Νικόλαος Στάπας
Ο Πτέραρχος Νικόλαος Στάπας (1937 - 14 Ιουνίου 2011) υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, με μακρά και πολυσήμαντη σταδιοδρομία στην Πολεμική Αεροπορία, αλλά και με ενεργό, ηρωική συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα. Γεννήθηκε το 1937 στη Συκέα Λακωνίας και αποφοίτησε από τη Σχολή Ικάρων το 1958 με τον βαθμό του Ανθυποσμηναγού της 22ης σειράς Ιπταμένων. Στη συνέχεια, υπηρέτησε με ευδόκιμη δράση ως ιπτάμενος χειριστής, συγκεντρώνοντας πάνω από 3.800 ώρες πτήσης σε πληθώρα τύπων αεροσκαφών και ελικοπτέρων της Πολεμικής Αεροπορίας. Εξειδικεύτηκε περαιτέρω με σπουδές στη Σχολή Πολέμου Αεροπορίας, τη Σχολή Διοικητών Μοιρών και Εκπαιδευτών των ΗΠΑ και στη Σχολή Αεροπορικών Όπλων.
Η πορεία του σημαδεύτηκε βαθιά από την αντίθεσή του προς τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ως αξιωματικός με ακλόνητο δημοκρατικό φρόνημα, εντάχθηκε με γενναιότητα στο Κίνημα του Ναυτικού, σε μια προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος. Τον Μάιο του 1973, ενώ υπηρετούσε στην 111 Πτέρυγα Μάχης στην Αγχίαλο, και παρά το γεγονός ότι γνώριζε τους κινδύνους, σχεδίασε να φύγει με μαχητικό αεροσκάφος F-5 για την Ιταλία στις 5 Ιουνίου 1973, με σκοπό να ενωθεί με τον Νίκο Παππά και το πλήρωμα του αντιτορπιλικού Βέλος, που είχαν ήδη αποστατήσει, δίνοντας ένα δυνατό σήμα στη διεθνή κοινότητα για τη φύση της χούντας στην Ελλάδα. Η σύλληψή του, δύο ημέρες νωρίτερα, στις 2 Ιουνίου, ανέκοψε την αποστολή του – μια πράξη που, αν είχε υλοποιηθεί, ενδεχομένως να είχε επιταχύνει τις εξελίξεις κατά της δικτατορίας.
Φυλακίστηκε και υπέστη σκληρά βασανιστήρια στα κρατητήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Οι καταγραφές στο ημερολόγιό του από το διάστημα αυτό συνιστούν μαρτυρία φρίκης αλλά και φρόνησης, αποκαλύπτοντας τον ακραίο βαρβαρισμό των βασανιστών και τον ασίγαστο ηθικό σθένος του ίδιου. Η απολογία του ενώπιον του στρατιωτικού καθεστώτος αποτέλεσε κατηγορητήριο κατά της δικτατορίας και ύμνο στη δημοκρατία. Επακολούθησε η αποταξίωσή του από το σώμα.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία το 1975. Διετέλεσε Διοικητής της 340 Μοίρας Διώξεως-Βομβαρδισμού, της 115 Πτέρυγας Μάχης, Διευθυντής του Α΄ Κλάδου του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, και εν συνεχεία Αρχηγός Τακτικής Αεροπορίας. Τον Μάρτιο του 1984 ανέλαβε Υπαρχηγός του ΓΕΑ και το Δεκέμβριο του 1986 Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, θέση στην οποία παρέμεινε έως τον Ιούλιο του 1989.
Η περίοδος της αρχηγίας του υπήρξε καρποφόρα και μεταρρυθμιστική. Πρωτοστάτησε σε βαθιές οργανωτικές τομές στο ΓΕΑ, καθιέρωσε μηχανισμούς αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας, εκσυγχρόνισε σειρά επιχειρησιακών διαταγών και ανέπτυξε πρακτικές για τη βέλτιστη διαχείριση των ανθρώπινων και υλικών πόρων. Διακρινόταν για την πειθαρχία, τη λιτή του ζωή και την ανυπόκριτη προσήλωση στα ιδανικά της προσφοράς και της δικαιοσύνης. Ενέπνευσε σεβασμό όχι μόνο στους υφισταμένους του αλλά και σε ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Τιμήθηκε με πλήθος μεταλλίων και παρασήμων, μεταξύ των οποίων το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα. Αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του Πτεράρχου και τον τίτλο του Επίτιμου Αρχηγού ΓΕΑ.
Ο Νίκος Στάπας απεβίωσε στις 14 Ιουνίου 2011 στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, δίνοντας μακρά και άνιση μάχη με σοβαρά προβλήματα υγείας. Μέχρι τέλους περιβαλλόταν με την αγάπη της συζύγου του Καίτης και τη φροντίδα του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού του νοσοκομείου, το οποίο υπήρξε σχεδόν δεύτερη πατρίδα του στα τελευταία του χρόνια. Η κηδεία του τελέστηκε στις 16 Ιουνίου στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου επί της οδού Ασκληπιού στην Αθήνα, με δημόσια έκφραση ευγνωμοσύνης από την οικογένειά του προς την Πολεμική Αεροπορία.
Σε μια τελευταία πράξη αλτρουισμού και επιστημονικής προσφοράς, ο Νίκος Στάπας είχε ζητήσει η σορός του να διατεθεί στο Ανατομείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Η ζωή του Νίκου Στάπα ήταν παράδειγμα προσφοράς, ακεραιότητας και ανιδιοτελούς αγώνα για πατρίδα και ελευθερία. Ως μαχητής των αιθέρων και της δημοκρατίας, άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία της Πολεμικής Αεροπορίας και της σύγχρονης Ελλάδας.
Σχόλια