Γεώργιος Θ. Ζώρας
Ο Γεώργιος Θ. Ζώρας (28 Δεκεμβρίου 1908 - 13 Ιουνίου 1982) γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1908 στον Πύργο Ηλείας. Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής φιλολογίας του 20ού αιώνα, με αξιοσημείωτο διδακτικό, συγγραφικό, οργανωτικό και εκδοτικό έργο που εκτείνεται σε Ελλάδα και Ιταλία.
Σπούδασε νομικά, φιλολογία και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Ρώμης, Νάπολης και Σιένα και το 1931 έλαβε το διδακτορικό του. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη μακρά ακαδημαϊκή του πορεία διδάσκοντας νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Εκεί υπηρέτησε συνολικά για 48 χρόνια (1931–1979), συμβάλλοντας καθοριστικά στη διάδοση των νεοελληνικών σπουδών και αναδεικνύοντας μαθητές που αργότερα κατέλαβαν πανεπιστημιακές έδρες, όπως ο βυζαντινολόγος Giuseppe Schirò και ο νεοελληνιστής Filippo Maria Pontani.
Με το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, επέστρεψε εθελοντικά στην Ελλάδα για να την υπηρετήσει. Το 1942 διορίστηκε στην τακτική έδρα της Μεσαιωνικής και Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1968. Το ακαδημαϊκό έτος 1952–1953 διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής. Παράλληλα, δίδαξε για χρόνια στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ήταν η ψυχή πολλών επιστημονικών, οργανωτικών και εκδοτικών πρωτοβουλιών.
Από το 1956 επανήλθε στην Ιταλία, όπου συνεργάστηκε με την Enrica Follieri και τον Schirò στην έκδοση του κορυφαίου περιοδικού Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici (1964–1979), ενώ το 1975–1976 διηύθυνε με την Follieri το Istituto di Studi Bizantini e Neoellenici του Πανεπιστημίου της Ρώμης.
Το επιστημονικό του έργο υπήρξε τεράστιο: περισσότερες από 500 δημοσιεύσεις —μελέτες, βιβλιοκρισίες, εγκυκλοπαιδικά λήμματα— και σημαντικές εκδόσεις ανεκδότων μεταβυζαντινών κειμένων, με στόχο τη φιλολογική τεκμηρίωση της πνευματικής και κοινωνικής ιστορίας του Ελληνισμού. Ξεχωρίζουν οι έξι τόμοι των Επτανησιακών Μελετημάτων (1959–1980), κορυφαία συμβολή στη μελέτη της επτανησιακής λογοτεχνίας και του Ανδρέα Κάλβου, για τον οποίο αναγνωρίστηκε ως κορυφαίος καλβιστής διεθνώς. Τελευταίο μεγάλο του έργο υπήρξε η έκδοση του τόμου Έγγραφα του Αρχείου Βατικανού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (Α΄ τόμος: 1820–1826), στη σειρά «Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας» της Ακαδημίας Αθηνών, το οποίο δυστυχώς έμεινε ανολοκλήρωτο.
Ο Ζώρας διακρίθηκε και ως επιμελητής εκδόσεων: υπήρξε υπεύθυνος της Επιστημονικής Επετηρίδος της Φιλοσοφικής Σχολής (Β΄ περίοδος, τόμοι 1–18, 1953–1968), της σειράς Επίσημοι Λόγοι (τόμοι 1–11, 1959–1970), καθώς και της δεύτερης περιόδου του περιοδικού του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» (23 τόμοι, 1959–1981). Ίδρυσε επίσης και επιμελήθηκε τη σειρά Βιβλιοθήκη Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας (53 τόμοι ως το 1980), τα Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας (118 τεύχη, 1961–1979), και το Βιβλιογραφικόν Δελτίον Νεοελληνικής Φιλολογίας (τεύχη 1–7, 1959–1965).
Το 1944 ανέλαβε το σχεδόν ανύπαρκτο τότε Σπουδαστήριο Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και με ακατάβλητο ζήλο το ανήγαγε σε πρότυπο ερευνητικό και εκδοτικό κέντρο. Με δική του εισήγηση ιδρύθηκαν τα Τμήματα Ξένων Φιλολογιών της Φιλοσοφικής Σχολής.
Απομακρύνθηκε από το Πανεπιστήμιο το 1968 από το καθεστώς της Δικτατορίας, γεγονός που δέχθηκε με αξιοπρέπεια, ως στάση συνείδησης απέναντι στην καταλυμένη δημοκρατία. Παρέμεινε, ωστόσο, δραστήριος, συνεχίζοντας το έργο του τόσο στη Ρώμη όσο και στην Αθήνα, ιδιαίτερα στον «Παρνασσό».
Αν και πολιτικά τοποθετημένος, υπήρξε ιδεολογικά ανεκτικός και φιλάνθρωπος. Στους μαθητές του στάθηκε με γενναιοδωρία και σεβασμό στην ελευθερία της σκέψης τους, ακόμα και σε δύσκολες εποχές. Ήταν, σύμφωνα με τους συναδέλφους του, πρότυπο ευρωπαϊκού πανεπιστημιακού δασκάλου, με βαθύ ήθος και έμφυτη αρχοντιά.
Από το 1974 και έπειτα υπέστη αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια, που δοκίμασαν τη σωματική του αντοχή αλλά δεν έκαμψαν την πνευματική του δύναμη. Παρέμεινε ενεργός σχεδόν ως το τέλος. Πέθανε στις 13 Ιουνίου 1982 στην Αθήνα, σε ηλικία 74 ετών, αφήνοντας πίσω του μια πνευματική παρακαταθήκη σπάνιας έκτασης και βάθους. Η Φιλοσοφική Σχολή και γενεές φοιτητών τον αποχαιρέτησαν με τιμή και συγκίνηση, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του έναν αφοσιωμένο δάσκαλο και ακαδημαϊκό εργάτη της νεοελληνικής φιλολογίας.
Σχόλια