνασσού, με τον Δάντη Αλιγκέρι στα δεξιά του και τον Βιργίλιο στα αριστερά του.
Στην αρχαιότητα, ήταν ευρέως γνωστό ότι τα ομηρικά ποιήματα συλλέχθηκαν και οργανώθηκαν σε γραπτή μορφή στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. από τον Αθηναίο τύραννο Πεισίστρατο (πέθανε το 528/7 π.Χ.). Η έκδοση των ομηρικών επών από τον Πεισίστρατο έγινε γνωστή από τους μεταγενέστερους μελετητές του Ομήρου σαν «Πεισιστράτεια ανάκληση» Πολλοί πιστεύουν ότι τα ομηρικά ποιήματα μεταδόθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά και έπειτα καταγράφηκαν σε γραπτή μορφή κατά την διάρκεια της τυραννίας του Πεισίστρατου. Αυτό το πιστεύει και ο Κικέρωνας, ο ρωμαίος ρήτορας του πρώτου αιώνα π.Χ.. Η ίδια άποψη αναφέρεται επίσης σε πολλές άλλες σωζόμενες πηγές μεταξύ άλλων και σε δύο Βίους του Ομήρου. Γύρω στο 150 π.Χ., φαίνεται ότι άρχισε να επικρατεί μια σχετική ομοιομορφία στα κείμενα των ομηρικών ποιημάτων, γιατί οι αντιγραφείς έκαναν συχνά δικές τους τροποποιήσεις. Μετά την ίδρυση της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, μελετητές του Ομήρου όπως ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και ειδικότερα ο Αρίσταρχος ο Σαμόθρακας βοήθησαν στην περαιτέρω επιμέλεια του κειμένου των ομηρικών επών.
Το 1488 τυπογραφείο στο Μιλάνο της Ιταλίας εκτύπωσε για πρώτη φορά το έργο του Ομήρου. Σήμερα οι μελετητές χρησιμοποιούν μεσαιωνικά χειρόγραφα, πάπυρους και άλλες πηγές για να μελετήσουν και να αναλύσουν το κείμενο του Ομήρου. Ορισμένοι υποστηρίζουν την άποψη της ανάγνωσης «πολλαπλών κειμένων», αντί να αναζητούν μια πηγή για να αναλύσουν τα ομηρικά έπη. Η έκδοση του γερμανού, ανατολικοπρώσου φιλόλογου Άρτουρ Λούντβιχ του 19ου αιώνα βασίζεται στο έργο του Αρίσταρχου, ενώ αυτή του φαν Τιλ (1991 και 1996) βασίζεται στο μεσαιωνικό είδος της βουλγκάτας. Άλλοι, όπως ο Μάρτιν Ουέστ (1998-2000) ή ο Τ. Ου. Άλλεν, συνδυάζουν στοιχεία του έργου του Αρίσταρχου και του είδους της μεσαιωνικής βουλγκάτας στο τρόπο με τον οποίο εξέδωσαν και μελέτησαν το ομηρικό έργο.
Έργα που αποδίδονται στον Όμηρο
Σήμερα έχει αναγνωριστεί ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια γράφτηκαν από τον Όμηρο, ή διέταξε κάποιον να τα καταγράψει σε γραπτή μορφή. Στην αρχαιότητα, κυρίως για εμπορικούς λόγους, αποδόθηκαν στον Όμηρο πάρα πολλά έργα τα οποία δεν είχε γράψει ποτέ, όπως οι Ομηρικοί Ύμνοι, ο Αγώνας Ομήρου και Ησιόδου, η Μικρά Ιλιάς, οι Νόστοι, η Θηβαΐδα, τα Κυπρία Έπη, το έπος των Επιγόνων, η Βατραχομυομαχία, το έπος Μαργίτης, το έπος Οιχαλίας άλωσης και η Φωκαΐδα. Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν θεωρούνται γνήσιοι. Ακόμη και αρκετοί αρχαίοι τους αμφισβητούσαν. Η κεντρική θέση που είχε ο Όμηρος στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό ήταν κατά κύριο λόγο και η αιτία από την οποία δημιουργήθηκαν πολύ μύθοι και θρύλοι για την ζωή του Ομήρου.
Στυλ και γλώσσα
Τα ομηρικά έπη έχουν γραφτεί σε μια τεχνητή λογοτεχνική γλώσσα, η οποία χρησιμοποιείται μόνο στην επική εξάμετρη ποίηση. Τα ελληνικά του Ομήρου έχουν πολλά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε διάφορες διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας, αλλά βασίζονται κατά βάση στην ιωνική διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας, σύμφωνα με την παράδοση ότι ο Όμηρος ήταν από την Ιωνία. Η γλωσσική ανάλυση υποδηλώνει ότι η Ιλιάδα συντέθηκε πριν την Οδύσσεια και ότι οι γλωσσικοί τύποι στα ομηρικά κείμενα διατηρούν αρκετά παλαιότερα χαρακτηριστικά.
Σελίδα από την Πρώτη Έντυπη Έκδοση (Editio Princeps) των Συλλογικών Έργων του Ομήρου που επιμελήθηκε ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης. Φλωρεντία, 1489. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας
Τα ομηρικά ποιήματα συντέθηκαν σε δακτυλικό εξάμετρο χωρίς την ύπαρξη ομοιοκαταληξιών. Το αρχαιοελληνικό μέτρο βασιζόταν στην ποσότητα και όχι στο τονισμό των λέξεων. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί συχνά συγκεκριμένες φράσεις στα κείμενα του (π.χ. «πονηρός Οδυσσέας», «ροδαλή Ηώς», «κουκουβαγιομάτα Αθηνά», κ.ά.).παρομοιώσεις, επανάληψη και διάλογο. Αυτές οι συνήθειες βοηθούν τον εξορκιστικό βάρδο και είναι γνωστά στοιχεία της προφορικής ποίησης. Για παράδειγμα, οι κύριες λέξεις μιας πρότασης στα κείμενα του Ομήρου τοποθετούνται κατά βάση στην αρχή μιας πρότασης και έχει πιο απλή σύνταξη, ενώ εγγράμματοι συγγραφείς όπως ο Βιργίλιος ή ο Μίλτον χρησιμοποιούν μεγαλύτερες και πιο περίπλοκες συντακτικές δομές. Ο Όμηρος στη συνέχεια επεκτείνει τις ιδέες του στις επόμενες προτάσεις, τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια.
Απόσπασμα από τον "Όμηρο του Τάουνλεϊ", χειρόγραφο του 11ου αιώνα. Τα γραπτά πάνω και δεξιά από τους στίχους του ομηρικού έπους είναι σχόλια πάνω στο περιεχόμενο του κειμένου.
Οι λεγόμενες «τυπικές σκηνές» (typische Szenen), αποτελούν όρο που επινόησε ο γερμανός μελετητής του Ομήρου Βάλτερ Άρεντ το 1933. Σημείωσε ότι ο Όμηρος συνήθιζε, όταν μιλούσε για δραστηριότητες όπως το φαγητό, η προσευχή, ο αγώνας και το ντύσιμο, χρησιμοποιούσε συγκεκριμένες φράσεις με συγκεκριμένη σειρά, τις οποίες έπειτα ο ποιητής επεξεργαζόταν. Η σχολή των «Αναλυτών» θεωρεί αυτές τις απόψεις αντιομηρικές ενώ ο Άρεντ ερμήνευε τις απόψεις που περιγράφηκαν πάνω από φιλοσοφική σκοπιά. Ο Πάρι και ο Λορντ σημείωσαν ότι αυτές οι συμβάσεις μαρτυρώνται και σε άλλους πολιτισμούς.
Στον Όμηρο υπάρχουν και εμφανίσεις του σχήματος χιαστί, δηλαδή μια φράση ή μια ιδέα επαναλαμβάνεται στην αρχή και στο τέλος μια πρότασης, αρχικά με την σειρά Α, Β, Γ και έπειτα την παρουσίαση τους με τη σειρά Γ, Β, Α. Οι απόψεις διίστανται ως προς το εάν αυτά τα περιστατικά είναι μια συνειδητή καλλιτεχνική συσκευή, ένα μνημονικό βοήθημα ή ένα αυθόρμητο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης αφήγησης.
Τα ομηρικά έπη ξεκινούν με μια επίκληση στη Μούσα. Στην Ιλιάδα, ο ποιητής την επικαλείται ζητώντας την να τραγουδήσει για τον «τον θυμό του Αχιλλέα» και στην Οδύσσεια, την επικαλείται για να τραγουδήσει για «τον πολύτροπο άνθρωπο». Στην Αινειάδα ο Βεργίλιος επικαλείται την Μούσα.
Ιστορικότητα των ομηρικών επών και της ομηρικής κοινωνίας
Οι μελετητές συνεχίζουν να αναρωτιώνται εάν ο Τρωικός Πόλεμος είναι πραγματικό γεγονός –και αν ναι που και πότε έλαβε χώρα– και σε ποιό βαθμό η κοινωνία που απεικονίζει ο Όμηρος βασίζεται στη κοινωνία στην οποία έζησε ή σε μια κοινωνία, η οποία ακόμη και στην εποχή που συντέθηκαν τα ομηρικά έπη ήταν γνωστή μόνο στη μορφή των θρύλων. Τα ομηρικά έπη λαμβάνουν χώρα σε μεγάλο βαθμό στην ανατολική και κεντρική λεκάνη της Μεσογείου. Υπάρχουν μερικές σκόρπιες αναφορές στην Αίγυπτο, την Αιθιοπία και άλλες μακρινές χώρες, σε μια πολεμική κοινωνία που μοιάζει με εκείνη του ελληνικού κόσμου λίγο πριν από την υποθετική ημερομηνία σύνθεσης των ομηρικών ποιημάτων.
Στο σύστημα χρονολόγησης των αρχαίων Ελλήνων η άλωση της Τροίας τίθεται το 1184 π.Χ. Μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα, πάρα πολλοί μελετητές αμφισβητούσαν το γεγονός ότι έλαβε χώρα ο τρωικός πόλεμος ή ακόμη και την ύπαρξη της Τροίας, αλλά το 1873 ο Ερρίκος Σλήμαν ανακοίνωσε ότι βρήκε τα ερείπια της ομηρικής Τροίας στο Χισαρλίκ της σύγχρονης Τουρκίας. Ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι η καταστροφή της Τροίας γύρω στο 1220 π.Χ. ήταν το γεγονός από το οποίο ξεκίνησε ο μύθος της Τροίας, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι η έμπνευση για την δημιουργία του έπους/ποιήματος έλαβε χώρα από τις διάφορες πολιορκίες της πόλης στο διάβα των αιώνων.
Η σημερινή επικρατούσα άποψη μεταξύ των μελετητών είναι ότι τα ποιήματα (ή αλλιώς, έπη) του Ομήρου απεικονίζουν έθιμα και στοιχεία του υλικού κόσμου που προέρχονται από διαφορετικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Για παράδειγμα, οι ήρωες των ομηρικών επών φορούν και χρησιμοποιούν χάλκινα όπλα σαν αυτά της Εποχής του Χαλκού, στην οποία λαμβάνουν χώρα τα ποιήματα. Αντιθέτως τα ποιήματα του Ομήρου συντέθηκαν κατά τη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου. Ωστόσο οι ήρωες των ομηρικών επών αποτεφρώνονται (πρακτική της Εποχής του Σιδήρου) αντί να θάβονται (όπως ήταν στην Εποχή του Χαλκού). Σε ορισμένα σημεία των ομηρικών επών, οι ήρωες χρησιμοποιούσαν μεγάλες ασπίδες σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι πολεμιστές κατά τη διάρκεια της μυκηναϊκής περιόδου, ενώ σε άλλα σημεία των ομηρικών επών οι ήρωες περιγράφονται να φορούν μικρότερες ασπίδες, σαν αυτές που χρησιμοποιούνταν συνήθως από τους πολεμιστές κατά την εποχή που γράφτηκαν τα ομηρικά έπη, δηλαδή στην πρώιμη εποχή του σιδήρου. Στην Ιλιάδα, συγκεκριμένα στους στίχους 10.260-265, ο Οδυσσέας περιγράφεται ότι φορούσε οδοντόφρακτη περικεφαλαία. Οδοντόφρακτες περικεφαλαίες δεν φορούσαν οι πολεμιστές στην εποχή του Ομήρου, αλλά κατά κύριο λόγο αριστοκράτες πολεμιστές κατά την περίοδο από το 1600 έως το 1150 π.Χ.
Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β΄ στη δεκαετία του 1950 από τον Μάικλ Βέντρις και οι συνεχείς αρχαιολογικές έρευνες έχουν αυξήσει τις διαθέσιμες γνώσεις που έχουμε για τον πολιτισμό του Αιγαίου. Από τα διαθέσιμα στοιχεία μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο πολιτισμός του Αιγαίου είχε περισσότερες ομοιότητες με τον πολιτισμό της Εγγύς Ανατολής παρά με την κοινωνία την οποία περιέγραφε ο Όμηρος. Μερικές πτυχές του ομηρικού κόσμου έχουν κατασκευαστεί από τον ποιητή για αισθητικούς λόγους. Για παράδειγμα, στους στίχους 22.145-56 της Ιλιάδας, περιγράφεται ότι κοντά στην Τροία έτρεχαν δύο πηγές, εκ των οποίων η μία έρρεε νερό σε θερμοκρασίες ατμού και η άλλη παγωμένο νερό. Οι αρχαιολόγοι δεν έχουν βρει στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη αυτών των πηγών, αν και λέγεται ότι σε εκείνες τις πηγές έγινε η τελευταία μάχη του Έκτορα με τον Αχιλλέα.
Ιστορία της μελέτης του Ομήρου
Στην αρχαία εποχή
Η μελέτη των έργων του Ομήρου είναι συνεχής και λαμβάνει χώρα από την αρχαιότητα. Ωστόσο, λόγω και της πολύ μεγάλης για τα επιστημονικά δεδομένα ιστορίας της μελέτης του Ομήρου, οι στόχοι των μελετών του Ομήρου έχουν αλλάξει στο διάβα των αιώνων. Τα πρώτα σωζόμενα σχόλια για τον Όμηρο αφορούν τη συμπεριφορά του προς τους θεούς. Ποιητές όπως ο Ξενοφάνης θεωρούσαν ότι τα σχόλια του Ομήρου για τους θεούς ήταν ανήθικα. Ο αλληγοριστής Θεαγένης ο Ρήγιος λέγεται ότι υπερασπίστηκε τον Όμηρο υποστηρίζοντας ότι τα ομηρικά έπη έχουν αλληγορικό χαρακτήρα. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια έχουν αποτελέσει δημοφιλή διδασκόμενη ύλη στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της κλασικής και της ελληνιστικής εποχής. Κάθε μαθητής που φοιτούσε σε ένα αρχαιοελληνικό σχολείο μάθαινε Όμηρο. Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου, η Ιλιάδα, ιδιαίτερα οι πρώτες ραψωδίες της, μελετήθηκαν πολύ πιο προσεκτικά σε σχέση με την Οδύσσεια.
Λόγω της εξέχουσας θέσης των ποιημάτων στο εκπαιδευτικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων, άρχισε να υπάρχει και εκτενής σχολιασμός των Ομηρικών επών, ώστε να ερμηνευτούν τα τμήματα των επών που ήταν δύσκολα ως προς την κατανόηση ή προς τα πολιτιστικά τους στοιχεία. Κατά την διάρκεια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, πολλοί ερμηνευτές, ιδιαίτερα οι Στωικοί, θεωρούσαν ότι τα ομηρικά έπη ήταν αλληγορικά κείμενα με κρυμμένες σοφίες, επειδή υποστήριζαν ότι τα ομηρικά έπη έφεραν στωικά ιδανικά. Πολλοί συγγραφείς πίστευαν ότι ο αρχικός σκοπός του Ομήρου ήταν να εκπαιδεύσει τους Έλληνες πάνω στον Τρωικό Πόλεμο και τον Οδυσσέα, αν αναλογιστούμε την τεράστια σημασία που είχε ο Όμηρος για το εκπαιδευτικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων. Η σοφία του Ομήρου εγκωμιάστηκε τόσο πολύ σε βαθμό που ο Όμηρος είχε αρχίσει να αποκτά την εικόνα ενός πρώιμου φιλοσόφου. Βυζαντινοί λόγιοι όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης και ο Ιωάννης Τζέτζης, ιδιαίτερα τον 12ο αιώνα, σχολίασαν και ανέλυσαν εκτεταμένα τα ομηρικά έπη. Τα σχόλια του Ευστάθιου για την Ιλιάδα είναι τεράστια, καθώς καταλαμβάνουν σχεδόν 4.000 υπερμεγέθεις σελίδες σε μια έντυπη έκδοση του εικοστού πρώτου αιώνα. Τα σχόλια του Ευστάθιου για την Οδύσσεια πλησιάζουν τις 2.000 σελίδες.
Σχόλια