Κωνσταντίνος Παρθένης
Το 1903 ο Κωνσταντίνος Παρθένης επέστρεψε από την Ευρώπη στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, η οποία αναδεικνυόταν τότε σε νέο κέντρο των εικαστικών αναζητήσεων του ελληνισμού. Από εκεί πραγματοποίησε σειρά ταξιδιών με καλλιτεχνικό και πνευματικό χαρακτήρα, επισκεπτόμενος την Καβάλα, την Κωνσταντινούπολη και τον Πόρο. Στο τελευταίο αυτό νησί φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Νικολάου, ένα πρώιμο δείγμα της προσπάθειάς του να συνδυάσει τη βυζαντινή τεχνοτροπία με τις σύγχρονες καλλιτεχνικές αντιλήψεις της Δύσης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1908, ανέλαβε την αγιογράφηση του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο, έργο που καταδεικνύει την αναγνώριση του ταλέντου του σε όλο τον ελληνικό κόσμο.
Το 1909 ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με την Ιουλία Βαλσαμάκη, καταγόμενη από αρχοντική οικογένεια της Κεφαλονιάς, γεγονός που επέδρασε ευεργετικά στη σταθερότητα της προσωπικής του ζωής. Το ίδιο έτος μετέβη στο Παρίσι, όπου διέμεινε έως το 1914, περίοδος κατά την οποία εμβάθυνε στις αρχές του μεταϊμπρεσιονισμού και διαμόρφωσε σταδιακά ένα εντελώς προσωπικό εικαστικό ύφος, συνθετικό και ιδεαλιστικό. Στη γαλλική πρωτεύουσα συμμετείχε σε καλλιτεχνικές εκθέσεις επιτυγχάνοντας σημαντικές διακρίσεις: το 1910 απέσπασε βραβείο για τον πίνακα Η πλαγιά, ενώ το 1911 τιμήθηκε με πρώτο βραβείο σε έκθεση θρησκευτικής τέχνης για τον πίνακα Ο Ευαγγελισμός, γεγονός που εδραίωσε τη διεθνή του φήμη.
Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου εντάχθηκε στους πνευματικούς κύκλους του νησιού και ήλθε σε στενή επαφή με σημαντικές μορφές της ελληνικής διανόησης, όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. Κατά την παραμονή του εκεί συνδέθηκε αρχικά με τη "Συντροφιά των Εννιά", ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν εξελίχθηκε σε πρωτεργάτη του καλλιτεχνικού εκσυγχρονισμού. Το 1917 μετεγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και, μαζί με σημαντικούς δημιουργούς όπως ο Νικόλαος Λύτρας, ο Κωνσταντίνος Μαλέας και ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, συνέστησε την Ομάδα «Τέχνη». Η ομάδα αυτή φιλοδοξούσε να ανατρέψει την κυριαρχία του ακαδημαϊσμού στην ελληνική καλλιτεχνική ζωή, προτάσσοντας νέα αισθητικά και ιδεολογικά πρότυπα. Η Ομάδα «Τέχνη» συνδεόταν ιδεολογικά με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, καθότι ενσάρκωνε την ευρύτερη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και πολιτισμού.
Το 1919 ο Παρθένης ανέλαβε τη διακόσμηση με αγιογραφίες του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο, έργο που επιβεβαίωνε την καταξίωσή του στον χώρο της θρησκευτικής ζωγραφικής. Η πρώτη του μεγάλη ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1920 στο Ζάππειο Μέγαρο, με περισσότερους από 240 πίνακες, που αποτύπωναν όλο το εύρος της θεματολογίας και της τεχνοτροπίας του. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο πίνακας Ο Θρήνος του Εσταυρωμένου, τον οποίο ο ίδιος προσέφερε ως δωρεά στην Εθνική Πινακοθήκη, επιβεβαιώνοντας τον δημόσιο χαρακτήρα της καλλιτεχνικής του προσφοράς.
Η φήμη του Παρθένη είχε πλέον παγιωθεί, γεγονός που αντανακλάται και στις επίσημες διακρίσεις: την ίδια χρονιά (1920), ο Ελευθέριος Βενιζέλος τού απένειμε το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών, για τον πίνακα Ο Ευαγγελισμός. Ωστόσο, η πορεία του στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα δεν υπήρξε ανέφελη. Η πρώτη του υποψηφιότητα για τη θέση καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1923 απορρίφθηκε. Τελικώς, διορίστηκε το 1929 με ειδικό νομοθετικό διάταγμα, έπειτα από πολιτική παρέμβαση. Καθοριστικό ρόλο στην πρόσληψή του διαδραμάτισαν ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο καθηγητής και λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου.
Η ιδιότυπη αυτή διαδικασία διορισμού δημιούργησε αντιπαραθέσεις και καχυποψία από την πλευρά των υπολοίπων καθηγητών, που διατήρησαν έκτοτε ψυχρό κλίμα απέναντί του. Αντιθέτως, στους κόλπους των φοιτητών του Σχολής Καλών Τεχνών, ο Παρθένης υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός και ενέπνευσε πλήθος νεότερων καλλιτεχνών, με την πρωτοτυπία της σκέψης και την αυθεντικότητα της τέχνης του.
Ο Παρθένης ανήγειρε την κατοικία του στους πρόποδες της Ακρόπολης (την οδό Ροβέρτου Γκάλι 40), ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα νεοελληνικής αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου, την οποία σχεδίασε σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, ακολουθώντας τις αρχές του μοντερνιστικού κινήματος του Μπάουχαους. Το σπίτι αυτό, που συνδύαζε τη λιτότητα της μοντέρνας γραμμής με την πνευματικότητα της ελληνικής παράδοσης, δεν ήταν μόνο τόπος κατοικίας, αλλά και κέντρο κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής.
Παράλληλα, στο εργαστήριο του Παρθένη στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών συρρέουν νεαροί καλλιτέχνες, οι οποίοι θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο στη μεταπολεμική ελληνική τέχνη. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται εξέχουσες μορφές της νεοελληνικής ζωγραφικής, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος και η Ρέα Λεονταρίτου. Η σχέση του δασκάλου με τους μαθητές του δεν ήταν τυπική· θεμελιωνόταν σε μια ουσιαστική επικοινωνία πνευματικού και αισθητικού χαρακτήρα και σε έναν σεβασμό που ενέπνεε η προσωπικότητα και το ήθος του Παρθένη.
Το 1937, το έργο του αναγνωρίζεται και σε διεθνές επίπεδο: στην περίφημη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού τιμάται με το χρυσό βραβείο για τον πίνακά του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες, ενδεικτικό της συνθετικής του δύναμης και της πρωτοποριακής αισθητικής του. Την επόμενη χρονιά, το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, μία από τις σημαντικότερες διεθνείς εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, η ιταλική κυβέρνηση αγοράζει έργο του με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αναγνωρίζοντας την πρωτοτυπία και τη βαθιά θρησκευτική ευαισθησία του Έλληνα δημιουργού.
Τα χρόνια εκείνα χαρακτηρίζονται από ευημερία και κοινωνική αναγνώριση· η ζωή του Παρθένη διαμορφώνεται μέσα σε ένα περιβάλλον αστικής άνεσης και δημιουργικής ελευθερίας. Ιδιαιτέρως γνωστές ήταν οι βεγγέρες στο σπίτι του, οι οποίες συγκέντρωναν πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, αντανακλώντας το ενδιαφέρον του για τη μουσική, την οποία αγαπούσε εξίσου με τη ζωγραφική και στην οποία αφιερωνόταν με το ίδιο πάθος.
Ωστόσο, η ειδυλλιακή αυτή περίοδος θα διακοπεί από τις καταιγίδες της Ιστορίας. Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940, ο Παρθένης συντάσσεται ενεργά με τον πνευματικό αγώνα του ελληνικού λαού. Μαζί με άλλους εξέχοντες Έλληνες λογίους και καλλιτέχνες προσυπογράφει έκκληση προς τους διανοουμένους όλου του κόσμου. Στην έκκληση αυτή καταδικάζεται απερίφραστα η άδικη και επιθετική στάση της φασιστικής Ιταλίας, ενώ ταυτόχρονα γίνεται έκκληση για έναν "νέο πνευματικό Μαραθώνα", έναν αγώνα συνειδήσεων απέναντι στη βαρβαρότητα και τον ολοκληρωτισμό, σε μια προσπάθεια αφύπνισης της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Καθώς πλησίαζε το τέλος της ζωής του, ο Κωνσταντίνος Παρθένης — ήδη καταξιωμένος και βαθιά σεβαστός ως ένας από τους μεγάλους διαμορφωτές της νεοελληνικής ζωγραφικής — βίωσε μια σταδιακή περιθωριοποίηση, την οποία επέλεξε εν μέρει και ο ίδιος. Το 1947 παραιτήθηκε από την έδρα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, απογοητευμένος από το ασφυκτικό συντηρητικό κλίμα που επικρατούσε στη Σχολή. Η απόφασή του αυτή είχε χαρακτήρα όχι μόνο παιδαγωγικό, αλλά και συμβολικό· υπογράμμιζε την άρνησή του να συμβιβαστεί με τη μετριότητα. Τον διαδέχθηκε ο Γιάννης Μόραλης, νεότερος καλλιτέχνης με φρέσκες προσεγγίσεις, προάγγελος μιας άλλης εποχής στην ελληνική τέχνη.
Έκτοτε, ο Παρθένης αποσύρθηκε από κάθε δημόσια δραστηριότητα. Εγκατεστημένος στην οικία του επί της οδού Ροβέρτου Γκάλι, μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του, βυθίστηκε σε μια ζωή εσωτερικής περισυλλογής και απομόνωσης. Οι κοινωνικές του επαφές μειώθηκαν δραστικά και σχεδόν αποκλείστηκαν εντελώς, καθώς προτίμησε τη σιωπή και την απόσταση από το καλλιτεχνικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής.
Παρά την εσωστρέφειά του, η πολιτεία συνέχισε να αναγνωρίζει τη σπουδαιότητά του. Το 1948 του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο ζωγραφικής της Πανελλήνιας Έκθεσης — γεγονός που, αν και καταγράφεται επίσημα, δεν συνοδεύτηκε ποτέ από τελετή απονομής. Στη συνέχεια, του απονεμήθηκαν τιμητικά παράσημα: το 1954, ο Ταξιάρχης του Βασιλέως Γεωργίου Α΄, και το 1965, ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος του Φοίνικος. Η εκτίμηση που του έτρεφε η καλλιτεχνική κοινότητα κορυφώθηκε το 1966, όταν πρώην μαθητές του οργάνωσαν αναδρομική έκθεση προς τιμήν του στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο· ο ίδιος, ωστόσο, απουσίασε από το γεγονός.
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Παρθένης υπέστη σοβαρή επιδείνωση της υγείας του: η παράλυση τον καθήλωσε σωματικά, ενώ η απώλεια της συζύγου του το 1966 επέτεινε το αίσθημα μοναξιάς και εγκατάλειψης. Ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1967, τέθηκε υπό δικαστική απαγόρευση με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς τα δύο του παιδιά — η κόρη του Σοφία και ο γιος του Νίκος — διεκδικούσαν την επιμέλεια του. Ο ζωγράφος άφησε την τελευταία του πνοή στις 25 Ιουλίου 1967, βυθισμένος στη σιωπή και απομακρυσμένος από το φως της δημοσιότητας, που κάποτε τον περιέβαλε. Η αποσφράγιση της οικίας του τελικά έγινε την επόμενη χρονιά το 1968 και τα έργα που βρέθηκαν ήταν τεραστίας καλλιτεχνικής αξίας.
Η κόρη του Σοφία Παρθένη, η οποία παρέμεινε αφοσιωμένη στη μνήμη και στο έργο του πατέρα της, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της με παρόμοια μοναχικότητα. Έχοντας ήδη βιώσει πυρκαγιά στην οικία της, αποφάσισε, πριν από τον θάνατό της, να δωρίσει το σύνολο του έργου του Παρθένη στην Εθνική Πινακοθήκη. Το τέλος της ήρθε με τραγικό τρόπο: στις 8 Δεκεμβρίου 1982, απανθρακώθηκε μέσα στο διαμέρισμά της, ύστερα από νέα πυρκαγιά. Κατά την τελετή αποχαιρετισμού της, ο διευθυντής της Πινακοθήκης, Μαρίνος Καλλιγάς, τίμησε το έργο του Παρθένη με λόγια που αποτυπώνουν την ιστορική του σημασία: «Ο Παρθένης άνοιξε τα μάτια μας σε μια ακόμη — έως τότε άγνωστη — μορφή του τόπου μας. Απεκάλυψε μια κρυμμένη έκφρασή της. Άλλαξε την πορεία της καλλιτεχνικής μας όρασης. Σφράγισε με την προσωπικότητά του μια κρίσιμη εποχή».
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης, αναγνωρισμένος ως ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής του 20ού αιώνα, υπήρξε μια πολυσυζητημένη προσωπικότητα με έντονη παρουσία στον καλλιτεχνικό κόσμο. Παρά την αναγνώριση του έργου του, η αποδοχή του δεν ήταν πάντοτε ευρεία. Οι κριτικοί της εποχής του, και κυρίως οι συνάδελφοί του καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί, τον αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα ή και ανοιχτό ανταγωνισμό, θεωρώντας το έργο του ως «ανορθογραφία» και συχνά τον πολεμούσαν. Η σφοδρή αντίσταση αυτή αναδείκνυε τον Παρθένη ως έναν αντισυμβατικό και τολμηρό καλλιτέχνη, ο οποίος απέχει από τις καθιερωμένες τάσεις του καιρού του.
Η τέχνη του Παρθένη διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό από τις σπουδές του στη Βιέννη, όπου η μουσική του παιδεία συνδέθηκε άρρηκτα με τις εικαστικές του αναζητήσεις, καθιστώντας τον άμεσα επηρεασμένο από τον γερμανικό συμβολισμό και τον πρώιμο γερμανικό εξπρεσιονισμό. Η σύνδεση αυτή, η οποία ενσωματώθηκε στον καλλιτεχνικό του λόγο, τον κατέταξε από τους κριτικούς ως νεωτεριστή και μοντερνιστή. Οι απόψεις του συγκρούστηκαν με τις καθιερωμένες αντιλήψεις, ενώ ο χαρακτηρισμός «σεσεσιονιστής» (δηλαδή μέλος του κινήματος της «απόσχισης») του απέδωσε την αίσθηση ότι ανήκε σε ένα πιο προοδευτικό και καινοτόμο ρεύμα.
Η πορεία του Παρθένη επηρεάστηκε επίσης από την επαφή του με τον μεταϊμπρεσιονισμό κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι και από τη βαθιά γνώση που απέκτησε της βυζαντινής αγιογραφίας. Αυτές οι επιρροές συνδυάστηκαν με την προσωπική του αντίληψη για την τέχνη, οδηγώντας στη δημιουργία ενός μοναδικού και ιδιότυπου ύφους. Τα έργα του Παρθένη, αναγνωρίσιμα για την ιδεαλιστική τους διάσταση και τη χρήση λαμπερών και εξαϋλωμένων χρωμάτων, απεικονίζουν μια εξιδανικευμένη Ελλάδα. Μέσα από τη σύζευξη του σχεδίου και του χρώματος, ο Παρθένης κατάφερε να αποδώσει μια καλλιτεχνική αίσθηση ελευθερίας από το βάρος της ύλης, με τα έργα του να αποτυπώνουν την ψυχική διάσταση της ελληνικής φύσης και του ανθρώπου.
Τα έργα του βρίσκονται σήμερα σε σημαντικές συλλογές, όπως η Εθνική Πινακοθήκη, η Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών και πολλές άλλες ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η δημοτικότητα του Παρθένη, αν και αρχικά περιορισμένη, γνωρίζει αναγέννηση τις τελευταίες δεκαετίες, με τα έργα του να πωλούνται σε υψηλές τιμές σε διεθνείς δημοπρασίες, γεγονός που καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη αξία και επιρροή του στην ιστορία της τέχνης.
Σχόλια