Το Κίνημα του Ναυτικού της 23ης Μαΐου 1973
Η ζύμωση του Κινήματος στο Πολεμικό Ναυτικό: από την απογοήτευση στη δράση
Η αποτυχία του βασιλικού αντικινήματος του Δεκεμβρίου 1967, καθώς και η στάση δισταγμού του Κωνσταντίνου, ο οποίος τελικώς κατέφυγε στο εξωτερικό, υπήρξε καταλυτική για την πολιτική συνειδητοποίηση στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού. Μεταξύ αυτών, ο Πλωτάρχης Νίκος Παππάς συνήγαγε με πικρία ότι οποιαδήποτε πρωτοβουλία εναντίον της δικτατορίας δεν μπορούσε να εκπορευθεί από το υφιστάμενο πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο.
Παράλληλα, η εξωτερική απειλή καθίστατο εντονότερη: η Τουρκία, με πρόφαση τον κίνδυνο πολέμου, επέβαλε την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Τον Δεκέμβριο του 1967, δέκα χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες επιβιβάστηκαν στο υπερωκεάνιο «Μαργαρίτα» του Λάτση με συνοδεία του Στόλου, επιστρέφοντας από την Κύπρο υπό τη διοίκηση του δημοκρατικού αξιωματικού Μαυρομμάτη. Ο Παππάς αργότερα θα σχολιάσει με απογοήτευση: αν τότε υπήρχε η απαραίτητη βούληση και καθοδήγηση, η Χούντα ίσως να είχε ανατραπεί μέσα σε ελάχιστα λεπτά.
Η ανάγκη για μια αυτόνομη και σοβαρά οργανωμένη κίνηση καθίστατο πλέον επιτακτική. Στην προσπάθεια αυτή, ο Παππάς δεν ήταν μόνος. Πρώτοι συμπαραστάτες του αναδείχθηκαν παλαιοί φίλοι και σύντροφοι: ο Νίκος Βαρδινογιάννης –συμμαθητής του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και μετέπειτα ισχυρός εφοπλιστής– και ο αδελφός του Βαρδής, απόστρατος από το 1967 λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων. Μαζί τους, ο πράος και καλλιεργημένος Θανάσης Σέκερης, μηχανικός και συμμαθητής του Παππά, και ο Πλωτάρχης-δικαστικός Θάνος Τζιοβαρίδης, παιδικός φίλος και σύντροφος στο κυνήγι.
Οι αρχικές ιδιωτικές συζητήσεις μεταξύ φίλων σύντομα εξελίχθηκαν σε συνειδητή πολιτική ζύμωση. Ο Παππάς αντιλήφθηκε ότι πολλοί αξιωματικοί συμμερίζονταν τον προβληματισμό του. Ανάμεσά τους και ο Αλέκος Παπαδόγγονας. Οι ιδεολογικές διαφορές –από τον φιλελεύθερο βενιζελισμό του Παππά έως τη μοναρχική συντηρητικότητα άλλων συμμετεχόντων– ουδέποτε αποτέλεσαν τροχοπέδη, αλλά αντιθέτως ανέδειξαν τη δύναμη της κοινής στοχοθεσίας: την ανατροπή της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας.
Κατά τη φοίτησή τους στη Σχολή Πολέμου, το καλοκαίρι του 1968, σχηματίζεται ο πρώτος πυρήνας του Κινήματος από τους Αντιπλοιάρχους Παππά, Σέκερη, Μάλλιαρη, Παπαδόγγονα και Παναγιωταρέα. Οι συνάξεις στο σπίτι του Παππά σφράγισαν την κοινή τους απόφαση: την εκπόνηση σχεδίου δράσης για την ανατροπή της χούντας. Στην πράξη, η οργάνωση εξαπλώνεται: με τη βοήθεια του Πλωτάρχη Σταθόπουλου στο Γραφείο Μεταθέσεων, οι μυημένοι τοποθετούνται σε καίριες θέσεις εντός του Στόλου.
Το φθινόπωρο του 1972, το σχέδιο είχε ωριμάσει. Απέμενε η εξασφάλιση πολιτικής κάλυψης, ώστε η ενέργεια να μην εκληφθεί ως πραξικόπημα τύπου 1967. Πλην όμως, οι προσπάθειες επικοινωνίας με τον Καραμανλή και τον έκπτωτο βασιλέα απέβησαν άκαρπες. Ο Νίκος Βαρδινογιάννης έστειλε τον αδελφό του Βαρδή να μεσολαβήσει· αμφότεροι αρνήθηκαν να συναντηθούν. Παρομοίως άκαρπη υπήρξε η μεσολάβηση του πρεσβευτή Γιώργου Σέκερη στις Βρυξέλλες, ο οποίος –αν και ενήμερος και υποστηρικτικός– δεν μπόρεσε να πείσει την πολιτική ηγεσία να συνδράμει επίσημα. Εντούτοις, μετέφερε στους Κινηματίες ενθαρρυντικά, αν και μερικώς «παραφρασμένα», μηνύματα.
Καθώς το σχέδιο ωρίμαζε, εντάθηκαν οι εσωτερικές διεργασίες. Την Πρωτοχρονιά του 1973, στο σπίτι του Νίκου Βαρδινογιάννη, το φλουρί της βασιλόπιτας έπεσε στον Παππά – μια συμβολική πρόρρηση; Τον Φεβρουάριο ακολούθησε η φοιτητική εξέγερση στη Νομική και η βίαιη καταστολή της. Το γεγονός αυτό λειτούργησε καταλυτικά. Το Κίνημα, μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, αποφασίστηκε να εκδηλωθεί στις 22 Μαΐου 1973.
Η επιλογή της ημερομηνίας δεν ήταν τυχαία· πλησίαζε ο κύκλος των θερινών μεταθέσεων, που θα διέλυε την εσωτερική συνοχή του οργανωτικού ιστού. Πολλοί ανησυχούσαν για ζητήματα ανεφοδιασμού του Στόλου. Ο Παππάς, ωστόσο, διαβεβαίωνε πως ο Βαρδινογιάννης είχε εξασφαλίσει τάνκερ και πρόσβαση σε εγκαταστάσεις καυσίμων στον Κόλπο Μεγάρων και στους Καλούς Λιμένες της Κρήτης.
Η προδοσία, ωστόσο, προηγήθηκε της δράσης. Οι συλλήψεις των πρώτων στελεχών απεσόβησαν την εκδήλωση του Κινήματος. Παρά ταύτα, η απόπειρα άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην Ιστορία. Η χούντα επιχείρησε να την απαξιώσει ως «οπερέτα» μικρής ομάδας απόστρατων και ελάχιστων εν ενεργεία. Όμως, το αντιτορπιλικό «Βέλος», υπό την ηγεσία του Αντιπλοιάρχου Παππά, απέπλευσε κατά τη διάρκεια νατοϊκής άσκησης, διαψεύδοντας το καθεστώς και καταγράφοντας το γεγονός στη διεθνή συνείδηση.
Η «Ανταρσία» του «Βέλος»: Πράξη τιμής και ιστορική διακήρυξη
Όταν ο Πλωτάρχης Νίκος Παππάς πληροφορήθηκε –μέσω της ιταλικής τηλεόρασης– την αποτυχία του Κινήματος του Ναυτικού και τη σύλληψη πολλών εκ των συμμετεχόντων, αντιλήφθηκε αμέσως το μέγεθος της ήττας. Μια προσπάθεια πέντε ετών έβαινε προς ολοσχερή κατάρρευση· η πιθανότητα νέας κίνησης έμοιαζε πλέον φαντασιακή· η τύχη των συναδέλφων του απειλούνταν από έκτακτα στρατοδικεία και πιθανές εκτελέσεις· και, το χειρότερο, η Χούντα επιχειρούσε να υποβαθμίσει το εύρος της αντίστασης, να το εμφανίσει ως έργο ελαχίστων.
Ο Παππάς, μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, έλαβε μια ιστορική απόφαση: να δράσει μόνος, μα με τρόπο που θα έσωζε το κύρος, την αλήθεια και το ηθικό της αντίστασης. Όπως αφηγείται ο ίδιος:
«Διέκοψα το φαγητό, αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου, κάθισα στο μικρό γραφείο και αναλογίστηκα: όλα όσα χτίσαμε μέσα σε πέντε χρόνια κατέρρεαν. Κάτι έπρεπε να κάνω. Δεν μπορούσα να μείνω απαθής στην αποτυχία. Έκανα ταχύτατα μια “εκτίμηση καταστάσεως”. Έκρινα ότι η δικτατορία θα επέλεγε λίγους εκ των πρωταιτίων για να τους παραπέμψει σε στρατοδικείο με κατηγορίες εσχάτης προδοσίας, οδηγώντας τους ίσως στην εκτέλεση. Και η κοινή γνώμη, εντός και εκτός Ελλάδος, δεν θα μάθαινε ποτέ ούτε την έκταση του Κινήματος, ούτε τον αριθμό των συμμετεχόντων. Μου πέρασε από το μυαλό να επιστρέψω στην Ελλάδα με το “Βέλος” και να ανοίξω πυρ. Το πλοίο ήταν πλήρως αξιόμαχο· το πλήρωμα άριστο και πιστό· υπήρχε καύσιμο για 3.000 μίλια, τρόφιμα για μήνες, και πλήρες απόθεμα πυρομαχικών. Μα το απέρριψα: θα προκαλούσε θύματα αθώα και θα εμφάνιζε την πράξη ως εμφύλια ρήξη. Η λύση ήταν άλλη: να “στασιάσω”, να αποκαλύψω το εύρος του Κινήματος, βέβαιος πως η Χούντα δεν θα τολμούσε να οδηγήσει εκατό και πλέον αξιωματικούς στο στρατοδικείο. Όσο ευρύτερη η έκταση, τόσο δυσκολότερη η συγκάλυψη».
Με αυτή τη στρατηγική σύλληψη κατά νου, ο Παππάς αποφάσισε να στηρίξει την πράξη του όχι απλώς σε ένα ηθικό επιχείρημα, αλλά και σε ένα διεθνοπολιτικό πλαίσιο: να προσδώσει στη στασιαστική του ενέργεια χαρακτήρα υπεράσπισης της δημοκρατικής τάξης, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του ΝΑΤΟ.
Ανασύρει από τη βιβλιοθήκη του το εγχειρίδιο του ΝΑΤΟ, διαβάζει το προοίμιο και αρχίζει να συντάσσει σήμα προς τον Ανώτατο Διοικητή του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη (SACEUR), Στρατηγό Goodpaster, με κοινοποίηση στους Διοικητές της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας και στα πλοία του νατοϊκού σχηματισμού. Το περιεχόμενο είναι μια διακήρυξη πίστης:
«Πιστοί στη συμμαχία του ΝΑΤΟ και στον πολιτισμό των λαών μας, ο οποίος έχει θεμελιωθεί επί των αρχών της Δημοκρατίας, της προσωπικής ελευθερίας και του σεβασμού των Νόμων, όλοι οι αξιωματικοί και το πλήρωμα του πλοίου μου, ως ένας άνθρωπος, με βαθύτατη λύπη εγκαταλείπουμε τις ασκήσεις. Θα αγωνιστούμε με τη συμπαράσταση του ελεύθερου κόσμου για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. [...] Η σημερινή εξέγερση του Πολεμικού Ναυτικού αντανακλά τα αισθήματα ολόκληρου του ελληνικού λαού. [...] Αυτή τη στιγμή, αξιωματικοί εν ενεργεία έχουν συλληφθεί και κακοποιούνται από οργάνους της Στρατιωτικής Αστυνομίας».
Ανεβαίνει στη γέφυρα. Με το ραδιοτηλέφωνο του τακτικού αναγγέλλει το σήμα προς τα άλλα πλοία και τον Διοικητή. Δίνει εντολή ανύψωσης του σηματοδοτικού σήματος «Οι κινήσεις μου ανεξάρτητες» και στρέφει το «Βέλος» προς Fiumicino της Ιταλίας. Από το ραδιοτηλέφωνο ακούγεται η φωνή του Τούρκου Διοικητή της Ομάδας: «Good luck, Nick!»
Αμέσως διατάσσει Γενικό Συναγερμό. Το πλοίο τίθεται σε πολεμική ετοιμότητα. Όχι για να κατασταλεί η πιθανή “απείθεια” –που υπό στρατιωτικό δίκαιο συνιστά βαρύ αδίκημα– αλλά για να θωρακιστεί το σκάφος έναντι κάθε πιθανής επιθετικής ενέργειας από το ΝΑΤΟ και για να εμψυχωθεί το πλήρωμα.
Μεσημέρι, λίγο μετά τις τρεις. Όλο το πλήρωμα του «Βέλος» παρατεταγμένο στην πρύμνη. Λείπουν μόνο όσοι έχουν βάρδια στη Γέφυρα και στη Μηχανή. Ο Παππάς ανεβαίνει στην κλειστή μπουκαπόρτα του πρυμναίου υποφράγματος. Αφαιρεί τα γυαλιά ηλίου. Για λίγες στιγμές σιωπά, αγναντεύοντας τα πρόσωπα των ανδρών του.
«Ανάπαυση!» διατάσσει και όλοι χαλαρώνουν. Στέκεται για λίγο αμίλητος με το βλέμμα του να γυρίζει στα μάτια όλων.
«Αυτή τη στιγμή, στα μπουντρούμια της ΕΣΑ, βασανίζονται αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού από τα χέρια οργάνων μιας κλίκας επίορκων στρατιωτικών, που με τα όπλα τα οποία τους εμπιστεύθηκε ο Ελληνικός Λαός, εγκαθίδρυσαν την τυραννία και νέμονται την εξουσία αδιάκοπα εδώ και έξι χρόνια».
Με λόγο λιτό και κάθε λέξη βαριά από την ιστορική της ακρίβεια, ο Νίκος Παππάς, κυβερνήτης του αντιτορπιλικού Βέλος, σφράγιζε ενώπιον του πληρώματός του μια από τις πιο τολμηρές πράξεις αντίστασης απέναντι στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Η στιγμή ήταν κορυφαία: το πλοίο είχε αποσπασθεί από τον ΝΑΤΟϊκό σχηματισμό, πλέοντας πλέον ελεύθερο προς το Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, με πρόθεση ξεκάθαρη – να καταγγείλει την ελληνική χούντα ενώπιον της διεθνούς κοινότητας.
«Όλο το Ναυτικό, εξ αρχής, ήταν εναντίον τους. Ως ένας από εκείνους που το γνωρίζουν βαθιά, δεν πρόκειται να επιστρέψω. Αποχωρούμε ήδη από τη δύναμη του ΝΑΤΟ και θα ζητήσω πολιτικό άσυλο στην Ιταλία, προκειμένου να ξεσκεπάσω τη χούντα».
Η φωνή του, γαλήνια μα αποφασισμένη, συγκλόνισε το πλήρωμα. Τους κάλεσε όλους, για τελευταία φορά εν πλω, να αναφωνήσουν με μια ψυχή:
«Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Δημοκρατία! Ζήτω το Πολεμικό Ναυτικό!»
Η ανταπόκριση ήταν αυθόρμητη, εκρηκτική. Ξέσπασαν χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Το πλήρωμα, απελευθερωμένο από τον φόβο και τους περιορισμούς της μακράς καταπίεσης, σκόρπισε στα καταστρώματα, σ’ ένα άτυπο πανηγύρι ελευθερίας. Ό,τι σύμβολο της χούντας υπήρχε στα καρέ και στις τραπεζαρίες του πλοίου, ρίχτηκε στη θάλασσα – όχι μόνον ως πράξη αποκαθαρμού, αλλά ως τελετουργική ρήξη με το καθεστώς.
Την ίδια εκείνη ώρα, το ραδιοφωνικό σήμα του Ράδιο Ρώμη διέτρεχε τα κύματα του αιθέρα:
«Το αντιτορπιλικό Βέλος ζητά τη συμπαράσταση όλων των ελεύθερων λαών και κρατών της Συμμαχίας του ΝΑΤΟ, που εξακολουθούν να πιστεύουν στο προοίμιο της ιδρυτικής μας συμφωνίας. Εν ονόματι των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και του Ελληνικού Λαού, καλούμε επί του πλοίου όλους τους αντιπροσώπους του τοπικού αλλά και του διεθνούς Τύπου…»
Το μήνυμα, προσεκτικά διατυπωμένο, δεν ήταν απλώς καταγγελία. Ήταν στρατηγική πράξη πολιτικής ευφυΐας. Ο Παππάς, γνωρίζοντας το βάθος των μηχανισμών προπαγάνδας του καθεστώτος, επιδίωκε να αποτρέψει κάθε απόπειρα ιδεολογικής απομόνωσης της πράξης του ή συκοφάντησής της ως πρωτοβουλίας «μειοψηφικών κύκλων». Ήθελε να καταστήσει σαφές πως η ενέργειά του ενσωμάτωνε το συλλογικό αίσθημα του ελληνικού λαού και του κορμού των Ενόπλων Δυνάμεων.
Μέσα σε έξι μόλις ώρες, από την εκπομπή του πρώτου σήματος αποχώρησης έως την αγκυροβολία στο Φιουμιτσίνο, η είδηση μεταδίδεται αστραπιαία. Οι τηλετυπικές συσκευές στα επιτελεία του ΝΑΤΟ και των κρατών-μελών παίρνουν φωτιά. Η χούντα αιφνιδιάζεται. Ο Παππάς, που τον θεωρούσαν «σίγουρο», είχε εγερθεί ως ο μεγαλύτερος εσωτερικός της αντίπαλος.
Αρχίζει αμέσως ο πανικός. Οι ελληνικές στρατιωτικές Αρχές αποστέλλουν εσπευσμένα σήματα προς όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ, ζητώντας τη σύλληψη οποιουδήποτε «λιποτάκτη στασιαστή» επιχειρούσε αποβίβαση σε συμμαχικό έδαφος. Πληροφορίες, εντελώς αβάσιμες αλλά αποκαλυπτικές του κλίματος τρόμου, μιλούν ακόμη και για πιθανή πορεία του Βέλους προς τη Λιβύη – ένδειξη του πόσο έξω είχαν πέσει στις εκτιμήσεις τους.
Το νέο προκαλεί σεισμό στον διεθνή Τύπο. Το πρώτο και καίριο ερώτημα που κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα είναι απλό, αλλά κοφτερό σαν ξίφος:
«Πού βρίσκεται το Βέλος;»
Στην Ιταλία, το κράτος και οι λιμενικές αρχές τίθενται σε επιφυλακή. Στο μεσογειακό τόξο, από Γιβραλτάρ έως Σουέζ, η ένταση αυξάνεται. Ένα αντιτορπιλικό, φορτωμένο με πυρομαχικά, έξω από την εμβέλεια του ΝΑΤΟ, με κυβερνήτη σε απροκάλυπτη ρήξη με την επίσημη κυβέρνηση της χώρας του, αποτελεί εξ αντικειμένου διπλωματικό σεισμό.
Η έξοδος και ο απόηχος: Από το Φιουμιτσίνο στα διεθνή πρωτοσέλιδα
Μετά την αγκυροβολία στο Φιουμιστίνο, το πλήρωμα του Βέλους δεν είχε ακόμη τελειώσει το δικό του ιστορικό ταξίδι. Οι αξιωματικοί συγκεντρώθηκαν στο καρέ, σε μια συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Η αρχική λίστα εκείνων που επιθυμούσαν να ακολουθήσουν τον κυβερνήτη Παππά, ένα απλό χαρτί πάνω στο τραπέζι, μετατράπηκε σε σωρό. Ονόματα προστίθεντο αδιάκοπα. Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, ναύτες – όλοι ήθελαν να σταθούν στο πλευρό του.
Όταν ο Νίκος Παππάς αντίκρισε τον κατάλογο, είδε 180 ονόματα από τα 270 μέλη του πληρώματος. Χαμογέλασε και είπε με εκείνη τη νηφάλια αποφασιστικότητα που χαρακτήριζε τη στάση του:
«Ε, καλά. Δεν γίνεται αυτό. Πρώτα απ’ όλα, δεν θα παρατήσουμε το καράβι στους Ιταλούς».
Ο κυβερνήτης στάθμισε τις παραμέτρους με τη λογική του αξιωματικού που σκέφτεται όχι μόνο την Ιστορία, αλλά και τους ανθρώπους. Αποφάσισε πως το πλοίο θα επέστρεφε στην Ελλάδα με τον Ύπαρχο και τους μεγαλύτερους σε ηλικία αξιωματικούς, εκείνους με οικογένειες – να μην ταλαιπωρηθούν κι αυτές. Οι υπαξιωματικοί, κατά τον ίδιο τρόπο, θα επέστρεφαν. Όσο για τους στρατευμένους, τους νεοσύλλεκτους ναύτες, δεν υπήρχε ούτε σκέψη να τους κρατήσει. Το καθήκον τους τώρα ήταν άλλο:
«Να γυρίσουν πίσω και, όταν απολυθούν, να μεταφέρουν το μήνυμα. Να πουν σε όλη την Ελλάδα, στον κάθε τόπο από όπου κατάγονται, το πανηγύρι που ζήσαμε στο Βέλος».
Τελικά, κατόπιν αξιολόγησης και επιλογής, η ομάδα των «ανταρτών» διαμορφώθηκε: έξι σημαιοφόροι, είκοσι τρεις υπαξιωματικοί και ένας στρατευμένος εθελοντής δίοδος. Λίγοι, αποφασισμένοι, νέοι και χωρίς οικογενειακά δεσμά. Με ειδικότητες που θα τους επέτρεπαν να επιβιώσουν στο εξωτερικό.
Ο Παππάς, με σύνεση, άφησε και στους υπόλοιπους μία γραμμή άμυνας:
«Για ό,τι κι αν σας κατηγορήσουν, θα λέτε: εκτελούσαμε διαταγές κυβερνήτου».
Το απόγευμα της επόμενης ημέρας, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις με τις ιταλικές λιμενικές αρχές –και παρά τις πιέσεις του Έλληνα πρέσβη, ο οποίος περιέπλεε αγωνιωδώς το πλοίο προσπαθώντας να αποτρέψει την αποβίβαση–, ο Νίκος Παππάς και οι 24 άνδρες του κατέβηκαν στο Φιουμιστίνο και ετέθησαν υπό την προστασία του ιταλικού κράτους. Η ελληνική κυβέρνηση ασκούσε αφόρητες πιέσεις για την έκδοση των «ανταρτών». Ζητούσε την τιμωρία τους ως λιποτάκτες, ως εχθρούς της πατρίδας.
Όμως η παγκόσμια κοινή γνώμη είχε ήδη πάρει θέση.
Η είδηση της ανταρσίας δεν περιορίστηκε στα Βαλκάνια. Από την Ιαπωνία ως την Αλάσκα, και από τη Λατινική Αμερική έως τις Σκανδιναβικές χώρες, το Βέλος έγινε σύμβολο. Πρωτοσέλιδο στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου, πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων των πιο έγκυρων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Οι φωνές κατά της ελληνικής χούντας δυνάμωναν. Το αίτημα για πολιτικό άσυλο στους 25 ναυτικούς υποστηρίχθηκε ανοιχτά από το σύνολο σχεδόν του ιταλικού πολιτικού κόσμου, κόντρα στις σκέψεις της κυβέρνησης Αντρεότι να τους εκδώσει ή να τους περιορίσει σε στρατόπεδο προσφύγων.
Το πρόσωπο του Παππά έγινε παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης. Ο κυβερνήτης του Βέλους, από τους πρωτεργάτες του Κινήματος του Ναυτικού, κρατώντας στα χέρια του τους γραπτούς όρκους δεκάδων συναδέλφων του, κατήγγειλε με ντοκουμέντα τη χούντα στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Κοπεγχάγη τον Ιούνιο του 1973. Οι συνεντεύξεις του, οι καταθέσεις του στον Τύπο, το συνεχές του παρόν στα ΜΜΕ του εξωτερικού, και η συντονισμένη δράση της ομάδας του αποδόμησαν τον πυρήνα της χουντικής προπαγάνδας: τον μύθο ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις στήριζαν την δικτατορία.
Την ίδια στιγμή, πίσω στην Ελλάδα, οι συλληφθέντες αξιωματικοί δεν έμειναν σιωπηλοί. Στις απολογίες τους αποκάλυπταν πρόσωπα, καταστάσεις, στοιχεία του Κινήματος. Στο φως της ανάκρισης ερχόταν μια εκτεταμένη συνωμοσία εναντίον της χούντας, τόσο εκτεταμένη που το ίδιο το καθεστώς βρέθηκε σε στρατηγικό αδιέξοδο. Δεν μπορούσε να δικάσει και να φυλακίσει το σύνολο των κυβερνητών του Στόλου, των διευθυντών των πιο νευραλγικών υπηρεσιών, ούτε τη δεκάδα των ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών που αποτελούσαν την αφρόκρεμα του Πολεμικού Ναυτικού.
Η χούντα, έπειτα από χρόνια απειλών και βιαιοπραγιών, συνειδητοποιούσε ότι η επιφάνεια της υπακοής έκρυβε βαθιά αντίσταση.
Και η διεθνής κοινότητα, με κάθε μήνυμα συμπαράστασης, με κάθε δημοσίευμα, κάθε τηλεοπτικό πλάνο, κάθε πολιτική παρέμβαση, καθιστούσε σαφές:
Η Ελλάδα δεν ήταν μόνη. Ο Παππάς δεν ήταν μόνος. Το Πολεμικό Ναυτικό δεν ήταν υποταγμένο.
Ακόμη και στα ταξίδια του, ο νους του έμενε στην πατρίδα. Δεν έπαψε να αποστέλλει επιστολές, ακόμη και προς τα στελέχη της δικτατορίας, εφιστώντας την προσοχή τους στους εθνικούς κινδύνους που προκαλούσε η στάση τους. Προειδοποιούσε διεθνείς πολιτικούς παράγοντες, ζητώντας –μάταια– να τοποθετηθούν, διαβλέποντας την επικείμενη τουρκική απειλή κατά της Κύπρου. Έθεσε τον εαυτό του, το πλήρωμα που τον ακολούθησε, καθώς και τους αποτακθέντες συναγωνιστές του στη διάθεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, όταν εκείνος απαίτησε την απομάκρυνση των χουντικών αξιωματικών από το νησί. «Δεν πρόλαβα, κύριε Πλοίαρχε, να κάνω δεκτό το αίτημά σας», του είπε ο Μακάριος μετά το πραξικόπημα εις βάρος του.
Με την έναρξη της τουρκικής εισβολής, προτού ακόμη κηρυχθεί επιστράτευση, ζήτησε να επιστρέψει στην Ελλάδα –αυτός και όσοι τον ακολούθησαν– ως απλός ναύτης για να πολεμήσει.
Με την επιστροφή του στο Πολεμικό Ναυτικό, ο Παππάς καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη δόξα που τον συνοδεύει και στον φθόνο που αυτή αναπόφευκτα προκαλεί – κατά τη συνήθη ελληνική πρακτική. Σύντροφοί του στους αγώνες, που αντάλλαξαν την αντίσταση με πολιτικά αξιώματα, κατέθεταν επερωτήσεις κατά της κυβέρνησης που τον διόρισε Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Α/ΓΕΝ) – θέση την οποία ο ίδιος, ενδόμυχα, ουδέποτε επεδίωξε. Επιθυμούσε να κλείσει την σταδιοδρομία του ως Αρχηγός Στόλου, στο περιβάλλον της θάλασσας, των πλοίων και των ασκήσεων, κι όχι στα επιτελικά γραφεία.
Η τοποθέτησή του συνέπεσε με περίοδο μείωσης του αμυντικού προϋπολογισμού και πολιτικής αποδυνάμωσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, προστέθηκαν στον στόλο μόνο η ανακατασκευασμένη τριήρης Ολυμπιάς και το θωρηκτό Αβέρωφ ως Μουσείο – γεγονός που ορισμένοι ειρωνεύτηκαν.
Ο Παππάς κατηγορήθηκε ότι «νίπτει τας χείρας του» απέναντι σε φαινόμενα κομματικής παρεμβατικότητας, παραδοσιακής παθογένειας του Δημοσίου. Προσπάθησε –αλλά η πολιτική δεν είναι θάλασσα. Ορισμένες από τις πρακτικές εκείνης της εποχής πραγματοποιούνταν εκτός θεσμικών διαδικασιών του Ναυτικού.
Ενδεικτική της πολιτικής νοοτροπίας ήταν η απάντηση Υπουργού όταν ο Παππάς διαμαρτυρήθηκε για την υπονόμευση του Ναυτικού: «Εσύ να μην μιλάς, γιατί χάρη σε μας έγινες Αρχηγός». Προφανώς, ο Υπουργός λησμονούσε σε ποιους χρωστούσε τη δική του θέση…
Παρά την ένταση, ο Παππάς δεν υπέβαλε παραίτηση – ίσως γιατί ήξερε πως κάτι τέτοιο θα παρερμηνευόταν ως πράξη αμφισβήτησης της Δημοκρατίας και θα έπληττε την εικόνα του Ναυτικού.
Ωστόσο, εργάστηκε συστηματικά για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του προσωπικού: αύξηση αποδοχών, καθιέρωση ρεπό, ενίσχυση εκπαίδευσης, βαθμολογική αναβάθμιση υπαξιωματικών, παροχή τιμητικού ξίφους, αναβάθμιση εγκαταστάσεων, εκσυγχρονισμός του Νοσοκομείου και του Προμηθευτικού Οργανισμού. Αντιστάθηκε σε άδικες νομοθετικές «αποκαταστάσεις» αντιστασιακών, που προκαλούσαν ανισότητες. Ιδρύθηκε το Γραφείο Μέριμνας Προσωπικού, το οποίο κάποιοι ερμήνευσαν ως… συνδικαλισμό.
Διατήρησε ζωντανή την ναυτική ιστορική μνήμη: εξασφάλισε τη συντήρηση του Αβέρωφ, κινητοποίησε εφοπλιστές για τη μετατροπή του σε μουσείο, δρομολόγησε την κατασκευή της Ολυμπιάδος βάσει αρχαίων σχεδίων και ίδρυσε το Πάρκο Ναυτικής Παράδοσης στον Φλοίσβο.
Επί των ημερών του δρομολογήθηκε και ουσιαστικός εκσυγχρονισμός: με πρωτοβουλία του Μηχανικού Ναυπηγού Δημήτρη Ανδριτσόπουλου, ξεκίνησε η σχεδίαση και ναυπήγηση νέων αρματαγωγών στα Ναυπηγεία Ελευσίνας, προσαρμοσμένων στις επιχειρησιακές ανάγκες του Στόλου και με ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας.
Ο ίδιος ο Παππάς, ουδέποτε επιδίωξε τη θέση του Α/ΓΕΝ. Πίστευε πως η ανώτατη τιμή για έναν Μάχιμο ήταν να είναι Κυβερνήτης Αντιτορπιλικού. Δεν μπορούσε όμως να αρνηθεί – καθώς η άρνηση θα παρερμηνευόταν και θα στρεφόταν και κατά του ίδιου και κατά του Σώματος.
Μετά την αποστρατεία του, δεν αποσύρθηκε. Παρέμενε ενεργός στα κοινά, έστω κι αν απολάμβανε τη συντροφιά της θάλασσας, ανοίγοντας πανιά με το μικρό του «Βέλος». Υπηρέτησε ως Υπουργός Ναυτιλίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα και την Υπηρεσιακή του Γρίβα, διατήρησε την ανεξαρτησία του και δεν έπαψε να απευθύνεται –προσωπικά ή με επιστολές– σε κάθε αρμόδιο: με προτάσεις, κριτική, παρατηρήσεις για την Άμυνα, την αποκέντρωση, την ανάπτυξη. Κατήγγειλε την εγκατάλειψη της περιφέρειας – κυρίως της γενέτειράς του Κύμης. Προέτρεπε τους πολιτικούς να δώσουν οι ίδιοι το παράδειγμα λιτότητας. Δεν κάμφθηκε από τη σιωπή που συναντούσαν οι παραινέσεις του.
Ούτε όταν η ασθένεια τον βρήκε. Την αντιμετώπισε όρθιος, με βλέμμα φωτεινό, όπως τότε που διαφέντευε φουρτούνες στη θάλασσα, για 83 ολόκληρα χρόνια.
Αναπαύεται τώρα πέντε μέτρα από την αγαπημένη του θάλασσα στην Κύμη. Τιμημένος από την Πολιτεία και τους απλούς πολίτες, από την Κω ως τα Γρεβενά, κι από την Πάτρα ως το Λιτόχωρο.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.
Σχόλια